Είναι
πράγματι χρήσιμο να αδράξουμε τη σημερινή ευκαιρία και να αφιερώσουμε
λίγο χρόνο στην ελληνική ενεργειακή αγορά, όπου οι εναλλακτικοί παίκτες,
μέσα σε ένα ιδιαίτερα ασταθές περιβάλλον, καταβάλλουν σημαντικές
προσπάθειες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις διάφορες προκλήσεις, είτε
στον τομέα της παραγωγής είτε στον τομέα της προμήθειας ρεύματος.
Επιτρέψτε μου να αναφερθώ καταρχήν στην ίδια την
ELPEDISON, δεδομένου ότι έχουμε επιτύχει πολλά από το 2009 μέχρι σήμερα. Παρά τις αντίξοες συνθήκες της αγοράς, επενδύσαμε στην είσοδο της Εταιρείας στη λιανική αγορά, ολοκληρώνοντας τις σημαντικές επενδύσεις άνω των 500 εκατομμυρίων ευρώ που πραγματοποιήσαμε στον τομέα της παραγωγής ενέργειας.
Από το http://energypress.gr/
ELPEDISON, δεδομένου ότι έχουμε επιτύχει πολλά από το 2009 μέχρι σήμερα. Παρά τις αντίξοες συνθήκες της αγοράς, επενδύσαμε στην είσοδο της Εταιρείας στη λιανική αγορά, ολοκληρώνοντας τις σημαντικές επενδύσεις άνω των 500 εκατομμυρίων ευρώ που πραγματοποιήσαμε στον τομέα της παραγωγής ενέργειας.
Πιο
συγκεκριμένα, η ELPEDISON ήταν από τους πρώτους εναλλακτικούς
προμηθευτές που έδωσε τη δυνατότητα εξοικονόμησης χρημάτων στους
τελικούς καταναλωτές - τόσο επιχειρήσεις όσο και νοικοκυριά - σε
σύγκριση με το ποσό που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν για το ηλεκτρικό
τους ρεύμα, στο πλαίσιο της πλήρους μονοπωλιακής αγοράς. Στη διάρκεια
αυτών των ετών, η ELPEDISON ανέλαβε να εκπαιδεύσει τους πελάτες προς την
κατεύθυνση ανταγωνιστικών προτάσεων για το ηλεκτρικό τους ρεύμα, ενώ
παράλληλα προώθησε, μέσω των ΜΜΕ, ειδικές προσφορές κατάλληλα
διαμορφωμένες για τους οικιακούς καταναλωτές.
Θα
πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η ELPEDISON, έχοντας ήδη συνεισφέρει στο
παραγωγικό δυναμικό της Ελλάδας και την ευστάθεια των συστημάτων της
μέσω της εγκατάστασης και λειτουργίας των 2 Μονάδων της με καύσιμο
φυσικό αέριο, συνολικής εγκατεστημένης ισχύος 820 MW, δεν θα μπορούσε να προβεί σε περαιτέρω επενδύσεις σε ένα περιβάλλον όπου απειλείται η βιωσιμότητα των υφιστάμενων επενδύσεων.
Στη χονδρεμπορική αγορά ενέργειας,
το ρυθμιστικό κενό κατά τη διάρκεια του 2015, που ακολούθησε τη λήξη
του μηχανισμού αμοιβής διαθεσιμότητας ισχύος, είχε αρνητικό αντίκτυπο
στη βιωσιμότητα της δραστηριότητας παραγωγής ενέργειας, προκαλώντας
κινδύνους για την ομαλή συνέχιση της δραστηριότητας και απειλώντας το
υφιστάμενο, αν και ακόμα χαμηλό, επίπεδο ανταγωνισμού.
Ο
προηγούμενος μηχανισμός διαθεσιμότητας ισχύος, όντας σε ισχύ για 10
χρόνια, καταργήθηκε αδικαιολόγητα στο τέλος του 2014, παρόλο που οι
περισσότερες από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν εισάγει στις αγορές
τους ή σκοπεύουν να εισάγουν τέτοιους μηχανισμούς. Η Ρυθμιστική Αρχή
Ενέργειας δεν έχει ακόμα θεσμοθετήσει έναν μηχανισμό, ο οποίος θα
χρηματοδοτεί την επάρκεια ισχύος και τις υπηρεσίες ευελιξίας που
παρέχονται από τους ιδιώτες παραγωγούς ενέργειας. Η κοινοποίηση για το
νέο μεταβατικό Μηχανισμό Αμοιβής Ευελιξίας υποβλήθηκε τελικά επίσημα στη
ΓΔ Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα τέλη του 2015 και είναι
ακόμα σε εκκρεμότητα, ενώ ο σχεδιασμός του μόνιμου μηχανισμού φαίνεται
ότι βρίσκεται μάλλον σε πρώιμο στάδιο.
Παρ’
όλα αυτά, οι υπηρεσίες ευελιξίας παρέχονται απρόσκοπτα από τους
παραγωγούς ενέργειας σε υποχρεωτική και τακτική βάση, επιφέροντας
πρόσθετα κόστη στους παραγωγούς. Παρά το γεγονός ότι η αξία αυτών των
υπηρεσιών και η ανάγκη να οριστεί ο μηχανισμός αμοιβής τους έχει
αναγνωριστεί από τη ΡΑΕ αλλά και τη ΓΔ Ανταγωνισμού από την 01/01/2015,
οι ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγοί είναι υποχρεωμένοι να τις παρέχουν με
μηδενική αμοιβή.
Η
απουσία αμοιβής των προσφερόμενων υπηρεσιών θίγει την οικονομική
ευστάθεια των ιδιωτών ηλεκτροπαραγωγών με μονάδες φυσικού αερίου και
απειλεί να οδηγήσει σε πρόωρη απόσυρση μονάδων για οικονομικούς λόγους,
ενώ παράλληλα αποθαρρύνει τυχόν νέες επενδύσεις και υποβαθμίζει πιθανές
στρατηγικές ανάπτυξης στη χώρα.
Αναφορικά
με την αξιοπιστία του συστήματος, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η
διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών στην παραγωγή ενέργειας έχει αυξήσει
σημαντικά τις απαιτήσεις του Συστήματος για ευελιξία και διαθεσιμότητα,
οι οποίες θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται και στο μέλλον.
Σε
αυτό το πλαίσιο, η εδραίωση μιας αγοράς διαθεσιμότητας ευελιξίας στην
Ελλάδα αποτελεί αναγκαίο βήμα, και η άμεση υλοποίησή της μέσω της
εφαρμογής του μεταβατικού μηχανισμού είναι επιτακτική, χωρίς περαιτέρω
καθυστερήσεις.
Είναι
επίσης ζωτικής σημασίας να σχεδιαστεί έγκαιρα ένας μόνιμος μηχανισμός
που θα είναι συμβατός με τις απαιτήσεις της ΓΔ Ανταγωνισμού με τη
συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων, προκειμένου να επιτευχθεί μια
γρήγορη διαδικασία έγκρισης από την ΕΕ και να ξεκινήσει η υλοποίηση πριν
από το τέλος του 2016.
Παρατηρώντας επίσης τη λιανική αγορά ηλεκτρισμού, το
προφανές συμπέρασμα συνίσταται στο γεγονός ότι πρόκειται για μια αγορά
που απέχει από την έννοια της ανοιχτής αγοράς. Παρά την αυξημένη
δραστηριότητα από υπάρχοντες καθώς και νεο-εισερχομένους προμηθευτές, η
ΔΕΗ παραμένει ο κυρίαρχος προμηθευτής, με ποσοστό 95% της συνολικής
αγοράς.
Ισχύει
πράγματι ότι το τελευταίο Μνημόνιο Συνεργασίας με τους Θεσμούς απαιτεί
την υλοποίηση πολλών ενεργειών προς την κατεύθυνση ενός ουσιαστικού
ανοίγματος της αγοράς. Ένα εν δυνάμει σημαντικό μέτρο που βρίσκεται αυτό
το διάστημα υπό συζήτηση είναι «ο σχεδιασμός του συστήματος δημοπρασιών NOME,
με στόχο τη μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ, τόσο στη λιανική όσο και στη
χονδρεμπορική αγορά, κατά 25%, ώστε να έχουν μειωθεί κάτω από 50% έως το
2020», προκειμένου να καταστεί δυνατή η πρόσβαση των εναλλακτικών
προμηθευτών στο χαμηλού κόστους ενεργειακό χαρτοφυλάκιο των λιγνιτών και
υδροηλεκτρικών.
Η
επιτυχία, όμως, ενός τέτοιου εγχειρήματος εξαρτάται σημαντικά από τις
βασικές παραμέτρους σχεδιασμού, όπως είναι η τιμή προαίρεσης των
προθεσμιακών προϊόντων, ώστε να καθίσταται δυνατός ο ανταγωνισμός σε όλα
τα τμήματα πελατών της αγοράς, δίνοντας τη δυνατότητα στους
εναλλακτικούς προμηθευτές να διαμορφώνουν ανταγωνιστικές προσφορές,
προς όφελος των τελικών καταναλωτών.
Επιπλέον, τα μέτρα που προτάθηκαν προσφάτως, για την εμπόδιση ή τον περιορισμό της μετάβασης από έναν προμηθευτή σε άλλο,
στις περιπτώσεις καταναλωτών με χρέη στο βασικό προμηθευτή, θα έχουν
κατά κύριο λόγο ως συνέπεια την αποθάρρυνση μετακίνησης των καταναλωτών.
Από τη μία πλευρά, είναι παράλογο να τακτοποιούνται με ρυθμιστικές
παρεμβάσεις οι μάλλον αναποτελεσματικές διαδικασίες είσπραξης από το
βασικό προμηθευτή της αγοράς και, από την άλλη, κάτι τέτοιο αντιβαίνει
στα κεκτημένα δικαιώματα των καταναλωτών στα πλαίσια της ΕΕ.
Λαμβάνοντας
υπόψη το μεγάλο όγκο των ληξιπρόθεσμων οφειλών και τον αριθμό των
πελατών του βασικού προμηθευτή της αγοράς, κάτι τέτοιο θα είχε αρνητική
επίπτωση στις προσπάθειες διείσδυσης στην αγορά από τους εναλλακτικούς
προμηθευτές, αναιρώντας πρακτικά ένα σημαντικό μέρος των επενδύσεων και
των προσπαθειών τους στη λιανική αγορά ηλεκτρικού ρεύματος.
Τέλος, εξίσου σημαντική, είναι η ανάγκη «ένταξης των νησιών»
στην αγορά της ενδοχώρας. Από το Φεβρουάριο του 2014 έχει εκδοθεί ο
κώδικας περί μη διασυνδεδεμένου δικτύου, ο οποίος προσδιορίζει όλες τις
λεπτομέρειες του πλαισίου τόσο για την παραγωγή όσο και για την
προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος στα μη διασυνδεδεμένα συστήματα. Ωστόσο,
πρώτον, λόγω της παρέκκλισης που αποδόθηκε στο ελληνικό κράτος για την
αναβολή του ανοίγματος της αγοράς στα νησιά, και τώρα λόγω της
καθυστέρησης στην έγκριση των ρυθμιστικών κειμένων που διευκρινίζουν
τους όρους και τις προϋποθέσεις προμήθειας, υπάρχει σημαντική
καθυστέρηση στο άνοιγμα της αγοράς σε αυτές τις περιοχές.
Δεδομένου
ότι η ύπαρξη του απαιτούμενου τεχνικού πλαισίου για την υποστήριξη ενός
τέτοιου ανοίγματος έχει γνωστοποιηθεί από τον Αύγουστο του 2014,
καθυστερήσεις στο άνοιγμα της λιανικής στα μη διασυνδεδεμένα νησιά
στην πραγματικότητα περιορίζουν τους εναλλακτικούς προμηθευτές σε σχέση
με την επέκταση της δραστηριότητάς τους σε περιοχές της χώρας, όπως
είναι η Κρήτη και η Ρόδος, με σημαντική επιχειρησιακή ζωή, ενώ στερούν
από αυτές τις ανταγωνιστικές τιμές που απολαμβάνουν σήμερα οι
καταναλωτές στην ενδοχώρα.
Συνολικά,
καθίσταται προφανές ότι προκειμένου να γίνουν νέες επενδύσεις στην
ενεργειακή αγορά, πρέπει η αγορά να λειτουργεί υπό όρους βιωσιμότητας
των υφιστάμενων. Αυτό
είναι ιδιαίτερης σημασίας για τη διασφάλιση της κάλυψης ζήτησης
ενέργειας στη χώρα, τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών στην αγορά για τη
διατήρηση και την περαιτέρω ανάπτυξη του ανταγωνισμού, την προσέλκυση
περισσότερων επενδυτών καθώς και την αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα.
Από το http://energypress.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου