Σε περίπτωση δε που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφασίσει να πετύχει τους
στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα, τότε οι τιμές θα
εκτοξευτούν στα 55 ευρώ
Κατακόρυφη άνοδο των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπής άνθρακα
προβλέπουν οι αναλυτές για τα επόμενα χρόνια, γεγονός που καθιστά όλο
και περισσότερο αντιοικονομικές τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού από
άνθρακα και ευνοεί τις μονάδες φυσικού αερίου.
Η έκθεση του Carbon Tracker για την εξέλιξη των τιμών των δικαιωμάτων ρύπων που ανακοινώθηκε χθες (26/4) συμπίπτει χρονικά με την έναρξη των διαδικασιών πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, κάτι που κορυφώνει το ενδιαφέρον σχετικά με την εξέλιξη της διαδικασίας και το τίμημα που θα καταφέρει να εξασφαλίσει η ΔΕΗ.
Με δεδομένο μάλιστα ότι ο νόμος που ψηφίστηκε από το ελληνικό Κοινοβούλιο προβλέπει ότι ο σχετικός διαγωνισμός δεν μπορεί να κηρυχθεί άγονος, κεντρίζει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον των παραγόντων της ενεργειακής αγοράς.
Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση του Carbon Tracker οι τιμές των δικαιωμάτων ρύπων ενδέχεται να φθάσουν στα 15 ευρώ/τόνο στο δεύτερο εξάμηνο του 2018, στα 20 ευρώ/τόνο το 2019 και στα 25-30 ευρώ/τόνο το 2020-21.
Μάλιστα η έκθεση εκτιμά ότι το 2030 οι τιμές θα φθάσουν τα 55 ευρώ/τόνο σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφασίσει να ευθυγραμμίσει τα επιτρεπόμενα επίπεδα ρύπων με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα.
Η ανοδική τάση των τιμών των δικαιωμάτων ρύπων καταγράφηκε ήδη από τα τέλη του 2017 και συνεχίζεται.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα χαμηλά των 4,38 ευρώ/τόνο του Μαΐου 2017 διαμορφώθηκαν στα 13,82 ευρώ/τόνο τον Απρίλιο του 2018.
Σύμφωνα με την έκθεση σήμερα οι τιμές βρίσκονται σε τροχιά να φτάσουν στα 25-30 ευρώ/τόνο ως το 2020-21, καθώς οι μεταρρυθμίσεις στο σύστημα ρύπων εξαλείφουν σταδιακά το πλεόνασμα.
Όμως η έκθεση διαπιστώνει επίσης ότι η ΕΕ πρέπει να εφαρμόσει πολύ πιο περιοριστική πολιτική για τους ρύπους και να οδηγήσει τις τιμές των δικαιωμάτων ακόμα πιο ψηλά, αν θέλει να ευθυγραμμιστεί με τους στόχους της Συνθήκης του Παρισιού για το Κλίμα.
Σήμερα η ΕΕ σκοπεύει ως το 2030, να περιορίσει τις εκπομπές ρύπων κατά 40% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, αλλά η έκθεση εκτιμά ότι πρέπει να μειωθούν κατά 55% για να επιτευχθούν οι στόχοι του Παρισιού.
Ευνοημένες οι σύγχρονες μονάδες φυσικού αερίου
Η αύξηση των τιμών των ρύπων έχει ήδη μειώσει και θα μειώσει ακόμα περισσότερο τα περιθώρια κέρδους των ανθρακικών μονάδων, οδηγώντας τες σταδιακά εκτός συστήματος ηλεκτροπαραγωγής, αρχής γενομένης από τις λιγότερο αποδοτικές.
Μάλιστα η έκθεση αναφέρει ότι για να επιτευχθούν οι στόχοι του Παρισιού θα πρέπει οι τιμές του διοξειδίου του άνθρακα να κινηθούν κατά μέσον όρο μεταξύ των 45 και των 55 ευρώ/τόνο για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να εξαναγκαστούν τα ανθρακικά και λιγντικά εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής της ΕΕ να βγουν από την αγορά.
Σημειώνει δε ότι οι υψηλές τιμές των δικαιωμάτων θα επιταχύνουν την ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης μεγάλης κλίμακας, των έξυπνων δικτύων και ανταπόκρισης της ζήτησης.
Σε ότι αφορά την ιστορία πρέπει να αναφερθεί ότι μετά την οικονομική κρίση του 2009 και την ύφεση που ακολούθησε δημιουργήθηκε ένα τεράστιο πλεόνασμα δικαιωμάτων που στο τέλος του 2016 είχε φθάσει στα 1,7 δις. τόνους.
Τότε η ΕΕ εισήγαγε μηχανισμό για την εξάλειψη του πλεονάσματος.
Στο πλαίσιο αυτό, από τον Ιανουάριο του 2019 το νέο Μarket Stability Reserve θα ακυρώνει το 24% του πλεονάσματος κάθε χρόνο ως το 2023 και το 12% κάθε χρόνο τα επόμενα χρόνια.
Αυτός είναι και ο λόγος που ήδη αυξάνονται σημαντικά οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής CO2.
Η έκθεση του Carbon Tracker για την εξέλιξη των τιμών των δικαιωμάτων ρύπων που ανακοινώθηκε χθες (26/4) συμπίπτει χρονικά με την έναρξη των διαδικασιών πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, κάτι που κορυφώνει το ενδιαφέρον σχετικά με την εξέλιξη της διαδικασίας και το τίμημα που θα καταφέρει να εξασφαλίσει η ΔΕΗ.
Με δεδομένο μάλιστα ότι ο νόμος που ψηφίστηκε από το ελληνικό Κοινοβούλιο προβλέπει ότι ο σχετικός διαγωνισμός δεν μπορεί να κηρυχθεί άγονος, κεντρίζει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον των παραγόντων της ενεργειακής αγοράς.
Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση του Carbon Tracker οι τιμές των δικαιωμάτων ρύπων ενδέχεται να φθάσουν στα 15 ευρώ/τόνο στο δεύτερο εξάμηνο του 2018, στα 20 ευρώ/τόνο το 2019 και στα 25-30 ευρώ/τόνο το 2020-21.
Μάλιστα η έκθεση εκτιμά ότι το 2030 οι τιμές θα φθάσουν τα 55 ευρώ/τόνο σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφασίσει να ευθυγραμμίσει τα επιτρεπόμενα επίπεδα ρύπων με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα.
Η ανοδική τάση των τιμών των δικαιωμάτων ρύπων καταγράφηκε ήδη από τα τέλη του 2017 και συνεχίζεται.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα χαμηλά των 4,38 ευρώ/τόνο του Μαΐου 2017 διαμορφώθηκαν στα 13,82 ευρώ/τόνο τον Απρίλιο του 2018.
Σύμφωνα με την έκθεση σήμερα οι τιμές βρίσκονται σε τροχιά να φτάσουν στα 25-30 ευρώ/τόνο ως το 2020-21, καθώς οι μεταρρυθμίσεις στο σύστημα ρύπων εξαλείφουν σταδιακά το πλεόνασμα.
Όμως η έκθεση διαπιστώνει επίσης ότι η ΕΕ πρέπει να εφαρμόσει πολύ πιο περιοριστική πολιτική για τους ρύπους και να οδηγήσει τις τιμές των δικαιωμάτων ακόμα πιο ψηλά, αν θέλει να ευθυγραμμιστεί με τους στόχους της Συνθήκης του Παρισιού για το Κλίμα.
Σήμερα η ΕΕ σκοπεύει ως το 2030, να περιορίσει τις εκπομπές ρύπων κατά 40% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, αλλά η έκθεση εκτιμά ότι πρέπει να μειωθούν κατά 55% για να επιτευχθούν οι στόχοι του Παρισιού.
Ευνοημένες οι σύγχρονες μονάδες φυσικού αερίου
Η αύξηση των τιμών των ρύπων έχει ήδη μειώσει και θα μειώσει ακόμα περισσότερο τα περιθώρια κέρδους των ανθρακικών μονάδων, οδηγώντας τες σταδιακά εκτός συστήματος ηλεκτροπαραγωγής, αρχής γενομένης από τις λιγότερο αποδοτικές.
Μάλιστα η έκθεση αναφέρει ότι για να επιτευχθούν οι στόχοι του Παρισιού θα πρέπει οι τιμές του διοξειδίου του άνθρακα να κινηθούν κατά μέσον όρο μεταξύ των 45 και των 55 ευρώ/τόνο για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να εξαναγκαστούν τα ανθρακικά και λιγντικά εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής της ΕΕ να βγουν από την αγορά.
Σημειώνει δε ότι οι υψηλές τιμές των δικαιωμάτων θα επιταχύνουν την ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης μεγάλης κλίμακας, των έξυπνων δικτύων και ανταπόκρισης της ζήτησης.
Σε ότι αφορά την ιστορία πρέπει να αναφερθεί ότι μετά την οικονομική κρίση του 2009 και την ύφεση που ακολούθησε δημιουργήθηκε ένα τεράστιο πλεόνασμα δικαιωμάτων που στο τέλος του 2016 είχε φθάσει στα 1,7 δις. τόνους.
Τότε η ΕΕ εισήγαγε μηχανισμό για την εξάλειψη του πλεονάσματος.
Στο πλαίσιο αυτό, από τον Ιανουάριο του 2019 το νέο Μarket Stability Reserve θα ακυρώνει το 24% του πλεονάσματος κάθε χρόνο ως το 2023 και το 12% κάθε χρόνο τα επόμενα χρόνια.
Αυτός είναι και ο λόγος που ήδη αυξάνονται σημαντικά οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής CO2.
www.worldenergynews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου