Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017

Γιατί δεν απαντάται το ερώτημα «Γιατί η ΡΑΕ δεν δέχεται τα 735 εκατ. που ζητά η ΔΕΗ» ;

Γιατί δεν απαντάται το ερώτημα «Γιατί η ΡΑΕ δεν δέχεται τα 735 εκατ. που ζητά η ΔΕΗ» ;  του Κώστα Τσιρούλη 

Αναφερόμενοι στο από 27/10/2017 δημοσίευμα με τίτλο «Γιατί η ΡΑΕ δεν δέχεται τα 735 εκατ. που ζητά η ΔΕΗ», θα ανέμενε κανείς από το περιεχόμενο του άρθρου μια τεκμηριωμένη απάντηση στο ερώτημα που το ίδιο θέτει και τιτλοφορείται.
Αντ’ αυτού, το περιεχόμενο του άρθρου εξαντλείται σε μία
εκτεταμένη αναπαραγωγή στοιχείων, λογιστικών και οικονομικών δεδομένων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στους υπολογισμούς και εν πολλοίς περιέχονται στις συναφείς ρυθμιστικές αποφάσεις της Αρχής, χωρίς να παρέχεται οποιαδήποτε αιτιολογία σχετικά με την επιλεκτική μέθοδο που ακολουθήθηκε, ως προς τη θεώρηση του ελλείμματος.
Όπως είναι γνωστό, στο πλαίσιο συμμόρφωσης της Εθνικής με την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή νομοθεσία, η παροχή Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) λειτούργησε ήδη από το 2007 με τη θέσπιση μεθοδολογίας εκτίμησης του ανταλλάγματος και ανάκτησης αυτού μέσω ρυθμιζόμενων χρεώσεων, στη βάση του πραγματικού κόστους ώστε να μην γεννάται ανταγωνιστικό μειονέκτημα ή πλεονέκτημα για τον υπόχρεο παροχής ΥΚΩ.
Οι ρυθμιζόμενες χρεώσεις ΥΚΩ προφανώς δεν προσδιορίστηκαν για πρώτη φορά το 2012, ως το δημοσίευμα αφήνει να εννοηθεί, αλλά αντιθέτως, έχει προηγηθεί σειρά αποφάσεων των αρμοδίων Αρχών για τον ετήσιο καθορισμό του ανταλλάγματος ΥΚΩ, και την εν συνεχεία ανάκτησή του κατ’ εφαρμογή των νομοθετημάτων που θεσπίσθηκαν σχετικά με την υπόψη υποχρέωση.
Το έτος 2012 για πρώτη φορά το ύψος των μοναδιαίων χρεώσεων καθορίσθηκε με τυπικό νόμο, χωρίς έκτοτε να θεσμοθετηθούν οι αναγκαίες ρυθμιστικές πρωτοβουλίες για την κάλυψη του οφειλόμενου ανταλλάγματος, αλλά και την ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου  σύμφωνα με το νόμο.
Κατά τον τρόπο αυτό, συσσωρεύτηκε σημαντικό έλλειμμα ετών στον Λογαριασμό ΥΚΩ, καθώς παγιώθηκαν μεν οι χρεώσεις (έσοδα), όχι όμως και το κόστος παροχής (αντάλλαγμα). Το έλλειμμα αυτό προσπαθεί να διαχειρισθεί η Πολιτεία με τις κρίσιμες αποφάσεις της ΡΑΕ για τις οποίες γίνεται λόγος στο δημοσίευμα.
Οι εποπτικές Αρχές στο πλαίσιο των θεσμικών τους αρμοδιοτήτων, παρακολουθούν και ρυθμίζουν τη λειτουργία των Αγορών. Αν πρέπει να διαχειρισθούν - και μάλιστα με καθυστέρηση ετών - σωρευτικά ελλείμματα, τούτο μάλλον οφείλεται σε έλλειμμα ρύθμισης ή και αδράνεια, και πάντως όχι σε εξωγενείς της Αγοράς παράγοντες.
Η εκτίμηση του συνολικού ελλείμματος στο ύψος των 360εκ € από την Αρχή, έναντι του προσδιορισθέντος και διεκδικούμενου από την Επιχείρηση, δεν αποτελεί, ως αναφέρεται, αποτέλεσμα σύνθετων λογιστικών πράξεων και υπολογισμών. Είναι, πρωτίστως ζήτημα πλημμελούς εφαρμογής του κανονιστικού πλαισίου και δη ρυθμιστικών αποφάσεων της ίδιας της Αρχής λανθασμένων μαθηματικών υπολογισμών, αλλά και ζήτημα παρερμηνείας υφιστάμενων ρυθμίσεων.
Ενόψει τούτων, η Επιχείρηση έχει επιφυλαχθεί για τη διεκδίκηση και διασφάλιση των νομίμων συμφερόντων της.
Ιδιαίτερο πρόβλημα σε σχέση με τις αποφάσεις και την αναφερόμενη στο δημοσίευμα Γνωμοδότηση της ΡΑΕ, αποτελεί το ζήτημα του ταυτοχρονισμού εσόδων (εισροών) και ανταλλάγματος (εκροών) του Ειδικού Λογαριασμού ΥΚΩ, κάτι το οποίο η Αρχή θεωρεί αυτονόητο, χωρίς να έχει έρεισμα στο νόμο και σε ευθεία αντίθεση με τη λογική του πλαισίου παροχής ανταλλάγματος ΥΚΩ, το οποίο όπως προαναφέρεται δεν επιτρέπει να δημιουργείται ανταγωνιστικό μειονέκτημα.
Αποτέλεσμα αυτής της θεώρησης, είναι η επιπρόσθετη απώλεια για την Επιχείρηση ανταλλάγματος ενός ολοκλήρου έτους (2011), το οποίο νομίμως και ευλόγως δικαιούται βάσει των ρυθμίσεων της εισέτι ισχύουσας απόφασης ΡΑΕ 1525/2011.
Επί του θέματος αυτού ωστόσο, ουδεμία αναφορά υφίσταται στο υπόψη Άρθρο αλλά και στη σχετική Γνωμοδότηση.
Παρά τον κίνδυνο δημιουργίας δυσμενών οικονομικών επιπτώσεων για την ίδια λόγω της ασάφειας του κανονιστικού πλαισίου και της επί μακρόν ρυθμιστικής αδράνειας, η Επιχείρηση διασφάλισε τη συνέχιση της παροχής ΥΚΩ, δαπανώντας εξ ιδίων κεφαλαίων τους αναγκαίους προς τούτο πόρους. Ήδη δε από το 2012 και εντεύθεν αναδεικνύει ενώπιον των θεσμικών Αρχών της Αγοράς και της Πολιτείας, τη διαρκώς διογκούμενη σε βάρος της οικονομική επιβάρυνση, καθώς και τους συνεπαγόμενους ρυθμιστικούς κινδύνους λόγω και της αναποτελεσματικότητας του θεσμικού πλαισίου.
Ταυτόχρονα ως όφειλε, ενημέρωσε το επενδυτικό κοινό και την πελατειακή της βάση για το υπόψη ζήτημα με Δελτία τύπου και σχετική ενημέρωση μέσω των λογαριασμών κατανάλωσης. Μέχρι σήμερα οι παραπάνω αιτιάσεις δεν έχουν αξιολογηθεί και συνεκτιμηθεί από τις αρμόδιες Αρχές, ως θα αναμενόταν.
Η αποτελεσματικότητα συγκροτημένων ρυθμιστικών παρεμβάσεων προκειμένου να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα των Αγορών, των συμμετεχόντων και η προστασία των καταναλωτών οφείλει να βασίζεται σε προληπτική προσέγγιση και όχι σε εκ των υστέρων θεραπεία καταστάσεων οι οποίες τείνουν να καταστούν ανεξέλεγκτες.
Σε κάθε περίπτωση και παρά την αναλυτικότητα του δημοσιεύματος το ερώτημα το οποίο θέτει εξακολουθεί και παραμένει αναπάντητο.
----------------------------------
Ο κ. Κώστας Τσιρούλης είναι Διευθυντής Κλάδου Αγοράς Η/Ε της ΔΕΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου