Με όλα τα συμπτώματα του μεγάλου ασθενούς βαδίζει η ΔΕΗ στην υλοποίηση του σχεδίου αποεπένδυσης λιγνιτικής παραγωγής, που θα σηματοδοτήσει και την έναρξη μιας συνολικότερης αναδιάρθρωσης της αγοράς ηλεκτρισμού με καθυστέρηση 20ετίας.
Στις μεγάλες πληγές που άνοιξε η αδυναμία είσπραξης των λογαριασμών ρεύματος, η οποία στερεί από τα ταμεία της επιχείρησης πάνω από 2,5 δισ. ευρώ, καταλυτικά στην
επιδείνωση της ασταθούς κλινικής κατάστασης της ΔΕΗ λειτούργησε το «σοκ» από την εφαρμογή των κυβερνητικών επιλογών για τη μείωση των μεριδίων της μέσω των δημοπρασιών - ΝΟΜΕ και τον μηδενισμό των ελλειμμάτων του λογαριασμού των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Από τις δύο και μόνον αυτές παρεμβάσεις τα οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ, κατά δήλωση του επικεφαλής της επιχείρησης Μανόλη Παναγιωτάκη, επιβαρύνθηκαν μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2017 με 274,6 εκατ. ευρώ.
Η ΔΕΗ επιβαρύνθηκε περαιτέρω και από τις αυξημένες δαπάνες υγρών καυσίμων (61,4%) το πρώτο εξάμηνο του έτους, όπως και για φυσικό αέριο (72%), όταν υποχρεώθηκε να αυξήσει την παραγωγή της προκειμένου να καλυφθεί η αυξημένη ζήτηση το πρώτο τρίμηνο που συνέπεσε με την κρίση εφοδιασμού στο φυσικό αέριο. Την ίδια περίοδο οι εξαγωγές τρίτων αυξήθηκαν κατά 113,5%, διασφαλίζοντας υπερκέρδη από τις υψηλές τιμές της κιλοβατώρας στις γειτονικές αγορές.
Η κακή κατάσταση της εταιρείας μπορεί να μην αποτυπώνεται πλήρως στα αποτελέσματα εξαμήνου, τα οποία εμφανίζονται με θετικό πρόσημο (καθαρά κέρδη 14,4 εκατ. ευρώ) εξαιτίας του εκτάκτου εσόδου από την πώληση του ΑΔΜΗΕ ύψους 172,2 εκατ. ευρώ, αποτυπώνεται όμως ξεκάθαρα στην ενδιάμεση έκθεση οικονομικών καταστάσεών της.
Τα στοιχεία και οι παραδοχές της έκθεσης δείχνουν ότι η ΔΕΗ έχει περιέλθει σε μια ιδιαίτερα δυσμενή οικονομική κατάσταση δύσκολα αναστρέψιμη, παρά της περί αντιθέτου αιτιάσεις του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γ. Σταθάκη την περασμένη Παρασκευή στη Βουλή.
Σύμφωνα με την έκθεση ενδιάμεσων οικονομικών καταστάσεων της ΔΕΗ, οι τρεις από τις τέσσερις συνολικά δραστηριότητες της εταιρείας στο διασυνδεδεμένο σύστημα είναι ζημιογόνες.
Εξαίρεση εμφανίζει η δραστηριότητα της διανομής, το έσοδο της οποίας είναι ρυθμιζόμενο από τη ΡΑΕ. Ο μοναδικός μάλιστα κλάδος που είναι εκτεθειμένος στον ανταγωνισμό, αυτός της προμήθειας, βρίσκεται στο «κατακόκκινο». Από κέρδη ύψους 227,5 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2016 πέρασε σε ζημίες ύψους 150,64 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2017.
Η αρνητική αυτή εξέλιξη είναι αποτέλεσμα κυρίως των κυβερνητικών ρυθμίσεων για τα ΝΟΜΕ, οι οποίες έχουν υποχρεώσει τη ΔΕΗ να διαθέτει λιγνιτική και υδροηλεκτρική ισχύ σε χαμηλές τιμές ενώ η ίδια αγοράζει στις υψηλές της χονδρικής αγοράς (Οριακή Τιμή Συστήματος), οι οποίες εκτοξεύτηκαν την περίοδο της ενεργειακής κρίσης και στην τάση των ιδιωτών παρόχων να στοχεύουν σε πελατολόγιο που αφήνει υψηλά περιθώρια κέρδους (μέση τάση). Είναι γεγονός ότι το μερίδιο της ΔΕΗ μειώθηκε πάνω από 30% στην συγκεκριμένη κατηγορία πελατών, όταν στη χαμηλή τάση (οικιακά και μικρές επιχειρήσεις) η μείωση δεν ξεπερνά το 10% και στην υψηλή τάση είναι μηδενική.
Η δραστηριότητα των ορυχείων έκλεισε στο εξάμηνο με ζημίες ύψους 4.203 εκατ. και η δραστηριότητα της παραγωγής με ζημίες 103.049 εκατ. ευρώ.
Στην έκθεση αναφέρεται ρητά ο κίνδυνος ρευστότητας, ο οποίος «συνδέεται με την ανάγκη για επαρκή εξασφάλιση ταμειακών διαθεσίμων για τη χρηματοδότηση της λειτουργίας της, περιλαμβανομένων και των αναγκών σε κεφάλαιο κίνησης, των επενδυτικών αναγκών και της εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων του ομίλου και της μητρικής εταιρείας».
Στα 2,5 δισ. ευρώ οι ανεξόφλητοι λογαριασμοί
Οι ανεξόφλητες οφειλές της ΔΕΗ εξακολουθούν να κινούνται στο αστρονομικό ποσό των περίπου 2,5 δισ. αντιπροσωπεύοντας το μισό του τζίρου της. Η έκθεση αναφέρεται σε δυσχέρειες πληρωμής και αύξηση των καθυστερήσεων των πληρωμών, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «παρά την ένταξη πολύ μεγάλου αριθμού καταναλωτών στους ευνοϊκούς διακανονισμούς που έχουν συναφθεί για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων λογαριασμών τους, καθώς και τη χορήγηση ενιαίας έκπτωσης 15% σε οικιακούς και επαγγελματικούς καταναλωτές χαμηλής και μέσης τάσης, με προϋπόθεση την εμπρόθεσμη εξόφληση των τρεχόντων λογαριασμών και την τήρηση των διακανονισμών που τυχόν έχουν συναφθεί ή θα συναφθούν, είναι αβέβαιο το ποσοστό των πελατών που θα τηρούν τους όρους των ρυθμίσεων στις οποίες έχουν ενταχθεί.
Ηδη σημαντικό ποσοστό διακανονισμών ακυρώνεται μέσω αυτοματοποιημένης διαδικασίας από τα μηχανογραφικά συστήματα της ΔΕΗ λόγω μη τήρησής τους». Καταγράφονται επίσης ανησυχίες για την αύξηση των επιχειρήσεων που κλείνουν και αφήνουν ανεξόφλητους λογαριασμούς ρεύματος, την ενδεχόμενη αύξηση των δικαιούχων του Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου σε συνδυασμό με τη δυσχέρεια αποπληρωμής των λογαριασμών τους που εμφανίζουν, την αύξηση των ρευματοκλοπών, για νέες πιθανές επιβαρύνσεις στον λογαριασμό ρεύματος (τέλη, ΕΤΜΕΑΡ κλπ.), παράγοντες που θα δυσκολέψουν περαιτέρω τις εισπράξεις από τους πελάτες της εταιρείας και θα δημιουργήσουν πρόσθετες ανάγκες κεφαλαίου κίνησης.
Στην έκθεση καταγράφεται επίσης «τιμολογιακός κίνδυνος για τις ανταγωνιστικές δραστηριότητες». Αναφέρει την απελευθέρωση των οικιακών τιμολογίων από τον Ιούλιο του 2013, σημειώνοντας «ωστόσο ότι η δυνατότητα και ελευθερία της μητρικής εταιρείας για διαμόρφωση του ανταγωνιστικού μέρους των τιμολογίων της, ώστε να είναι κοστοβαρή, επηρεάζεται από αριθμό παραγόντων όπως η δυνατότητα των καταναλωτών να αντεπεξέλθουν σε ενδεχομένως νέα αυξημένα τιμολόγια, πρωτοβουλίες εκ μέρους των Αρχών, αποφάσεις της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας κλπ., ιδιαίτερα στο πλαίσιο της τρέχουσας κοινωνικοοικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα». Ετσι ερμηνεύεται και η αδυναμία της ΔΕΗ να περάσει στα τιμολόγια το κόστος του τέλους προμηθευτή που έχει καταβάλει για τον μηδενισμό του ελλείμματος των ΑΠΕ ή το επιπλέον κόστος για την κάλυψη της ζήτησης το διάστημα της ενεργειακής κρίσης.
Σοβαρή αβεβαιότητα προκύπτει και από την ενίσχυση του ανταγωνισμού στη λιανική αγορά. «Τα προϊόντα τύπου ΝΟΜΕ αναμένεται να αυξήσουν το περιθώριο κέρδους των εναλλακτικών προμηθευτών και να τους κάνουν πιο επιθετικούς στην προσέλκυση νέων πελατών εφόσον θα έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν χαμηλή τιμή χονδρεμπορικής σε βάθος χρόνου (1-4 έτη). Σε περίπτωση που οι εναλλακτικοί προμηθευτές στοχεύσουν στους πιο φερέγγυους και κερδοφόρους πελάτες της ΔΕΗ για να αναπτύξουν τη δραστηριότητά τους, η ΔΕΗ θα έχει σημαντική απώλεια εσόδων, κερδοφορίας και περαιτέρω πίεση στις ταμειακές της ροές».
Από τα όσα καταγράφονται στην έκθεση προκύπτει ότι η λιγνιτική παραγωγή της εταιρείας δεν είναι διασφαλισμένη για λόγους που συνδέονται με τη διαθεσιμότητα του λιγνίτη.
http://www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου