Οι εξελίξεις στον τομέα του ηλεκτρισμού παγκόσμια είναι
ραγδαίες και δομικές, καθοριζόμενες από τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής και
την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας.
Η αξία της συμβατικής παραγωγής στον προηγμένο κόσμο
μειώνεται. Επιχειρήσεις – κολοσσοί κλονίζονται, επανεξετάζουν τη στρατηγική
τους αναζητώντας νέες διεξόδους. Πρώτιστης προτεραιότητας στόχος αναδεικνύεται
η μεγέθυνση της συμμετοχής του ηλεκτρισμού στο ενεργειακό μίγμα
(electrification).
Η χρήση άλλωστε του ηλεκτρισμού, της καθαρότερης μορφής
ενέργειας είναι βασικός παράγοντας για τη μετάβαση σε καθαρότερο περιβάλλον,
υπό τον όρο ότι η παραγωγή του θα γίνεται από ΑΠΕ.
Η Ευρώπη παίζει πρωτεύοντα, πρωτοπόρο ρόλο προς αυτή την
κατεύθυνση. Η χώρα μας και ειδικότερα εμείς ως ΔΕΗ, όχι μόνο υποστηρίζουμε
ενεργά την ευρωπαϊκή πολιτική, και προσπαθούμε να ευθυγραμμιστούμε με τις
σύγχρονες τάσεις αλλά τη θεωρούμε και σαν όρο για το μέλλον μας, για την
ύπαρξη και ανάπτυξη της επιχείρησής μας.
Θ’ αναφερθώ πολύ επιγραμματικά σε ορισμένα θέματα, και πρώτα
στον προσανατολισμό μας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Στο business plan της ΔΕΗ που είναι σε φάση ολοκλήρωσης
προβλέπεται ότι τα επόμενα 10 χρόνια θα δεκαπενταπλασιάσουμε την εγκατεστημένη
μας ισχύ σε ανανεώσιμες πηγές: Ηλιακή – Αιολική Ενέργεια, Γεωθερμία, Βιομάζα.
Αυτό συνεπάγεται πολύ βαθιές αλλαγές στην οργάνωση και στη λειτουργία μας.
Θα είναι γνωστές ίσως οι πρωτοβουλίες μας για την
ηλεκτροκίνηση, για τα «έξυπνα νησιά». Υποστηρίζουμε φυσικά και θα κάνουμε ό,τι
είναι δυνατόν ώστε η θυγατρική μας, ο ΔΕΔΔΗΕ που διαχειρίζεται τα δίκτυα
διανομής της ΔΕΗ, να εγκαταστήσει όχι μόνο τους «έξυπνους μετρητές» αλλά και να
μετατρέψει τα δίκτυα σε ευφυή δίκτυα (smart grids). Αυτό θα αυξήσει
κατακόρυφα την ικανότητα και αποδοτικότητα τους, θα βελτιώσει θεαματικά την
εξυπηρέτηση των καταναλωτών και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την αύξηση
της αποκεντρωμένης παραγωγής, τη μαζική ανάπτυξη των ΑΠΕ.
Η συμβολή της ΔΕΗ στη χορήγηση στη χώρας μας 25 εκ. δωρεάν πιστοποιητικών
CO2, που με τις σημερινές τιμές αντιστοιχούν σε 350 εκ, με προοπτική τα 500,
για την αλλαγή της τροφοδοσίας των νησιών με καθαρότερες μορφές ήταν
καθοριστική. Ήδη το Μάιο του 2015, για πρώτη φορά, ως Διοίκηση της ΔΕΗ
θέσαμε θέμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση να πάρει και η Ελλάδα δωρεάν πιστοποιητικά,
όπως άλλες χώρες και να ενταχθεί στο ταμείο εκσυγχρονισμού. Πετύχαμε,
μετά από πολύ μεγάλη προσπάθεια και κατάλληλες δράσεις, και με τη συνεργασία
και ενεργοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων Ευρωβουλευτών, με 374
έναντι 299 ψήφους να ψηφίσει το Ευρωκοινοβούλιο υπέρ των ελληνικών θέσεων.
Τελικά το Συμβούλιο Υπουργών με παρέμβαση του αρμόδιου για το περιβάλλον
Υπουργού της Χώρας αποφάσισε για αυτά τα 25 εκατομμύρια.
Περιφερειακές αγορές
Τονίζω ιδιαίτερα τα ανοίγματά μας στο εξωτερικό. Είναι
ενταγμένα σε μια συγκεκριμένη στρατηγική, επηρεασμένη αφενός από το ότι
πρόκειται να μειωθεί το μερίδιό μας στην εγχώρια αγορά, και αφ’ ετέρου γιατί
υπάρχουν πολύ μεγάλες ευκαιρίες στη γύρω περιοχή. Αξιοποιούμε το γεγονός ότι η
οικοδόμηση και λειτουργία περιφερειακών αγορών είναι το ενδιάμεσο στάδιο και
πολύ σημαντικό, το οποίο έχει αποφασίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση προς τη στρατηγική
της πλήρους ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Επιδίωξή
μας λοιπόν είναι να μετατραπούμε σε ένα διεθνή όμιλο, ηγέτη στην περιοχή. Έτσι
θα στηρίξουμε και την εφαρμογή αυτής της ευρωπαϊκής πολιτικής στην περιοχή μας
για την οικοδόμηση και σωστή λειτουργία της περιφερειακής αγοράς ηλεκτρικής
ενέργειας των Βαλκανίων.
Ενεργειακό μίγμα
Όμως το κύριο θέμα που είναι σήμερα το πιο κρίσιμο για τη
χώρα μας, είναι οι προοπτικές σε σχέση με το ενεργειακό μας μίγμα. Από πλευράς
στρατηγικής συμφωνούμε όλοι και μάλιστα ευθυγραμμιζόμαστε και με τους
ευρωπαϊκούς στόχους για το 2050, να έχει σχεδόν μηδενιστεί η παραγωγή από
στερεά καύσιμα.
Ωστόσο η χώρα μας έχει δυο χαρακτηριστικά: Το πρώτο
χαρακτηριστικό είναι ότι είναι πολύ πλούσια σε ανανεώσιμες πηγές και ιδιαίτερα
σε ήλιο. Είναι η μελλοντική κύρια εγχώρια πηγή ενέργειας.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι έχουμε λίγες ακόμη
διασυνδέσεις με τις γύρω χώρες. Οι χώρες αυτές δεν είναι ανεπτυγμένες
ενεργειακά και από πλευράς αγοράς.
Το τρίτο είναι ότι δεν έχουμε πολλές εναλλακτικές πηγές για
το φυσικό αέριο.
Έτσι μια από τις ιδιαιτερότητες της χώρας μας είναι ότι
εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε ένα βαθμό σε ενεργειακή απομόνωση.
Ποια είναι η κατάσταση σήμερα: Η κατάσταση είναι πρώτον ότι
έχουμε ένα σημαντικό ποσό λιγνιτικής παραγωγής χωρίς να έχουμε και δωρεάν
πιστοποιητικά διοξειδίου του άνθρακα όπως έχουν οι άλλες χώρες της Ευρώπης,
ιδιαίτερα της Ανατολικής, οι οποίες έχουν κι αυτές μεγάλη εξάρτηση ή σημαντική
παραγωγή από άνθρακα.
Δεύτερον, ότι βιώνουμε τα βάρη από μια λανθασμένη πολιτική
του παρελθόντος σε σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές. Προωθήσαμε άκαιρα
τεχνολογίες που τότε ήταν ανώριμες και με πολύ υψηλές τιμές, εγγυημένες τιμές.
Αυτό επιδρά αρνητικά στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και στο άνοιγμα της
αγοράς.
Τρίτον δεν έχουμε ακόμα ένα ξεκάθαρο και τεκμηριωμένο
ενεργειακό σχέδιο. Στο ζήτημα αυτό και ειδικότερα στο ποιο θα είναι το
ενεργειακό μείγμα τα επόμενα 10–15 μεταβατικά χρόνια βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα
σταυροδρόμι. Υπάρχουν δύο εναλλακτικές στρατηγικές :
Η μία είναι αυτή που προτείνεται κυρίως από τις Οικολογικές
Οργανώσεις, και όχι μόνο: ν’ απαλλαγούμε όσο το δυνατό πιο γρήγορα από τη
λιγνιτική παραγωγή.
Για να το κάνουμε αυτό θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε φυσικά
τις συνέπειες, όπως: Πρώτον τί θα γίνει με τις τοπικές κοινωνίες, τα θέματα της
ανεργίας, τα θέματα των νέων επενδύσεων, των νέων δραστηριοτήτων που πρέπει να
υπάρχουν εκεί ώστε ν’ αλλάξει γενικά το παραγωγικό και το κοινωνικό τους
μοντέλο και τί θα γίνει με τις αποκαταστάσεις του περιβάλλοντος που θα
γίνουν πολύ πιο δύσκολες και δαπανηρές με το απότομο σταμάτημα της λιγνιτικής
παραγωγής.
Δεύτερον: Ασφάλεια εφοδιασμού. Θα πρέπει να υποκαταστήσουμε
τη λιγνιτική παραγωγή με άλλη παραγωγή φορτίου βάσεως. Αυτό συνεπάγεται
ανέγερση μονάδων φυσικού αερίου. Έτσι όμως θα είμαστε εκτεθειμένοι στις
διεθνείς τιμές, στις εισαγωγές, θα μεγαλώσει η ενεργειακή μας εξάρτηση, που
στην Ελλάδα είναι από τις μεγαλύτερες σε όλη την Ευρώπη. Αυτό θα επιδράσει στην
ανάπτυξη της χώρας μας και στην ευημερία της κοινωνίας.
Τρίτον θα πρέπει να διαχειριστούμε σαν χώρα - αντικειμενικό
είναι αυτό - την απαξίωση του επενδεδυμένου κεφαλαίου στη λιγνιτική παραγωγή.
Και βέβαια, είναι προφανές ότι αν επιλέξουμε αυτή τη στρατηγική, οι
αποφάσεις και οι συμφωνίες που έχουμε κάνει με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τις
οποίες ταλαιπωρούμεθα αυτές τις μέρες, για την αποεπένδυση του 40% της
λιγνιτικής παραγωγής, πρέπει ν’ ακυρωθούν.
Ο δεύτερος δρόμος
Η δεύτερη εναλλακτική στρατηγική. Ο δεύτερος δρόμος είναι
ότι στο μεταβατικό στάδιο για τις ΑΠΕ το φορτίο βάσεως θα πρέπει να στηρίζεται
και στο λιγνίτη και στο αέριο. Σε κάποιο ποσοστό το οποίο θα μελετηθεί
συνυπολογίζοντας όλα τα δεδομένα. Μ’ αυτό τον τρόπο, τα προβλήματα σίγουρα θα
μετριαστούν, θα μας δοθεί ο χρόνος να τ’ αντιμετωπίσουμε πολύ πιο ομαλά,
αποδοτικά για τις κοινωνίες και για τη χώρα μας.
Και βέβαια στο μεταξύ θ’ αναπτύσσεται η τεχνολογία για τις
ανανεώσιμες πηγές κυρίως η αποθήκευση, θ’ αυξηθούν οι διασυνδέσεις με τις γύρω
περιοχές, θα ωριμάζουν οι γύρω μας αγορές ώστε τελικά τα φαινόμενα της
ενεργειακής απομόνωσης της χώρας να μειωθούν. Υπογραμμίζεται ότι το capex το
οποίο χρειάζεται για ν’ αντικαταστήσουμε τη λιγνιτική παραγωγή, με νέες μονάδες
Φυσικού Αερίου, είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο κάποιων αναγκαίων
περιβαλλοντικών εκσυγχρονισμών, υφιστάμενων μονάδων, πράγμα σημαντικό για το
κόστος. Πέραν αυτού με το αναγκαίο ποσοστό λιγνιτικής παραγωγής η χώρα μας θα
είναι περισσότερο θωρακισμένη από τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών.
Ως ΔΕΗ έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασης προτείνουμε
αυτόν τον δεύτερο δρόμο.
Θεωρούμε ιδιαίτερα θετικό ότι η παρούσα Κυβέρνηση,
στο πρόγραμμα ανάπτυξης που κατάρτισε και δημοσιοποίησε πρόσφατα, υιοθετεί αυτή
την άποψη της ΔΕΗ. Αισθανόμαστε μάλιστα ιδιαίτερη ικανοποίηση και
δικαίωση από τις ανάλογες θέσεις που διατυπώνονται στην απόφαση της Γενικής
Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της ΕΕ στις 17/04/2018, για τη λιγνιτική παραγωγή στη
χώρα μας.
Ωστόσο, για να έχουν ουσία αυτές οι θετικές διακηρύξεις
επιβάλλεται να συνοδευτούν με μέτρα και ενέργειες.
1ον Η λιγνιτική παραγωγή στην Ελλάδα, με δεδομένο ότι
δεν έχουμε δωρεάν πιστοποιητικά CO2 πρέπει να υποστηριχθεί με
πιστοποιητικά αποζημίωσης ισχύος (CRM).
2ον Το ενεργειακό πρόγραμμα που καταρτίζεται να
ολοκληρωθεί άμεσα και να είναι σαφές, σε ότι αφορά στο ποσοστό λιγνιτικής
παραγωγής την επόμενη 10ετία. Αυτό είναι άλλωστε όρος, μαζί με τα
πιστοποιητικά, για την επιτυχή αποεπένδυση.
Σε κάθε περίπτωση ο ενεργειακός σχεδιασμός δεν νοείται να
αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης ή να είναι αμφίσημος. Δεν επιτρέπεται, σήμερα
πλέον, να πατάμε σε δύο βάρκες, και τελικά να οδηγηθούμε στην όποια κατεύθυνση
«διά της διολισθήσεως». Πιστεύω ότι μ΄ αυτό το σαφές πλαίσιο η αγορά μπορεί να
λειτουργήσει αποδοτικά.
Αντίθετα, σε καθεστώς ασάφειας, αν αφήσουμε την αγορά να
λύσει το πρόβλημα εξ υπαρχής θα οδηγηθούμε σε αδιέξοδο, με εξαιρετικά επιζήμιες
καταστάσεις για την οικονομία και την κοινωνία.
-------------------
Ο κ. Εμμανουήλ Παναγιωτάκης είναι Πρόεδρος και
Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ ΑΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου