Παρά την αρχική θετική διάθεση, η ενεργοβόρος βιομηχανία
κάνει δεύτερες σκέψεις ως προς τη συμμετοχή της στο διαγωνισμό για τις
λιγνιτικές μονάδες, διαπιστώνοντας σειρά αβεβαιοτήτων που σχετίζονται με την
ευρωπαϊκό πολιτική κατά των εκπομπών CO2
Αναβρασμός επικρατεί στην αγορά, εν όψει της εκδήλωσης
ενδιαφέροντος για τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ σε Φλώρινα και Μεγαλόπολη.
Όλοι οι «παίκτες» βρίσκονται με τα μολύβια στο χέρι κάνοντας υπολογισμούς και καταστρώνοντας σενάρια προκειμένου να λάβουν τις αποφάσεις τους.
Το πρώτο ερώτημα στο οποίο επιχειρούν να απαντήσουν, είναι το εάν συμφέρει να «μπουν» στο διαγωνισμό και το δεύτερο, οι συμμαχίες που θα πρέπει να συνάψουν προκειμένου να αξιοποιήσουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της λιγνιτικής παραγωγής ρεύματος και να περιορίσουν τα μειονεκτήματα, με κυριότερο το κόστος των ρύπων.
Όλοι οι «παίκτες» βρίσκονται με τα μολύβια στο χέρι κάνοντας υπολογισμούς και καταστρώνοντας σενάρια προκειμένου να λάβουν τις αποφάσεις τους.
Το πρώτο ερώτημα στο οποίο επιχειρούν να απαντήσουν, είναι το εάν συμφέρει να «μπουν» στο διαγωνισμό και το δεύτερο, οι συμμαχίες που θα πρέπει να συνάψουν προκειμένου να αξιοποιήσουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της λιγνιτικής παραγωγής ρεύματος και να περιορίσουν τα μειονεκτήματα, με κυριότερο το κόστος των ρύπων.
Έντονος λοιπόν είναι ο προβληματισμός για το μεταβλητό
κόστους των υπό πώληση μονάδων, όχι μόνο σήμερα, αλλά κυρίως την περίοδο μετά
το 2020 οπότε και αναμένεται να καταστεί αυστηρότερο το ευρωπαϊκό πλαίσιο για
τους ρύπους.
Η ενεργοβόρος βιομηχανία που φαίνεται να «σέρνει το χορό» του ενδιαφέροντος για τις λιγνιτικές μονάδες επιδιώκοντας να εξασφαλίσει φθηνό ενεργειακό κόστος και εμφανίζεται σχεδόν αποφασισμένη να «μπει» στο διαγωνισμό, κάνει δεύτερες σκέψεις διαπιστώνοντας σειρά αβεβαιοτήτων που σχετίζονται με την ευρωπαϊκό πολιτική κατά των εκπομπών CO2.
Έτσι η εξέλιξη της τιμής του CO2 στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων σε συνδυασμό με το πλαίσιο για το carbon leakage και την αντιστάθμιση που λαμβάνουν οι βιομηχανίες, αναδεικνύονται σε κρίσιμους παράγοντες που βρίσκονται στο επίκεντρο του προβληματισμού και των σχετικών υπολογισμών.
Η ενεργοβόρος βιομηχανία που φαίνεται να «σέρνει το χορό» του ενδιαφέροντος για τις λιγνιτικές μονάδες επιδιώκοντας να εξασφαλίσει φθηνό ενεργειακό κόστος και εμφανίζεται σχεδόν αποφασισμένη να «μπει» στο διαγωνισμό, κάνει δεύτερες σκέψεις διαπιστώνοντας σειρά αβεβαιοτήτων που σχετίζονται με την ευρωπαϊκό πολιτική κατά των εκπομπών CO2.
Έτσι η εξέλιξη της τιμής του CO2 στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων σε συνδυασμό με το πλαίσιο για το carbon leakage και την αντιστάθμιση που λαμβάνουν οι βιομηχανίες, αναδεικνύονται σε κρίσιμους παράγοντες που βρίσκονται στο επίκεντρο του προβληματισμού και των σχετικών υπολογισμών.
Μείωση αποζημίωσης
Το 2018 η αποζημίωση (αντιστάθμιση) των επιλέξιμων
βιομηχανιών στο πλαίσιο της αποτροπής του carbon leakage, είναι το 80% της
χρέωσης των ρύπων, ενώ για το 2019 και το 2020 η αποζημίωση αυτή μειώνεται σε
75%.
Τα ποσοστά ορίζονται από τις Κατευθυντήριες Γραμμές της ΕΕ οι οποίες θα αναθεωρηθούν για την περίοδο 2021-20125 και η αβεβαιότητα που έχει να αντιμετωπίσει η βιομηχανία είναι μεγάλη, καθώς παραμένει άγνωστο εάν η αντιστάθμιση θα διατηρηθεί στο 75%, οπότε τα νούμερα φαίνεται να «βγαίνουν», ή θα μειωθεί στο 60% ή ακόμη και χαμηλότερα, οπότε τότε τα νούμερα δεν βγαίνουν και η εξαγορά τόσο της Μελίτης, όσο και κυρίως της Μεγαλόπολης καθίστανται ασύμφορες, αφού δεν θα εξασφαλίζουν φθηνό ρεύμα για τους αγοραστές τους.
Επιπρόσθετα υπάρχει ο περιορισμός της μέγιστης αποζημίωσης, όπως αυτός καθορίζεται από τις Κατευθυντήριες Γραμμές για κάθε χώρα και ο οποίος εξαρτάται από το Συντελεστή Εκπομπής της χώρας, που για την Ελλάδα μέχρι το 2020 είναι 0,82 tnCO2/Μwh. Με βάση αυτόν τον περιορισμό αν σήμερα μια βιομηχανία υπογράψει προθεσμιακό συμβόλαιο με τη Μεγαλόπολη, τότε δεν παίρνει αντιστάθμιση για τους ρύπους που είναι πάνω από τη διαφορά του 1,75 tnCO2/Μwh – 0,82 tnCO2/Μwh=0,93 tnCO2/Μwh.
Το ποσό που προκύπτει από την αφαίρεση πρέπει να πολλαπλασιαστεί επί την τιμή του CO2 για να μας δώσει το κόστος που θα επιβαρύνει τη βιομηχανία.
Εάν λοιπόν μετά το 2020 ο Συντελεστής 0,82 tnCO2/Μwh μειωθεί (προοπτική που θεωρείται βέβαιη), τότε η βιομηχανία θα καλείται να πληρώνει για παράδειγμα 1,75 tnCO2/Μwh – 0,60 tnCO2/Μwh= 1,15 tnCO2/Μwh επί την τιμή των ρύπων που προβλέπεται να αυξηθεί περεταίρω.
Πρέπει να σημειωθεί εξάλλου ότι σήμερα η ΔΕΗ μπορεί να παρέχει στη βιομηχανία τιμές ρεύματος στις οποίες χρεώνει τους ρύπους βάσει του συνολικού μίγματος της μηνιαίας παραγωγής της, στο οποίο περιλαμβάνεται ενέργεια που προέρχεται από μονάδες φυσικού αερίου και υδροηλεκτρικά, εξισορροπώντας το κόστος των ρύπων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Συντελεστής Εκπομπών της ΔΕΗ για την ενέργεια που παράγει είναι περίπου 1tnCO2/MWh, ενώ αυτός που χρεώνει στη βιομηχανία είναι μικρότερος.
Εάν όμως ο αγοραστής της Μελίτης ή της Μεγαλόπολης υπογράψει με μια βιομηχανία προθεσμιακό συμβόλαιο πώλησης του ρεύματος που παράγει, θα πρέπει να την χρεώσει με τον Συντελεστή Εκπομπής της συγκεκριμένης μονάδας ο οποίος υπολογίζεται σε 1,1-1,2 tn CO2/Μwh για τη Μελίτη και 1,75tnCO2/Mwh για τη Μεγαλόπολη.
Τόσο αυτός ο υπολογισμός όσο και ο προηγούμενος οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πιθανώς να μην συμφέρει μια βιομηχανία να διεκδικήσει την εξαγορά της Μελίτης και οπωσδήποτε δεν την συμφέρει η εξαγορά της Μεγαλόπολης.
Τα ποσοστά ορίζονται από τις Κατευθυντήριες Γραμμές της ΕΕ οι οποίες θα αναθεωρηθούν για την περίοδο 2021-20125 και η αβεβαιότητα που έχει να αντιμετωπίσει η βιομηχανία είναι μεγάλη, καθώς παραμένει άγνωστο εάν η αντιστάθμιση θα διατηρηθεί στο 75%, οπότε τα νούμερα φαίνεται να «βγαίνουν», ή θα μειωθεί στο 60% ή ακόμη και χαμηλότερα, οπότε τότε τα νούμερα δεν βγαίνουν και η εξαγορά τόσο της Μελίτης, όσο και κυρίως της Μεγαλόπολης καθίστανται ασύμφορες, αφού δεν θα εξασφαλίζουν φθηνό ρεύμα για τους αγοραστές τους.
Επιπρόσθετα υπάρχει ο περιορισμός της μέγιστης αποζημίωσης, όπως αυτός καθορίζεται από τις Κατευθυντήριες Γραμμές για κάθε χώρα και ο οποίος εξαρτάται από το Συντελεστή Εκπομπής της χώρας, που για την Ελλάδα μέχρι το 2020 είναι 0,82 tnCO2/Μwh. Με βάση αυτόν τον περιορισμό αν σήμερα μια βιομηχανία υπογράψει προθεσμιακό συμβόλαιο με τη Μεγαλόπολη, τότε δεν παίρνει αντιστάθμιση για τους ρύπους που είναι πάνω από τη διαφορά του 1,75 tnCO2/Μwh – 0,82 tnCO2/Μwh=0,93 tnCO2/Μwh.
Το ποσό που προκύπτει από την αφαίρεση πρέπει να πολλαπλασιαστεί επί την τιμή του CO2 για να μας δώσει το κόστος που θα επιβαρύνει τη βιομηχανία.
Εάν λοιπόν μετά το 2020 ο Συντελεστής 0,82 tnCO2/Μwh μειωθεί (προοπτική που θεωρείται βέβαιη), τότε η βιομηχανία θα καλείται να πληρώνει για παράδειγμα 1,75 tnCO2/Μwh – 0,60 tnCO2/Μwh= 1,15 tnCO2/Μwh επί την τιμή των ρύπων που προβλέπεται να αυξηθεί περεταίρω.
Πρέπει να σημειωθεί εξάλλου ότι σήμερα η ΔΕΗ μπορεί να παρέχει στη βιομηχανία τιμές ρεύματος στις οποίες χρεώνει τους ρύπους βάσει του συνολικού μίγματος της μηνιαίας παραγωγής της, στο οποίο περιλαμβάνεται ενέργεια που προέρχεται από μονάδες φυσικού αερίου και υδροηλεκτρικά, εξισορροπώντας το κόστος των ρύπων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Συντελεστής Εκπομπών της ΔΕΗ για την ενέργεια που παράγει είναι περίπου 1tnCO2/MWh, ενώ αυτός που χρεώνει στη βιομηχανία είναι μικρότερος.
Εάν όμως ο αγοραστής της Μελίτης ή της Μεγαλόπολης υπογράψει με μια βιομηχανία προθεσμιακό συμβόλαιο πώλησης του ρεύματος που παράγει, θα πρέπει να την χρεώσει με τον Συντελεστή Εκπομπής της συγκεκριμένης μονάδας ο οποίος υπολογίζεται σε 1,1-1,2 tn CO2/Μwh για τη Μελίτη και 1,75tnCO2/Mwh για τη Μεγαλόπολη.
Τόσο αυτός ο υπολογισμός όσο και ο προηγούμενος οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πιθανώς να μην συμφέρει μια βιομηχανία να διεκδικήσει την εξαγορά της Μελίτης και οπωσδήποτε δεν την συμφέρει η εξαγορά της Μεγαλόπολης.
Σύμπραξη βιομηχανίας με ηλεκτροπαραγωγό
Στο σημείο αυτό εισέρχεται ένας ακόμη προβληματισμός:
Μήπως η εξαγορά των υπό πώληση περιουσιακών στοιχείων της ΔΕΗ συμφέρει να γίνει
από κοινοπραξία εταιριών στην οποία θα συμμετέχει οπωσδήποτε και
ηλεκτροπαραγωγός, που θα διαθέτει παραγωγή ρεύματος και από φυσικό αέριο, ώστε
να διαμορφώνεται ένα πιο ισορροπημένο μίγμα.
Και σε αυτό το ενδεχόμενο τα ερωτήματα που δημιουργούνται είναι πολλά καθώς παραμένει άγνωστο το ύψος της αντιστάθμισης που θα εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την περίοδο 2021 – 2025, αλλά και η εξέλιξη της τιμής του φυσικού αερίου.
Και πίσω από όλα αυτά ένα ζήτημα που απασχολεί τους πάντες και βεβαίως την κυβέρνηση, η οποία γνωρίζει ότι η ανάπτυξη δεν μπορεί να έλθει χωρίς εγχώρια βιομηχανική παραγωγή: Τι θα συμβεί εάν τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ διεκδικήσουν και αγοράσουν τρίτοι παίκτες, οι οποίοι προφανώς και δεν θα έχουν ως προτεραιότητά τους τη διατήρηση σε ανταγωνιστικά επίπεδα του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία;
Και σε αυτό το ενδεχόμενο τα ερωτήματα που δημιουργούνται είναι πολλά καθώς παραμένει άγνωστο το ύψος της αντιστάθμισης που θα εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την περίοδο 2021 – 2025, αλλά και η εξέλιξη της τιμής του φυσικού αερίου.
Και πίσω από όλα αυτά ένα ζήτημα που απασχολεί τους πάντες και βεβαίως την κυβέρνηση, η οποία γνωρίζει ότι η ανάπτυξη δεν μπορεί να έλθει χωρίς εγχώρια βιομηχανική παραγωγή: Τι θα συμβεί εάν τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ διεκδικήσουν και αγοράσουν τρίτοι παίκτες, οι οποίοι προφανώς και δεν θα έχουν ως προτεραιότητά τους τη διατήρηση σε ανταγωνιστικά επίπεδα του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία;
www.worldenergynews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου