Ένα από τα κύρια προβλήματα της ενεργειακής αγοράς στην Ευρώπη είναι η αναντιστοιχία στις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού και της λιανικής αγοράς. Το πρόβλημα αναγνωρίζεται τόσο από την επίσημη πολιτική, στις Βρυξέλλες, όσο και από τους επαγγελματικούς φορείς της αγοράς, όπως η Eurelectric. Υπο-πρόβλημα, αλλά εξίσου σημαντικό, είναι ότι η «ψαλίδα» αυτή δεν ισχύει το ίδιο σε όλα τα κράτη-μέλη. Αλλού είναι μεγαλύτερη και αλλού είναι
μικρότερη. Εξαρτάται από το πόσο αναπτυγμένη είναι η αγορά ενέργειας κάθε χώρας, από το εύρος των υφισταμένων στρεβλώσεων που διαιωνίζονται, αλλά και την κατά τόπους φορολογική πολιτική.
Η συνέπεια αυτού του γεγονότος σε όλη την Ευρώπη, είναι οι ακριβές τιμές ηλεκτρισμού για τα νοικοκυριά και το δυσβάστακτο κόστος για τη βιομηχανία και μάλιστα σε περιβάλλον οικονομικής ύφεσης, που αποθαρρύνει, συνδυαστικά, τόσο τις επενδύσεις, όσο και την κατανάλωση και διευρύνει την ενεργειακή φτώχεια. Επί της ουσίας καταλήγει να είναι ένα σπιράλ αλληλεπίδρασης, που συμπαρασύρει κάθε προσπάθεια ανάκαμψης της κατανάλωσης, άρα και της ίδιας της ενεργειακής αγοράς και ποδηγετεί την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας.
Κάθε κράτος-μέλος της Ε.Ε., είτε φανερά, είτε συγκαλυμμένα -ας είμαστε ειλικρινείς- κάνει προσπάθειες για να στηρίξει τη βιομηχανία της. Που αναγκάζεται να πληρώσει για τον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο πολύ περισσότερα από τους διεθνείς ανταγωνιστές της και δη στις ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή, οι Βρυξέλλες έχουν ξεκινήσει έναν αγώνα δρόμου για την περιστολή του ενεργειακού κόστους, με την προώθηση της ενοποίησης της ενεργειακής αγοράς, την ενθάρρυνση καλών πρακτικών σε ζητήματα όπως είναι τα κόστη του δικτύου και η φορολόγηση, την υιοθέτηση της ενεργειακής αποδοτικότητας, την άρση των στρεβλώσεων και τη διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας.
Στην Ελλάδα, η ενέργεια καταλήγει να είναι πανάκριβη τόσο για τα νοικοκυριά όσο και τη βιομηχανία, για μια σειρά λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις και το αυξημένο κόστος παραγωγής, όσο και με την επιπλέον φορολογία που επιβλήθηκε, ελέω κρίσης. Το αποτέλεσμα είναι εμφανές. Απλήρωτοι λογαριασμοί για τη ΔΕΗ, που προσεγγίζουν τα 2 δισ. ευρώ, συνεχώς διευρυνόμενη ενεργειακή φτώχεια και το βιομηχανικό ιστό της χώρας να φθίνει διαρκώς. Το μόνο μέτρο που ελήφθη ως τώρα για τη μείωση του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας είναι η αντιστάθμιση, ενώ η διακοψιμότητα παραμένει ακόμη υπό συζήτηση. Υπήρξε βέβαια και μία ακόμη παρέμβαση του κράτους, να δίδει εκπτώσεις στην υψηλή τάση η ΔΕΗ, οι οποίες, όμως, τελούν υπό τον πέλεκυ της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Κομισιόν, ως κρατικές ενισχύσεις.
Ήδη, μία ακόμη επιχείρηση, η Χαλυβουργική, ανακοίνωσε ότι προχωρά στη μείωση του προσωπικού της, κατά 100 άτομα από τα 300, μέσω προγράμματος εθελουσίας εξόδου, καθώς, όπως υποστηρίζει, αντιμετωπίζει πρόβλημα βιωσιμότητας, εξαιτίας του υψηλού ενεργειακού κόστους.
Είναι γεγονός ότι το θέμα αυτό αναγνωρίζεται και από τη σημερινή πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΠΕΝ, που αναζητά τρόπους περιστολής του. Ωστόσο, η εξίσωση που καλείται να λύσει δεν είναι εύκολη. Προθέσεις υπήρχαν και υπάρχουν, αλλά το ζήτημα είναι ποιος θα κληθεί «να πληρώσει το μάρμαρο». Η ΔΕΗ είναι ήδη πιεσμένη ταμειακά, οι καταναλωτές δεν μπορούν να σηκώσουν άλλα βάρη, η φορολόγηση είναι αμφίβολο εάν μπορεί να μειωθεί υπό την παρούσα συγκυρία. Πώς θα επιτευχθεί, συνεπώς, μείωση στις τιμές της ενέργειας; Διότι το θέμα δεν είναι κάποιος να απολαμβάνει φθηνή ενέργεια και κάποιος άλλος να επιβαρύνεται. Υπό αυτήν την έννοια η πρόκληση για το ΥΠΑΠΕΝ, που έχει κάνει σημαία του τη μείωση του ενεργειακού κόστους, είναι μεγάλη. Θα αναμένουμε με ενδιαφέρον τη συνέχεια.
Από το www.energia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου