Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

Το μερίδιο του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα, καταλύτης για τη συμμετοχή της βιομηχανίας στην αποεπένδυση της ΔΕΗ



Η συμμετοχή της βιομηχανίας στην πρώτη φάση της μη δεσμευτικής εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την αποεπένδυση των λιγνιτών της ΔΕΗ θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, όπως έχει ήδη διαμηνυθεί από εκπροσώπους μεγάλων ομίλων. Το ζητούμενο ωστόσο δεν είναι απλά η συμμετοχή στην πρώτη φάση αλλά και στη δεύτερη τηςυποβολής δεσμευτικών προσφορών, το Σεπτέμβριο. Και εδώ ακόμη το τοπίο δεν έχει ξεκαθαριστεί για τον απλούστατο λόγο ότι ακόμη υπάρχουν σοβαρές και σημαντικές αιρέσεις και αβεβαιότητες.


Ακόμη και το ισχυρό όπλο της βιομηχανίας, που λέγεται αντιστάθμιση, με μια πιο προσεκτική ανάλυση των δεδομένων, φαίνεται να έχει μικρότερη επίπτωση στη μείωση του κόστους, ή στην καλύτερη περίπτωση να διακρίνεται από αβεβαιότητα καθώς υπάρχει περιορισμένη ορατότητα για το τι μέλλει γενέσθαι τα έτη μετά το 2020. 

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Καταρχάς σε ευρωπαϊκό επίπεδο το πλαίσιο για το carbon leakage είναι γνωστό μέχρι εκείνη την ημερομηνία. 

Η υπουργική απόφαση που καθορίζει την αποζημίωση των επιλέξιμων βιομηχανιών ορίζει ότι μπορούν να αποζημιωθούν για το 80% της χρέωσης ρύπων που επιβάλει ο προμηθευτής το 2018 ενώ για το 2019 και το 2020 η αποζημίωση θα πέσει στο 75%, όπως άλλωστε ορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις της ΕΕ. 

Η πλευρά της βιομηχανίας ζητεί τη διατήρηση του ποσοστού 75% τουλάχιστον μέχρι το 2025. 
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η ΔΕΗ που είναι ο προμηθευτής της βιομηχανίας, χρεώνει τους ρύπους βάσει του μείγματος έτσι ενώ ο συντελεστής ενέργειας είναι περίπου 1 τόνος CO2 ανά μεγαβατώρα, ο συντελεστής που χρεώνει είναι μικρότερος.

Ωστόσο σε περίπτωση προθεσμιακού συμβολαίου, τότε ο συντελεστής θα είναι ανάλογα με το προφίλ της κάθε μονάδας, πχ για τη μονάδα της Μελίτης υπολογίζεται σε 1,1 έως 1,2 τόνους CO2 ανά μεγαβατώρα.

Σε αυτήν την περίπτωση όμως τίθεται σε εφαρμογή μια άλλη πρόβλεψη, δηλαδή το πλαφόν που μπαίνει στη μέγιστη αποζημίωση της αντιστάθμισης, λόγω του μέσου αποτυπώματος της χώρας. 

Συγκεκριμένα ο συντελεστής εκπομπών διοξειδίου της Ελλάδα μέχρι το 2020 έχει καθοριστεί στο 0,82 τόνους CO2  ανά μεγαβατώρα, που αντιστοιχεί στο μέσο αποτύπωμα της χώρας. 

Εδώ λοιπόν μειώνεται η μέγιστη αποζημίωση που μπορεί να εξασφαλιστεί στο 0,83 έναντι πχ 1,2 τόνους CO2 ανά μεγαβατώρα που είναι το αποτύπωμα της Μελίτης. Η απόσταση των 0,37 τόνων CO2 ανά μεγαβατώρα θα πρέπει να πληρωθεί κανονικά.

Η απόσταση μεγαλώνει ακόμη περισσότερο εάν υπολογιστεί το αποτύπωμα της Μεγαλόπολης που είναι 1,75 τόνοι CO2 ανά μεγαβατώρα.

Το κόστος ανά μεγαβατώρα θα καταστεί ασύμφορο όταν οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής φτάσουν στα επίπεδα των 20 ευρώ ο τόνος.

Μια ακόμη σοβαρή παράμετρος αβεβαιότητας αφορά στο ενεργειακό μείγμα που μπορεί να μειώσει ακόμη περισσότερο το αποτύπωμα της χώρας και να περιορίσει ακόμη περισσότερο το πλαφόν της αποζημίωσης. Εάν για παράδειγμα μετά το 2021 το αποτύπωμα μειωθεί από το 0,82 σε επίπεδα 0,65 ή ακόμη και κάτω από το 0,6, αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η αντιστάθμιση θα ισούται στην καλύτερη περίπτωση με το 50% ή και ακόμη χαμηλότερα του κόστους ρύπων. 

Στο πλαίσιο αυτό είναι σαφές ότι θα πρέπει να υπάρξουν διευκρινίσεις και μεγαλύτερη ορατότητα για την επόμενη ημέρα της αγοράς ηλεκτρισμού και τη συμμετοχή το λιγνίτη, εάν πρόκειται να υπάρξει δέσμευση της βιομηχανίας στο εγχείρημα της αποεπένδυσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου