Προέδρου του Συνδέσμου Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ)
Το 2015, μετά από τρία χρόνια έντονης συστημικής κρίσης και ύφεσης στην ηλεκτρική αγορά, δείχνει και μπορεί πράγματι να είναι, έτος σταθεροποίησης και ανάκαμψης. Μέσα από επώδυνες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού και στις ΑΠΕ το τοπίο μπροστά μας δείχνει επιτέλους να ανοίγει, όχι βεβαίως για να επαναλάβουμε παρόμοια λάθη, αλλά για να διατηρήσουμε ως «κόρη οφθαλμού» και να προάγουμε περαιτέρω την ευστάθεια του συστήματος. Σήμερα που όλοι από κοινού διοικούντες και διοικούμενοι έχουμε ζήσει τα εφιαλτικά
αποτελέσματα κοντόφθαλμων και αποσπασματικών πολιτικών όπως αυτών του απώτερου παρελθόντος, δεν υφίσταται πλέον το ελαφρυντικό της άγνοιας κινδύνου για κανέναν.
αποτελέσματα κοντόφθαλμων και αποσπασματικών πολιτικών όπως αυτών του απώτερου παρελθόντος, δεν υφίσταται πλέον το ελαφρυντικό της άγνοιας κινδύνου για κανέναν.
Ξεκινώντας από την οπτική και τις πολιτικές που κατά την άποψη μας αρμόζουν, θα πρέπει καταρχήν με καθαρό βλέμμα η ηλεκτρική αγορά να αντιμετωπίζεται ως ενιαίο σύνολο. Όπως πολλάκις έχουμε γράψει, σε φυσικούς όρους το ηλεκτρικό ρεύμα είναι το ενιαίο, ομογενές και αδιαίρετο αποτέλεσμα της από κοινού παραγωγικής λειτουργίας συμβατικών και ΑΠΕ μονάδων σε πραγματικό χρόνο με εναλλασσόμενο και συμπληρωματικό τρόπο και προφανώς με ποικίλο κόστος. Ηλεκτρικό ρεύμα σημαίνει κίνηση των προϋφιστάμενων στο δίκτυο ηλεκτρονίων και την απαιτούμενη ώθηση προς τον σκοπό αυτό κάθε στιγμή εξασφαλίζουν συνδυαστικά οι θερμικές μαζί με τις ανανεώσιμες μονάδες. Σήμερα ειδικότερα που η διείσδυση των ΑΠΕ σε όρους ισοζυγίου ισχύος κυμαίνεται καθημερινά ανά ώρα μεταξύ 5% έως 50% αναλόγως των καιρικών συνθηκών και του φορτίου ζήτησης, είναι προφανές πως οι λογιστικοί διαχωρισμοί του ν. 2773/1999 έχουν ξεπεραστεί.
Για να γίνουμε πιο σαφείς, η λογιστική λειτουργία του προβλεπόμενου στον ν. 2773 Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ) έχει φθάσει –ίσως και ξεπεράσει- τις σχεδιαστικές αντοχές της, αφού η λογική πως η παραγωγή των ΑΠΕ οφείλει οικονομικά να εδράζεται πάνω στο κόστος της συμβατικής παραγωγής που απομένει από την λειτουργία τους, παρουσιάζει δραματική απόκλιση από το κόστος αυτής που αποφεύχθηκε. Τούτο διότι το μοναδιαίο κόστος της συμβατικής παραγωγής (όπως αποτυπώνεται σε ΟΤΣ και ΜΜΚΣΘΜ) που απομένει να λειτουργεί κατόπιν της διείσδυσης των ΑΠΕ και που δυστυχώς μόνον αυτό λαμβάνεται διαχρονικά υπόψη, δεν αντανακλά αλλά υπολείπεται σημαντικά του μοναδιαίου κόστους των ακριβότερων κατά σειρά συμβατικών μονάδων που αποφεύχθηκε η λειτουργία τους λόγω ακριβώς των ΑΠΕ. Το χειρότερο μάλιστα είναι, πως όσο οι ΑΠΕ αυξάνουν περαιτέρω την διείσδυση τους, τόσο η απόκλιση μεταξύ του μοναδιαίου κόστους των θερμικών μονάδων που παραμένουν σε λειτουργία σε σχέση με αυτών που εκτοπίστηκαν διευρύνεται. Έτσι αυτοτροφοδοτούμενα οι ΑΠΕ ενώ μειώνουν ολοένα και περισσότερο το μοναδιαίο κόστος της συμβατικής ενέργειας που εγχέεται στο σύστημα, τίποτα δεν πιστώνονται από αυτό. Αντίθετα καταλήγουν μόνο να κανιβαλίζουν την οικονομική βάση του ΕΛΑΠΕ, πάνω στην οποία εδράζονται και που επιπλέον παραδόξως συνεχίζει να είναι μέρος ακόμη και αυτού του εναπομένοντος απομειωμένου μοναδιαίου συμβατικού κόστους (δεν περιλαμβάνεται π.χ. το κόστος των ΑΔΙ), υπερτιμώντας έτσι στρεβλά το ΕΤΜΕΑΡ. Όσον αφορά τους καταναλωτές, αυτοί δεν βλέπουν μείωση στο συμβατικό κόστος (καρπώνεται την διαφορά η Προμήθεια) αλλά μόνο την αύξηση στο ΕΤΜΕΑΡ που στρεβλά καλείται να καλύψει την προς τα κάτω απόκλιση του παραμένοντος μοναδιαίου συμβατικού κόστους από αυτό που αποφεύχθηκε.
Υπό το φως αυτό, μοναδική λύση για να λειτουργήσουν πραγματικά χωρίς στρεβλώσεις αλλά συμπληρωματικά τα αντιστρόφως ανάλογα αυτά μεγέθη του συμβατικού κόστους και των ΑΠΕ, είναι η ενσωμάτωση του ΕΤΜΕΑΡ στο αποκαλούμενο «ανταγωνιστικό» σκέλος των λογαριασμών ρεύματος. Έτσι θα σταματήσει η άδικη δυσφήμιση των ΑΠΕ στα μάτια του καταναλωτή, που πηγάζει από το εσφαλμένα υπολογιζόμενο και υπερτιμούμενο ΕΤΜΕΑΡ και που πουθενά δεν συνδέεται με το συρρικνούμενο συμβατικό κόστος που οι ΑΠΕ προκαλούν. Το αίτημα μας αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο απ’ ότι ισχύει και εφαρμόζεται διαχρονικά για τις συμβατικές μονάδες, όπου οι πρόσθετες εκτός ΗΕΠ και ΟΤΣ αμοιβές τους (π.χ. ΑΔΙ και ΜΑΜΚ παλαιότερα) χρηματοδοτούνται από το κόστος του ρεύματος στους λογαριασμούς των καταναλωτών και όχι από κάποια διακριτή, δυσφημιστική και πολύ χειρότερα στρεβλή μέσω ειδικού Τέλους χρέωση.
Είναι μάλιστα τέτοιας κομβικής σημασίας για τις ΑΠΕ η μεταρρύθμιση αυτή, που σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει να ανασταλεί εντελώς το πρόγραμμα περαιτέρω ανάπτυξης τους. Με το υφιστάμενο δηλαδή μοντέλο η αγορά έχει εγκλωβιστεί σε μία ασταθή κατάσταση που για να διατηρηθεί ο ΕΛΑΠΕ - υπό συνθήκες μηδενικών αυξήσεων στο ΕΤΜΕΑΡ - οικονομικά υγιής, πρέπει νομοτελειακά να υπάρχει στο εξής πλήρης ακινησία, κάτι που ωστόσο μάλλον δεν είναι συμβατό με το Ευρωπαϊκό πλαίσιο αύξησης της διείσδυσης των ΑΠΕ.
Η δεύτερη σημαντική πρωτοβουλία που οφείλει η Κυβέρνηση εντός του 2015 άμεσα να προωθήσει και να ολοκληρώσει, είναι η μεταρρύθμιση των μηχανισμών αποζημίωσης και ένταξης των νέων κάθε φορά στο εξής έργων ΑΠΕ σε συνάφεια με τις δεσμευτικές Κατευθυντήριες Γραμμές της Ε.Ε., όπως θεσπίστηκαν και ισχύουν από τον Ιούλιο του 2014 με εφαρμογή ανά τεχνολογία και μέγεθος νέων μονάδων σταδιακά ήδη από την 1/1/2016. Αν τούτο δεν συμβεί έγκαιρα, είναι πιθανόν νέα έργα που θα υλοποιηθούν με τα προηγούμενα (Feed in Tariff) μοντέλα προσεχώς, να απαιτηθεί από την Ε.Ε. αναδρομικά να μεταπηδήσουν σε άλλο καθεστώς αποζημίωσης ή ένταξης (Feed in Premium, δημοπρασίες, ένταξη μέσω target model απευθείας στην κατανεμόμενη αγορά κλπ),άλλως να υπάρξουν κυρώσεις περί παράνομης Κρατικής ενίσχυσης. Θεσμοθετούμενου εθνικά του νέου αυτού πλαισίου εναρμόνισης, θα εκλείψουν παράλληλα και οι όποιες πιέσεις προς το πολιτικό σύστημα για ρυθμίσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, κάτι που επίσης είναι ασύμβατο με τις Κατευθυντήριες Γραμμές, αφού από τον Ιούλιο του 2014 κάθε νέος μηχανισμός αποζημίωσης ή τροποποίηση οφείλει να λαμβάνει προηγουμένως έγκριση από την Ε.Ε.
Τέλος σε ότι αφορά τον ενεργειακό συμψηφισμό μέσω του net-metering που βρίσκεται στην επικαιρότητα, καλό είναι να γνωρίζουν οι εν δυνάμει επενδυτές τους τεχνικούς περιορισμούς που το αφορούν και που δεν διαφέρουν σε τίποτα από την ανεξάρτητη παραγωγή σε όρους δυνατότητας υποδοχής-σύνδεσης τους στο δίκτυο. Οι ιδιοκτήτες συστημάτων net-metering χρησιμοποιούν αμφίδρομα το δίκτυο, δηλαδή εγχέουν την παραγωγή τους και αντλούν την κατανάλωση τους συνήθως σε διαφορετικό χρόνο αδιάλειπτα, αφού ο ετεροχρονισμός μεταξύ παραγωγής και ζήτησης του χρήστη είναι μαθηματικά σχεδόν βέβαιος (δηλαδή σε τεχνικούς όρους πραγματικού χρόνου δεν υφίσταται αυτοκατανάλωση της παραγωγής).
Έτσι τα συστήματα αυτά είναι ευάλωτα στην διακύμανση που προκαλεί η λειτουργία τους και σε οριακές συνθήκες κορεσμού, δηλαδή όταν οι παραγωγές τους σε μια περιοχή δεν υπάρχει ταυτοχρονισμένη ζήτηση κάπου αλλού για να καταναλωθούν, θα προκύψουν τυχαίες και οικονομικά επιζήμιες αποσυνδέσεις του παραγωγικού τους σκέλους από το δίκτυο απευθείας από τους inverters τους.
Έτσι μη εγχέοντας την παραγωγή τους, θα περιορίζεται ραγδαία το πιστωτικό τους υπόλοιπο σε ηλεκτρισμό, με αποτέλεσμα να ανατραπεί ο οικονομικός σχεδιασμός των εγκαταστάσεων αυτών προς μεγάλη δυσαρέσκεια προφανώς των ιδιοκτητών τους. Στο πλαίσιο αυτό, κομβικό ρόλο προστασίας των επενδυτών καλείται να διαδραματίσει ο Διαχειριστής του Δικτύου (ΔΕΔΔΗΕ), ο οποίος θα πρέπει απαρέγκλιτα να χορηγεί άδειες για τέτοια συστήματα μόνο όταν η ευστάθεια του δικτύου εξασφαλίζει την πλήρη απορρόφηση της παραγωγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου