Είναι σημαντικό να προχωρήσουμε σύντομα σε μια δραστική επικαιροποίηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), ώστε να περιλαμβάνει περισσότερα εναλλακτικά σενάρια, με ορίζοντα όλων το 2050 και με τουλάχιστον ένα από αυτά να βάζει τη χώρα ήδη από το 2020 σε τροχιά μηδενισμού του ισοζυγίου εκπομπών το
αργότερο το 2050.
Αυτό τονίζει μεταξύ άλλων, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο energypress ο Πέτρος Κόκκαλης, υποψήφιος ευρωβουλευτής, στις εκλογές της Κυριακής.
Ο ίδιος τονίζει ότι το να προστατεύουμε το κλίμα, δεν είναι πια μια ακριβή πολυτέλεια αλλά όλο και περισσότερο η πιο εύλογη επιλογή, ενώ αποδίδει τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στη χώρα μας όσον αφορά την στροφή προς τις ΑΠΕ, όχι τόσο σε τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους όσο στη δύναμη της αδράνειας, σε αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών που δεν έχουν σωστή ενημέρωση, αλλά και στην ισχύ επιμέρους ομάδων συμφερόντων.
Ολόκληρη η συνέντευξη του κ. Κόκκαλη έχει ως εξής:
Κύριε Κόκκαλη εκπροσωπείτε την πολιτική κίνηση "ΚΟΣΜΟΣ" στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ- ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ. Ποιές είναι οι προτεραιότητες που θέλετε να αναδείξετε στο Ευρωκοινοβούλιο; Γιατί ζητάτε την ψήφο των πολιτών;
Ο ΚΟΣΜΟΣ είναι μία κίνηση πολιτών που εμπνέεται από τις αρχές της αειφορίας, της καινοτομίας, της αλληλεγγύης, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της βιώσιμης ανάπτυξης. Η γλώσσα επικοινωνίας και δράσης του ΚΟΣΜΟΥ είναι οι 17 Παγκόσμιοι Στόχοι του ΟΗΕ, τους οποίους υπέγραψαν τον Σεπτέμβριο του 2015, 193 κράτη, ανάμεσά τους και η Ελλάδα. Αντικείμενο της πολιτικής παρέμβασης του ΚΟΣΜΟΥ είναι η προαγωγή των 17 Παγκόσμιων Στόχων στην ατζέντα των πολιτικών διεργασιών στην Ελλάδα και την ΕΕ.
Η κλιματική κρίση αφορά και επηρεάζει όλους μας, το ίδιο και τα μέτρα και οι πολιτικές για την αντιμετώπισή της: έχει καθοριστική σημασία πού και πώς ζούμε, δουλεύουμε και μετακινούμαστε, πώς παράγονται τα προϊόντα και τρόφιμα που χρησιμοποιούμε και καταναλώνουμε καθημερινά, ποιο ενεργειακό μοντέλο υιοθετούμε, πώς μετακινούμαστε, αλλά και πώς εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή και ποιες είναι οι γεωστρατηγικές ισορροπίες και αβεβαιότητες που μαζί με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης επηρεάζουν δραστικά τις μετακινήσεις των πληθυσμών. Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης όμως αποτελεί και ζήτημα καλής λειτουργίας και διαφάνειας της δημοκρατίας, καθώς τα πολιτικά και οικονομικά λόμπυ των ορυκτών καυσίμων, ορισμένοι –ελάχιστοι ευτυχώς- ‘πρόθυμοι’ επιστήμονες που αρνούνται την κλιματική αλλαγή, αλλά και πολιτικές δυνάμεις, όπως οι δυνάμεις της ακροδεξιάς παγκοσμίως, που πρωτοστατούν στην άρνηση της κλιματικής αλλαγής, κάνοντας μεγάλη προπαγάνδα, προάγουν τις πλέον επικίνδυνες και συνωμοσιολογικές απόψεις, υπονομεύοντας την ανάγκη για επείγουσα δράση .
Η επόμενη θητεία των αντιπροσώπων του Ευρωκοινοβουλίου, καθώς και της Κομισιόν που αυτό θα εγκρίνει, θα είναι καθοριστική για τα ζητήματα που αφορούν την ενεργειακή και κλιματική πολιτική της ΕΕ: θα πρέπει να συμφωνηθεί η μακροχρόνια στρατηγική για το κλίμα και την ενέργεια, στη βάση της πρόσφατης πρότασης της Κομισιόν «Clean Planet For All» για μια οικονομία μηδενικού άνθρακα ως το 2050. Παράλληλα, θα πρέπει να αξιολογηθεί και εξειδικευτεί η υλοποίηση της Συμφωνίας του Παρισιού και ο ρόλος της ΕΕ στο πλαίσιό της. Είμαι υποψήφιος και ζητώ την ψήφο των συμπολιτών μου στις ευρωεκλογές, γιατί πιστεύω ότι φιλόδοξες ευρωπαϊκές πολιτικές για το κλίμα είναι όχι μόνο αναγκαίες αλλά και πολλαπλά ωφέλιμες, και θέλω να παλέψω γι’ αυτό.
Παραδοσιακά η Ελλάδα, όπως και κάθε άλλη χώρα, στήριξε την οικονομική και κοινωνική της ανάπτυξη στις εγχώριες πηγές ενέργειας (κατά κύριο λόγο στον εξαιρετικά ρυπογόνο λίγνιτη και κατά δεύτερο λόγο στα υδροηλεκτρικά) και στο εισαγόμενο πετρέλαιο, ενώ τα τελευταία 20-25 χρόνια είχαμε και την είσοδο του φυσικού αερίου και των ΑΠΕ, δυστυχώς όμως με διστακτικά βήματα και μεγάλη καθυστέρηση. Σήμερα όμως δεν μπορούμε να χαράσσουμε ενεργειακή πολιτική με βάση τα δεδομένα, τις τεχνικές δυνατότητες και τις οπτικές του περασμένου αιώνα.
Με λίγα λόγια, το να προστατεύουμε το κλίμα, το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία δεν είναι πια μια ακριβή πολυτέλεια αλλά όλο και περισσότερο η πιο εύλογη επιλογή. Και οι καθυστερήσεις στην στροφή προς τις ΑΠΕ δεν οφείλονται τόσο σε τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους όσο στη δύναμη της αδράνειας, σε αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών που δεν έχουν σωστή ενημέρωση, αλλά και στην ισχύ επιμέρους ομάδων συμφερόντων.
Ποια η άποψη σας για το πρόσφατο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ);
Είναι σίγουρα θετικό που η Ελλάδα αποκτά επιτέλους μια μεσοπρόθεσμη εθνική στρατηγική σε ζητήματα ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής, με συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους, που ανταποκρίνονται μάλιστα στους ευρωπαϊκούς στόχους για το 2030. Δυστυχώς, έχει διαπιστωθεί πως δεν θα πιάσουμε τους εθνικούς στόχους ΑΠΕ για το 2020 που είχαν τεθεί με το Ν.3851/2010. Το ΕΣΕΚ περιλαμβάνει μόνο ένα «σενάριο επιπρόσθετων πολιτικών και μέτρων» με προβλέψεις που σταματούν στο 2040 και σύμφωνα με το οποίο η ανάπτυξη των ΑΠΕ ουσιαστικά φρενάρει μετά το 2030. Έτσι, προβλέπεται πως το 2040 το 65% των ενεργειακών αναγκών μας θα καλύπτεται από ορυκτά καύσιμα, κάτι που ακυρώνει κάθε πιθανότητα απανθρακοποίησης της οικονομίας μας μέχρι το 2050. Είναι σημαντικό να προχωρήσουμε σύντομα σε μια δραστική επικαιροποίηση του ΕΣΕΚ το οποίο θα περιλαμβάνει περισσότερα εναλλακτικά σενάρια, με ορίζοντα όλων το 2050 και με τουλάχιστον ένα από αυτά να βάζει τη χώρα ήδη από το 2020 σε τροχιά μηδενισμού του ισοζυγίου εκπομπών το αργότερο το 2050.
Τι λέτε για εκείνους που αρνούνται την κλιματική αλλαγή ή έστω τα μέτρα για την αντιμετώπισή της;
Υπάρχει όντως δυσανάλογα πολύς θόρυβος για ένα επιστημονικό ζήτημα γύρω από το οποίο υπάρχει τόσο συντριπτική ομοφωνία και όγκος επιστημονικών, καταμετρούμενων δεδομένων. Καταρχάς πρέπει να διαφοροποιήσουμε τα επίπεδα των διαφωνιών: Πρακτικά κανείς δεν αρνείται ότι το κλίμα αλλάζει μπροστά στα μάτια μας, ωστόσο, πολλοί εκ των αρνητών της κλιματικής αλλαγής υποστηρίζουν ότι η αλλαγή αυτή είναι πρόσκαιρη, διότι δεν είναι ανθρωπογενής, έχει ξανασυμβεί ιστορικά και το κλίμα θα επανέλθει κάποια στιγμή. Οι ισχυρισμοί αυτοί βασίζονται σε ένα αμελητέο ποσοστό επιστημονικών δημοσιεύσεων, οι οποίες χρησιμοποιούν αμφίβολης ποιότητας μεθοδολογίες για να αποδείξουν αναπόδεικτα πράγματα.. Ένα άλλο πεδίο κριτικής και αμφισβήτησης έχει να κάνει με το αν και κατά πόσο γνωρίζουμε σήμερα ότι θα είναι όντως τόσο δραματικές οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής μετά από 50 ή 100 χρόνια, και επίσης για το αν αξίζει το κόστος να προσπαθήσουμε να την περιορίσουμε.
Θεωρώ πως για τα επιστημονικά θέματα σημασία δεν έχει η δική μου άποψη ή του καθενός, αλλά εκείνη των χιλιάδων έγκριτων επιστημόνων και η συναίνεση που διαμορφώνεται μεταξύ τους μέσα από ανοικτές και peer-reviewedεπιστημονικές διαδικασίες.
Αυτό που μπορώ να σχολιάσω έχει να κάνει με την έννοια του ρίσκου και του κόστους. Η επιστημονική κοινότητα μάς χτυπά το καμπανάκι πως έχουμε πολύ μεγάλες πιθανότητες για πολύ σημαντικές -πιθανότατα καταστροφικές- επιπτώσεις οι οποίες μάλιστα θα συνεχίζονται σε βάθος αιώνων. Αξίζει όντως το ρίσκο να παίξουμε στα ζάρια το μέλλον της ανθρωπότητας όπως την γνωρίζουμε; Έχει όντως οικονομικό νόημα να πληρώνουμε σήμερα για νέες ρυπογόνες υποδομές, με το ρίσκο αυτές να απαξιωθούν σε ένα πιο αυστηρό πολιτικό πλαίσιο μετά από 5, 10 ή 20 χρόνια; Αλλά, πέραν του οικονομικού ρίσκου, επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι τα μέτρα μετριασμού της κλιματικής αλλαγής και προσαρμογής σε αυτήν θα έχουν τεράστιες θετικές επιπτώσεις σε μια σειρά από τομείς: στη δημόσια υγεία, την ποιότητα ζωής, την ανθεκτικότητα απέναντι σε ακραία φαινόμενα, την ενεργειακή και διατροφική ασφάλεια, τη διαφύλαξη πεπερασμένων φυσικών πόρων, τη μείωση των γεωστρατηγικών εντάσεων και των εκτοπίσεων πληθυσμών.
Και ρωτώ: Μήπως θα έπρεπε να λάβουμε φιλόδοξα «κλιματικά» μέτρα ακόμα κι αν δεν υπήρχε η κλιματική αλλαγή; Αντιστρέφοντας την απάντηση ενός από τα πλέον ιστορικά μότο του οικολογικού κινήματος, το «Όχι, ευχαριστώ!»στο ερώτημα που διαμόρφωσε την ταυτότητα του πράσινου κινήματος «Πυρηνική ενέργεια;», θα πρότεινα το «Ναι και άμεσα!», στο ερώτημα «Δράση ενάντια στην κλιματική αλλαγή;»
Θοδωρής Παναγούλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου