Με μια λιτή ανακοίνωση,
η ΔΕΗ προχώρησε στην αναβολή της ημερομηνίας υποβολής προσφορών για το
λιγνιτικό της χαρτοφυλάκιο για τις 15 Ιουλίου. Ίσως τελικά η προκήρυξη
εθνικών εκλογών στις 7 Ιουλίου να λειτούργησε ως άλλοθι ώστε να
αποφευχθεί ένα ακόμα ναυάγιο σαν αυτό του πρώτου διαγωνισμού.
Τι σχέση όμως μπορεί να έχουν οι
πολιτικές εξελίξεις που επικαλέστηκε η ΔΕΗ για την αναβολή, με την ουσία
του θέματος που είναι η προσέλκυση επενδυτών για το προς πώληση
λιγνιτικό
χαρτοφυλάκιο; Τι διαφορετικό ή παραπάνω μπορεί να πράξουν ΔΕΗ
και κυβέρνηση (παρούσα ή μελλοντική) ως τη νέα προθεσμία, που να μπορεί
να αναστρέψει το κλίμα;
Η μείωση της τιμής του λιγνίτη στα
ορυχεία της Αχλάδας, από τα δυσθεώρητα ύψη των 23 ευρώ τον τόνο που
πλήρωνε η ΔΕΗ τόσα χρόνια στα 16,5, δεν φαίνεται να έκανε κάποια
ιδιαίτερη εντύπωση στους επίδοξους επενδυτές. Ούτε η δραστική μείωση του
προσωπικού και του εργατικού κόστους στους τρεις προς πώληση
λιγνιτικούς σταθμούς. Ούτε οι εκτιμήσεις της ΔΕΗ για την εξέλιξη της
οριακής τιμής συστήματος ή για τις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών CO2
θεωρήθηκαν ρεαλιστικές, αν και εξασφάλιζαν την πολυπόθητη "κερδοφορία"
των προς πώληση μονάδων. Ούτε η υπόσχεση προς τους επενδυτές για γρήγορη
έγκριση από την Κομισιόν του Μόνιμου Μηχανισμού Διασφάλισης Ισχύος που
θα επιδοτούσε τη λιγνιτική βιομηχανία είχε αποτέλεσμα, ακριβώς γιατί
μήνες τώρα παραμένει ανεκπλήρωτη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τις
παραπάνω ενέργειες, οι Τσέχοι της SEVEN που την πρώτη φορά κατέθεσαν
μαζί με την ΤΕΡΝΑ τη μόνη προσφορά για ολόκληρο το λιγνιτικό πακέτο
πώλησης, αποχώρησαν αυτή τη φορά από τη διεκδίκηση, ενώ όλες οι
πληροφορίες στον ενεργειακό τύπο συγκλίνουν στο ότι οι προσφορές, ακόμα
και αν τελικά γίνονταν, θα κινούνταν στα ίδια επίπεδα με αυτά του πρώτου
αποτυχημένου διαγωνισμού.
Η αγορά λοιπόν επιβεβαιώνει με τον πιο κυνικό τρόπο αυτό που για χρόνια κάποιοι ισχυριζόμαστε: Ο ελληνικός λιγνίτης δεν είναι πλέον οικονομικά ανταγωνιστικός.
Χρόνος για άλλα λάθη δεν υπάρχει.
Επιβάλλεται πλέον ΔΕΗ και πολιτικά κόμματα να δεχτούν ότι η εξίσωση της
πώλησης δεν έχει λύση. Τουλάχιστον λύση συμβατή με το δημόσιο συμφέρον.
Ακόμα κι αν με κάποιο μαγικό τρόπο ΔΕΗ και κυβέρνηση κατορθώσουν να
προσφέρουν κι άλλα δώρα και διευκολύνσεις στους επενδυτές, το τίμημα που
θα εισπράξει η ΔΕΗ από την πώληση θα είναι αμελητέο, ενώ το κόστος που
θα επωμιστούν οι έλληνες πολίτες και οι ελληνικές επιχειρήσεις από τη
συνέχιση του ρυπογόνου, αλλά πλέον και πανάκριβου, λιγνιτικού μοντέλου
ηλεκτροπαραγωγής, αβάστακτο.
Η όποια κυβέρνηση αναδειχθεί από τις
εκλογές της 7ης Ιουλίου έχει καθήκον να θέσει ως άμεση προτεραιότητα την
επαναδιαπραγμάτευση των μνημονιακών όρων για την πώληση των λιγνιτών
της ΔΕΗ. Η λύση πρέπει να αναζητηθεί στη χωρίς άλλες καθυστερήσεις
εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Μοντέλου Στόχου (Target Model), στην
κατάργηση αποτυχημένων ημίμετρων όπως τα ΝΟΜΕ, αλλά προπάντων στην
ξεκάθαρη πολιτική κατεύθυνση: το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το
Κλίμα (ΕΣΕΚ) πρέπει να αναθεωρηθεί και να συμπεριλάβει συγκεκριμένη,
δεσμευτική ημερομηνία απεξάρτησης από τον λιγνίτη ως το 2030 το
αργότερο, με ταυτόχρονη ενίσχυση των ΑΠΕ και των τεχνολογιών αποθήκευσης
ενέργειας.
Θα συζητήσουν άραγε προεκλογικά τα
πολιτικά κόμματα για ενεργειακή πολιτική ή θα αναλωθούν σε ένα ανούσιο
παιχνίδι εντυπώσεων σχετικά με το ποιος φταίει περισσότερο για την
ολέθρια κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ΔΕΗ; Η προεκλογική
περίοδος των ευρωεκλογών που ούτε καν άγγιξε κολοσσιαία θέματα όπως η
κλιματική κρίση, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Η ελπίδα όμως
πεθαίνει πάντα τελευταία.
Του Νίκου Μάντζαρη
* Ο κ. Νίκος Μάντζαρης είναι αναλυτή πολιτικής για την ενέργεια και το κλίμα στο Green Tank
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου