Στην διερεύνηση μιας διαφορετικής προσέγγισης στο σκέλος των
χρεώσεων που αφορούν τις ΑΠΕ στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος
βρίσκεται το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σύμφωνα με τα όσα
είπε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα "ΕΠΟΧΗ" ο Πάνος Σκουρλέτης.
Ο ίδιος δήλωσε ακόμη ότι βρίσκονται υπό επεξεργασία διάφοροι τρόποι
για ελάφρυνση και των άλλων χρεώσεων μέσα στους λογαριασμούς, δηλ.
χρήσης δικτύων κτλ.
Ολόκληρη η συνέντευξη του κ. Σκουρλέτη στην ΕΠΟΧΗ και στις δημοσιογράφους Τζέλα Αλιπράντη, Ιωάννα Δρόσου έχει ως εξής:
Tην Τετάρτη ψηφίστηκε ο αναπτυξιακός νόμος στη
Βουλή. Την
Πέμπτη ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε μια σειρά έργων. Γενικά η αναφορά στην
ανάπτυξη είναι συχνή. Υπάρχει το αριστερό πρόσημο σε αυτή την πολιτική ή
ψάχνουμε απλά επενδύσεις «για να σωθεί η χώρα»;
Ο αναπτυξιακός νόμος διατυπώνει μια διαφορετική αντίληψη, σε σχέση με
τους παλαιότερους, για αυτό το ζήτημα. Προσανατολίζεται στις μικρές και
μεσαίες επιχειρήσεις και όχι σε φαραωνικά έργα. Οι επενδύσεις είναι
αναπόσπαστο κομμάτι για την ανάπτυξη, όχι στη λογική που τις
αντιλαμβάνονται οι νεοφιλελεύθεροι. Μιλάμε για ιδιωτικές επενδύσεις με
συγκεκριμένο προσανατολισμό. Ο αναπτυξιακός νόμος απευθύνεται σε ιδιώτες
και επιχειρεί, μέσα σε ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από έλλειψη
πόρων, να κατανείμει με ορθό τρόπο αυτά τα λίγα που έχει σήμερα το
ελληνικό κράτος. Αυτό που είναι σημαντικό, λαμβάνοντας υπόψη το αρνητικό
πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούμαστε και που προέκυψε από τις
αλλεπάλληλες μνημονιακές συμφωνίες, είναι ότι εμείς δεν μιλάμε για μια
ανάπτυξη που θα βασίζεται στη συμπίεση του εργασιακού κόστους, των
δικαιωμάτων ή δεν θα λαμβάνει υπόψη το περιβάλλον. Θέλουμε επενδύσεις
που θα δημιουργούν προστιθέμενη αξία εδώ, γιατί ανάπτυξη υπήρξε και σε
άλλες εποχές, π.χ. επί Σημίτη, με ρυθμό ανάπτυξης 4%, αλλά ήταν μια
ανάπτυξη με πήλινα πόδια. Δεν διεύρυνε την παραγωγική βάση, δεν
δημιουργούσε σταθερές θέσεις εργασίας, βασιζόταν στην κατανάλωση
υποθηκεύοντας μελλοντικά εισοδήματα μέσω ενός υπερδανεισμού, είτε
ιδιωτικού είτε δημόσιου.
Ανάπτυξη από κάποιους θεωρείται και το παράδειγμα εξόρυξης χρυσού στις Σκουριές…
Πριν αναφερθώ συγκεκριμένα για τις Σκουριές επιτρέψτε μου ένα σχόλιο.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν αρκεί η διακυβέρνηση της χώρας για
να μπορέσεις να ελέγξεις όλους τους αρμούς της εξουσίας. Το κράτος δεν
είναι ένα εργαλείο που μπορούμε να το βάλουμε να δουλέψει όπως θέλουμε,
επειδή είμαστε στην κυβέρνηση. Όλο το προηγούμενο διάστημα έχουν υπάρξει
μεγάλες αλλαγές σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, οι οποίες έχουν
διαμορφώσει ένα αρνητικό έδαφος που δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην
άλλη. Για να ανατραπεί πρέπει να αρχίζεις να ξηλώνεις κάποια πράγματα.
Αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο, αν λάβουμε υπόψη τους περιορισμένους
βαθμούς ελευθερίας που έχει η σημερινή κυβέρνηση λόγω της συμφωνίας.
Αυτό είναι από τα πολύ μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Δεν
έχουμε, δηλαδή, όπως φανταζόμασταν από τη μια ένα δημοσιονομικό
πρόγραμμα προσαρμογής και κάποια άλλα παράλληλα πεδία, όπου μπορούμε να
δράσουμε ελεύθερα. Είναι όλα μπλεγμένα και γίνεται μια διαρκής
αντιπαράθεση με την τρόικα, προκειμένου να αποσαφηνιστεί αυτή η σχέση.
Για τις Σκουριές πιο συγκεκριμένα πρέπει να καταλάβουμε πως
διαφορετικά προσεγγίζει το ζήτημα το κίνημα, το κόμμα και η
κυβέρνηση, λόγω της διαφορετικότητας των ρόλων τους. Είναι εύκολο στο
κίνημα να εναντιώνεται, και καλά κάνει γιατί δημιουργεί όρους κοινωνικής
πίεσης απέναντι στη συγκεκριμένη επένδυση, όπως και το κόμμα να μη
θέλει τέτοιου είδους επενδύσεις. Η κυβέρνηση, όμως, έχει να διαχειριστεί
μια κατάσταση ήδη διαμορφωμένη. Υπήρχε ένα αίτημα κατάργησης του
νόμου, βάσει του οποίου δόθηκε η περιοχή των Σκουριών. Αυτό και να
γινόταν δεν θα έλυνε τίποτα, γιατί δεν θα είχε αναδρομική ισχύ. Οι
επενδυτές, λοιπόν, δρουν στο όνομα της νομιμότητας. Είναι έτσι,
όμως; Έχουμε ήδη ένα παράδειγμα παρανομίας που εντοπίσαμε και τους
επιβάλλαμε πρόστιμο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο τίθεται και η πολιτική
αντίληψη της κυβέρνησης για το δημόσιο συμφέρον και την προστασία του
περιβάλλοντος. Αλλά σε πρώτο επίπεδο η προσέγγιση γίνεται βάσει της
ισχύουσας σύμβασης και του θεσμικού πλαισίου. Δεν είναι μικρές οι
δυνατότητες παρέμβασης στη βάσει αυτών. Το μεγαλύτερο ζήτημα που έχουμε
μπροστά μας είναι αυτό της μεταλλουργίας, το λεγόμενο flash smelting. Η
εταιρεία οφείλει να αποδείξει πολλά πράγματα ακόμα, βάσει της
σύμβασης, για το αν αυτή η επένδυση έχει κάποια συνέπεια με αυτά που
ευαγγελιζόταν, δηλαδή την παραγωγή χρυσού εδώ και όχι απλά να εξάγει
μεταλλεύματα. Αν δεν μπορεί να το αποδείξει αυτό, ανατρέπεται όλο το
οικοδόμημα της σύμβασης.
Όντως υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα διαμορφωμένο στη
νεοφιλελεύθερη αντίληψη. Με τη συνέχεια μιας ανάπτυξης, όμως, που
εστιάζει στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στον ανταγωνισμό, πώς θα
επιτευχθεί αλλαγή αυτού του συστήματος;
Το ανταγωνιστικό πλαίσιο είναι δεδομένο στην Ευρώπη και στην
παγκόσμια σκηνή. Είτε το λάβουμε υπόψη είτε όχι, υπάρχει.
Το ζητούμενο για εμάς είναι να μπορέσουμε μέσα σε αυτό το νεοφιλελεύθερο
πλαίσιο, χωρίς οικονομικά σύνορα, ανεξάρτητα από τους μακροπρόθεσμους
πολιτικούς μας στόχους που μπορεί να έχουμε για την οργάνωση
της παγκόσμιας οικονομίας και τον μετασχηματισμό της, να μπορέσουμε να
διασφαλίσουμε την ισχυρή παρουσία του δημοσίου. Αυτός είναι ο άμεσος
στόχος μας, να έχουμε δημόσια εργαλεία παρέμβασης, ώστε να καθορίζουν
τους όρους μιας απελευθερωμένης αγοράς, που όμως λόγω της ισχυρής
παρουσίας του δημοσίου να μπορούμε να την προσανατολίζουμε. Αυτό τι
σημαίνει στην πράξη; Να κρατήσουμε πχ τη ΔΕΗ δημόσια και να μην την
πουλήσουμε, να κρατήσουμε τον ΑΔΜΗΕ και να μην ιδιωτικοποιηθεί.
Ορισμένους, δηλαδή, πυλώνες, εργαλεία παραγωγικής ανασυγκρότησης. Αυτό
πρέπει να είναι το μέλημά μας και μέχρι τώρα στον τομέα της ενέργειας το
έχουμε διαφυλάξει και έχουμε κάνει βήματα σε θετική κατεύθυνση.
Δεν υπάρχουν οικονομικά σύνορα, όπως είπατε. Τώρα γίνεται και
η συζήτηση για την TTIP και τη CETA. Μάλιστα, 58 βουλευτές, εκ των
οποίων 52 είναι του ΣΥΡΙΖΑ, έστειλαν επιστολή για τη συζήτηση αυτών των
εμπορικών συμφωνιών στα εθνικά κοινοβούλια. Ποια θα πρέπει να είναι η
στάση της ελληνικής πλευράς στη συνεδρίαση που θα γίνει;
Η ελληνική πλευρά πρέπει να πρωτοστατήσει να ανοίξει μια συζήτηση σε
πανευρωπαϊκό επίπεδο για όλες τις πτυχές, που μέχρι τώρα συζητούνται
εν κρυπτώ. Πρόκειται για μια συμφωνία που θα σφραγίσει τις επόμενες
δεκαετίες, και η κυβέρνηση μας πρέπει καταθέσει την αντίθεση της.
Η αξιολόγηση τελείωσε και αντί να τεθεί το ζήτημα βελτίωσης
της καθημερινότητας του κόσμου, ξεκίνησε μια συζήτηση για τον εκλογικό
νόμο. Γιατί συνέβη αυτό;
Στην Ελλάδα υπάρχει μια παράδοση αγώνων της αριστεράς και του
προοδευτικού πολιτικού κόσμου υπέρ της απλής αναλογικής, άρα δεν το
θεωρώ πολυτέλεια ή αποπροσανατολιστικό, τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην
κυβέρνηση, να διαμορφώσουμε ένα εκλογικό σύστημα που θα κατατείνει στην
πιο αυθεντική μορφή ενός αναλογικού συστήματος, προσπαθώντας να το
αποτυπώσει και συνταγματικά, όπως υποστηρίζαμε από παλιά. Θα
είναι, δηλαδή, ένα προοδευτικό αποτύπωμα στη λειτουργία του εγχώριου
πολιτικού συστήματος.
Υπάρχουν οι απαραίτητοι συσχετισμοί δύναμης για να επιτευχθεί αυτό;
Νομίζω πως, λόγω της ήττας του δικομματισμού, μπορούν να διαμορφωθούν
οι συσχετισμοί για ένα τέτοιο σύστημα. Μιλάω για αυτό και όχι για τη
συνταγματική αναθεώρηση που θα θέσει άλλα ζητήματα, που ενδεχομένως να
ανοίξουν τον ασκό του Αιόλου, και για τα οποία πράγματι δεν υπάρχουν οι
αυθεντικοί πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί. Η συνταγματική
αναθεώρηση πρέπει να είναι προσεκτικά προσανατολισμένη σε ζητήματα όπως
είναι το εκλογικό σύστημα, η κατάργηση του άρθρου περί ευθύνης υπουργών,
η αναβάθμιση του ρόλου των δημοψηφισμάτων. Για παράδειγμα, είμαι
επιφυλακτικός να διερευνήσουμε το θέμα της άμεσης εκλογής του Προέδρου
της Δημοκρατίας από τον λαό. Αυτό σημαίνει περισσότερες εξουσίες και
αλλαγή του πολιτειακού χαρακτήρα του συστήματος, κάτι που νομίζω ότι
είναι έξω από τις παραδόσεις μας και την αντίληψή μας ως αριστερά.
Σε δημοσκόπηση της Κάπα Research που έγινε την προηγούμενη
εβδομάδα το έργο της κυβέρνησης αξιολογήθηκε κατά 76,9% αρνητικά. Ποια
είναι τα μέτρα που πρέπει να λάβει, ώστε να κάνει και τις τομές για τις
οποίες έχει δεσμευτεί;
Οι δημοσκοπήσεις «σκοτώνουν» την πραγματική εικόνα για τα πράγματα,
γιατί λειτουργούν με ένα αφαιρετικό τρόπο, μέσα από τη διατύπωση ενός
συγκεκριμένου ερωτήματος ενώ η πραγματικότητα είναι πολύ πιο
σύνθετη. Εύκολα, δηλαδή, κάποιος, όταν ερωτάται στις δεδομένες συνθήκες
θα εκφράζει ένα αρνητισμό απέναντι στην κυβέρνηση. Όμως, αν συζητήσεις
περισσότερο μαζί του, μπορείς να διαπιστώσεις ότι είναι διατεθειμένος να
δώσει χώρο και χρόνο στον ΣΥΡΙΖΑ για να δοκιμαστεί ακόμα περισσότερο,
και νομίζω ότι αυτό αφορά το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας. Αυτό
επιβεβαιώνεται από μια έμμεση ανάγνωση όλων των δημοσκοπήσεων και
αποτυπώνεται μέσα από το ποσοστό όσων δηλώνουν «δεν ξέρω/δεν απαντώ»,
«κανένα κόμμα» κτλ. Αυτός είναι χώρος αναφοράς μας.
Το ζήτημα των τομών συναντιέται με αυτό που είπαμε πριν για τα στενά
όρια ελευθερίας, που έχουμε ως κυβέρνηση. Σε ένα πρώτο επίπεδο πρέπει να
επιδιώκουμε προφανώς να σπάσουμε το φόβο και την απογοήτευση του
κόσμου, να δούμε πως θα πάρει μπροστά η οικονομία, γεγονός αντιφατικό με
βάση τα μέτρα που έχουμε λάβει, γιατί αυτό είναι το μόνο που μπορεί να
αμβλύνει τις αρνητικές επιπτώσεις αυτών των μέτρων. Παράλληλα, να
προχωρήσει και να βαθύνει η συζήτηση για το θέμα του χρέους, πράγμα
απολύτως εφικτό μετά την θετική προσέγγιση του θέματος μετά την
ολοκλήρωση της αξιολόγησης, έτσι ώστε όταν η Ελλάδα θα έχει φθάσει στο
ίδιο επίπεδο χρέους που έχει η Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία,
με διαφορετικούς όρους να τεθεί ξανά το θέμα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Όταν
φθάσουμε, δηλαδή, στο 120-130%, του ΑΕΠ, θα μπορούμε πια να
δημιουργήσουμε μια συμμαχία με τις αντίστοιχες οικονομίες του ευρωπαϊκού
νότου και να απαιτήσουμε διαφορετικές προσεγγίσεις, όπως ευρωομόλογο
κτλ. Τώρα βέβαια δεν μπορεί να πει κανείς με σιγουριά πως θα είναι η
Ευρώπη το 2018, όταν έχουμε μπροστά μας ένα ενδεχόμενο Brexit.
Πώς θα επηρέαζε ένα τέτοιο γεγονός την Ελλάδα, και την ΕΕ εν γένει;
Νομίζω ότι οι επιπτώσεις ενός ενδεχόμενου Brexit είναι απρόβλεπτες
και για την ΕΕ και για την Ελλάδα. Αλλά ακόμα και αν αυτό αποτραπεί, θα
είναι μέσα από ένα οριακό αποτέλεσμα. Ουσιαστικά έχουμε μια λαβωμένη
Ευρώπη ως προς το όραμα της ένωσης της. Οι ευρωπαϊκοί λαοί πιστεύουν
πολύ λιγότερο σε αυτό, και το γεγονός της ανόδου της ακροδεξιάς,
ουσιαστικά πιστοποιεί την αποτυχία των πολιτικών λιτότητας, που
εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια. Η Ευρώπη αποδομείται και βρίσκεται σε
οριακή κατάσταση, ακριβώς γιατί ακολουθήθηκε ένας ακραίος
νεοφιλελευθερισμός, που κατέστησε λίγο, έως και καθόλου, ελκτικό το
όραμα της ενωμένης Ευρώπης στους λαούς. Αυτός είναι ο υπ’ αριθμόν ένας
κίνδυνος.
Ταυτόχρονα, όμως με αυτές τις αλλαγές, υπάρχουν εξελίξεις και
από την άλλη πλευρά. Είδαμε την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλαγές στην
Πορτογαλία, την Ισπανία.
Ναι, αυτά βρίσκονται στον αντίποδα των προηγούμενων εξελίξεων. Και
πρέπει να μιλήσουμε για τις θετικές επιδράσεις που άσκησε η άνοδος του
ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ενδυναμώνοντας αντίστοιχες πολιτικές διεργασίες
και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτό είναι το μόνο ελπιδοφόρο, οι εξελίξεις
στην Πορτογαλία, την Ισπανία, οι κινητοποιήσεις στην Γαλλία για τα
θέματα της εργασίας, δείχνουν ακριβώς και τα μεγάλα πεδία αντιπαράθεσης
που θα έχουμε στο άμεσο μέλλον.
Οι κινητοποιήσεις είναι μεγαλειώδεις, αλλά η γαλλική
κυβέρνηση βλέπουμε ότι εμμένει στην αντεργατική νομοθεσία. Η απορρύθμιση
αυτή πώς πρόκειται να επηρεάσει τη δική μας διαπραγμάτευση για τα
εργασιακά, που είναι ήδη απορρυθμισμένα και διεκδικούμε βελτιώσεις;
Η Ελλάδα ως πειραματόζωο έχει προηγηθεί της Γαλλίας. Οι
κινητοποιήσεις έξω αποδεικνύουν ότι η ορθή στρατηγική προάσπισης του
κόσμου της εργασίας είναι αυτή των συμμαχιών στον ευρωπαϊκό χώρο. Δεν
είναι, δηλαδή, μια υπόθεση που πρέπει να μείνει ανάμεσα στα κυβερνητικά
στελέχη, τα τεχνικά κλιμάκια και την τρόικα. Είναι το κατεξοχήν θέμα
που προσφέρεται για την οικοδόμηση συμμαχιών. Όταν ήμουν στο υπουργείο
Εργασίας είχα διαπιστώσει, μέσα από τις συναντήσεις που είχαμε τότε για
το νόμο για τις συλλογικές συμβάσεις που δεν προλάβαμε να
καταθέσουμε, ότι υπήρχε ευήκοων ους από τα ευρωπαϊκά συνδικάτα, που δεν
είναι σαν τη ΓΣΕΕ, γραφειοκρατικοποιημένες σφραγίδες. Αυτό πρέπει να
επιδιώξουμε και πάλι, για να βάλουμε ένα φρένο στη περαιτέρω
αποδιάρθρωση της εργασίας και να δούμε τι μπορούμε να κερδίσουμε προς
όφελος του κόσμου της εργασίας.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγοι Πράσινοι είναι ακόμα μια
κυβέρνηση που έλαβε σκληρά μέτρα. Τι πρέπει να κάνει, ώστε να αποτρέψει
το ενδεχόμενο να έχει την ίδια πτωτική πορεία με τις προηγούμενες;
Καταρχάς θα πρέπει να μιλάμε ειλικρινά, κάτι που δεν έκαναν οι
προηγούμενες κυβερνήσεις. Να λέμε ευθέως ότι δεν διεκδικούμε την
πατρότητα του σημερινού προγράμματος. Νομίζω ότι όσες φορές
εξηγούμε στον κόσμο ότι βάσει των ευρωπαϊκών συσχετισμών, των
συσσωρευμένων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, αναγκαστήκαμε σε
αυτόν το συμβιβασμό -γιατί η άλλη λύση ήταν η πλήρης καταστροφή και θα
συνιστούσε στρατηγικού χαρακτήρα ήττα και για πολλά χρόνια, ενώ τώρα
υπάρχει ένα αβέβαιο στοίχημα, που μένει να δούμε πώς θα το βγάλουμε εις
πέρας- ο κόσμος το καταλαβαίνει. Πάντοτε, σε όλες τις φάσεις, και τον
Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο, ο κόσμος που μας ψήφισε, ήταν πιο
προσγειωμένος από εμάς.
Θεωρείτε ότι χρειάζεται ένα κεντρικό όργανο, που θα σχεδιάζει
μαζί με το κόμμα, την κυβέρνηση και τον κόσμο, θα υλοποιεί και θα
ελέγχει το κυβερνητικό έργο;
Αυτό που χρειάζεται αρχικά είναι συντονισμός της κυβέρνησης, γιατί τα
προβλήματα δεν μπορείς να τα αντιμετωπίσεις μέσα στο στενό πλαίσιο του
κάθε υπουργείου. Όταν π.χ. μιλάς για ανάπτυξη, δεν θα ασχοληθεί μόνο το
σχετικό υπουργείο, αλλά και το Οικονομίας, Ενέργειας, Τουρισμού
κ.τ.λ. Αυτό δεν είναι μια τεχνική υπόθεση, αλλά κυρίως πολιτική. Αν δεν
κάνουμε βήματα σε αυτό, δεν θα είμαστε αποτελεσματικοί. Όσο για το
ζήτημα της αναγκαίας επικοινωνίας κόμματος και κυβέρνησης, είναι
απαραίτητο, ώστε να έχει η κυβέρνηση ένα προγραμματικό
προσανατολισμό. Σήμερα το κόμμα είναι αποδυναμωμένο, πολλά κομμάτια από
το πρόγραμμά του έχουν ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα.
Έρχεται, όμως, και προ τετελεσμένων.
Είναι αποδυναμωμένο και έχει χάσει το ειδικό του βάρος και ρόλο. Το
μεγάλο στοίχημα του επερχόμενου συνεδρίου, είναι να τον αποκαταστήσει,
ώστε να είναι ένα εργαστήριο επεξεργασιών και συνάρθρωσης διαφορετικών
αιτημάτων και μηνυμάτων, που θα προκύπτουν από την κοινωνία και τα
κινήματα. Για να μπορεί να καταθέτει ένα ενιαίο πρόγραμμα, που δεν θα
ταυτίζεται με αυτό της κυβέρνησης, αλλά είναι απαραίτητο, ώστε να μην
χάνεται ο βασικός προσανατολισμός μας. Εμείς σε όλες τις φάσεις πρέπει
να υπενθυμίζουμε πως αγωνιζόμαστε για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό
της κοινωνίας.
Ποιες αλλαγές, δηλαδή, πρέπει να σημειωθούν στο κόμμα μετά το συνέδριο κατά τη γνώμη σας;
Αρχικά πρέπει να αποκαταστηθούν οι όροι εσωτερικού διαλόγου, με πρώτο
βήμα να αυτοδιαλυθούν όλες οι τάσεις και να φτιαχτούν καινούργιες.
Είμαι υπέρμαχος του κόμματος των τάσεων και των ρευμάτων, αλλά αυτό δεν
σημαίνει ότι όλα τα προηγούμενα και υφιστάμενα σχήματα πρέπει να
λειτουργούν εξ αδρανείας. Αν δεν το κάνουμε θα υπάρχει πάντα ο κίνδυνος
να μετατραπούν σε μηχανισμούς αναδιανομής της εσωκομματικής εξουσίας.
Πρέπει να γίνει μια συζήτηση απολογισμού, κομματικής οικοδόμησης,
στρατηγικής αλλά και για για τη σχέση με την κυβέρνηση. Στη βάση αυτού
του εσωτερικού διαλόγου να προκύψουν με ένα αυθεντικό τρόπο οι νέες
τάσεις.
Για τα αεροδρόμια και το Ελληνικό είχατε πει ότι δεν
μπορούσαν να σωθούν, γιατί ήταν δρομολογημένα. Τώρα στην προίκα του
ΤΑΙΠΕΔ μπήκε το ποσοστό του δημοσίου στα ΕΛΠΕ, η ΔΕΗ, η ΔΕΠΑ. Σώθηκε η
μικρή ΔΕΗ και ο ΑΔΜΗΕ. Πώς θα σωθούν τα υπόλοιπα, από την άποψη ότι και
αυτά πια δρομολογημένα είναι;
Για το Ελληνικό, όμως, βελτιώσαμε αρκετά. Κατά τη γνώμη μου, η
στρατηγική μας πρέπει να είναι να μην μειωθεί η συμμετοχή του δημοσίου
σε καμία από τις ενεργειακές επιχειρήσεις, να φύγουν από το ΤΑΙΠΕΔ και
να πάνε στον άλλον πυλώνα της αξιοποίησης των συμμετοχών του δημοσίου
του Ταμείου.
Αυτό είναι θέμα διαπραγμάτευσης, πώς θα το εξασφαλίσετε;
Θέμα διαπραγμάτευσης ήταν και ο ΑΔΜΗΕ και η μικρή ΔΕΗ, αλλά τα
καταφέραμε. Τη δημιουργία του νέου Υπερταμείου την προτείναμε εμείς ως
εναλλακτικό παράδειγμα προς το ΤΑΙΠΕΔ. Όταν αυτό αρχίσει να λειτουργεί
και ταυτόχρονα έχουμε σταθεί στοιχειωδώς στα πόδια μας οικονομικά, τότε
θα έχουμε τη δυνατότητα να πάρουμε περιουσιακά στοιχεία από το ΤΑΙΠΕΔ
και να τα περάσουμε στον άλλον πυλώνα.
Η μείωση στο τιμολόγιο της ΔΕΗ είναι ένα ανακουφιστικό μέτρο.
Ποια άλλα μέτρα αντίστοιχου χαρακτήρα μπορούν να ληφθούν για να
ελαφρυνθεί η κοινωνία;
Η μείωση του 15% στο τιμολόγιο είναι η μεγαλύτερη που έχει σημειωθεί ποτέ στη ΔΕΗ. Διευκόλυνε η συγκυρία των χαμηλών τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπως και ο ανταγωνισμός με τους ιδιώτες. Για αυτό μιλήσαμε πριν για μια απελευθερωμένη αγορά με μια ισχυρή δημόσια περιουσία, γιατί όταν δεν υπάρχει αυτή, τότε η αγορά θα γίνει ανθρωποφαγική. Για παράδειγμα, σκεφτόμαστε μια διαφορετική προσέγγιση στο σκέλος των χρεώσεων που αφορούν τις ΑΠΕ. Τώρα επεξεργαζόμαστε τρόπους για ελάφρυνση και των άλλων χρεώσεων μέσα στους λογαριασμούς, δηλαδή χρήσης δικτύων κτλ.
Η μείωση του 15% στο τιμολόγιο είναι η μεγαλύτερη που έχει σημειωθεί ποτέ στη ΔΕΗ. Διευκόλυνε η συγκυρία των χαμηλών τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπως και ο ανταγωνισμός με τους ιδιώτες. Για αυτό μιλήσαμε πριν για μια απελευθερωμένη αγορά με μια ισχυρή δημόσια περιουσία, γιατί όταν δεν υπάρχει αυτή, τότε η αγορά θα γίνει ανθρωποφαγική. Για παράδειγμα, σκεφτόμαστε μια διαφορετική προσέγγιση στο σκέλος των χρεώσεων που αφορούν τις ΑΠΕ. Τώρα επεξεργαζόμαστε τρόπους για ελάφρυνση και των άλλων χρεώσεων μέσα στους λογαριασμούς, δηλαδή χρήσης δικτύων κτλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου