ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΡΣΕΝΟΣ*
Την περασμένη εβδομάδα διεξήχθη το 21ο
ετήσιο ενεργειακό συνέδριο του Iνστιτούτου Eνέργειας Nοτιοανατολικής
Ευρώπης (ΙΕΝΕ) «Ενέργεια και Ανάπτυξη». Εύσημα οφείλονται στους
εμπνευστές αυτού του θεσμού, που αναλύει συστηματικά τα ενεργειακά
θέματα, γιατί κατάφεραν να τον διατηρήσουν μακριά από τη στείρα
κομματική αντιπαράθεση. Ενα από τα ζητήματα που απασχόλησαν πολλές
συνεδρίες είναι το σημαντικό έλλειμμα
σε εθνική ενεργειακή στρατηγική και πολιτική. Με λίγες εξαιρέσεις, αυτό το έλλειμμα είναι υπαρκτό και σε άλλους τομείς, όχι μόνο στον ενεργειακό τομέα.
Επί σειράν ετών, η χώρα δεν διαθέτει επίσημα διατυπωμένη εθνική ενεργειακή στρατηγική και πολιτική, που να έχει συζητηθεί δημόσια και να έχει εγκριθεί από την ελληνική Βουλή συνθέτοντας με εμπεριστατωμένο και συνεκτικό τρόπο το σύνολο των επιμέρους τομέων του ενεργειακού τομέα και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους, όπως και με το μη ενεργειακό περιβάλλον. Ο χαρακτήρας της στρατηγικής είναι κατά βάση μακροπρόθεσμος, 35 ετών ή και περισσότερο, έναντι της πολιτικής, όπου εξειδικεύεται η στρατηγική σε μικρότερο χρονικό ορίζοντα, συνήθως περί τα 10 πρώτα έτη. Αντ’ αυτής της στρατηγικής και πολιτικής, η χώρα λειτουργεί επιδιώκοντας να τηρήσει μεμονωμένους και εν πολλοίς ασύνδετους μεταξύ τους ενεργειακούς στόχους, που τίθενται κατά καιρούς είτε από την Ευρωπαϊκή Ενωση είτε από αρμόδιους για επιμέρους αντικείμενα του ενεργειακού τομέα φορείς (π.χ. υπουργείο Ενέργειας, Οικονομίας, Οικονομικών, Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, κ.λπ.) ή ενεργειακές εταιρείες, δημόσιες και ιδιωτικές, και στο πλαίσιο αυτό υλοποιεί σειρά σχετικών προγραμμάτων και έργων.
Η επίσημα διατυπωμένη στρατηγική και πολιτική εκ των πραγμάτων δημιουργεί ένα διαφανές πλαίσιο δεσμεύσεων προς όλους, διαμορφωμένο δημοκρατικά. Εχει, δε, ενδιαφέρον ότι το αρμόδιο υπουργείο σε κάθε νέα κυβέρνηση εξαγγέλλει την εκπόνηση μιας τέτοιας εθνικής ενεργειακής στρατηγικής και πολιτικής (η συνήθης ονομασία είναι «μακροχρόνιος ενεργειακός προγραμματισμός»), την οποία όμως δεν ολοκληρώνει στον χρόνο ζωής της κυβέρνησης και κατά συνέπεια ουδέποτε παρουσιάζει, συζητά δημόσια, νομιμοποιεί από την ελληνική Βουλή και εφαρμόζει. Ετσι, αποφεύγει σε επίπεδο σχεδιασμού μια συνολική αντιπαράθεση με διάφορες ομάδες συμφερόντων, λειτουργεί διευθετώντας τα ζητήματα μάλλον αποσπασματικά και εκ των υστέρων, απομακρύνεται από το όραμα ενός επιτελικού υπουργείου (που και αυτό διαρκώς εξαγγέλλεται...) και έτσι αναπόφευκτα περιορίζει την επιρροή του στη συν-διαμόρφωση της ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής και πολιτικής. Δυστυχώς, δεν υφίστανται ισχυρές ενδείξεις για ανατροπή αυτής της κακής παράδοσης από την παρούσα κυβέρνηση.
Συχνά διατυπώνεται το επιχείρημα περί μη αναγκαιότητας μιας εθνικής στρατηγικής και πολιτικής με δεδομένο ότι υφίσταται το αντίστοιχο πλαίσιο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ακριβώς για τους ίδιους λόγους που κρίνεται αναγκαία η συνολική ευρωπαϊκή προσέγγιση κρίνεται απαραίτητη και η εθνική, εναρμονισμένη με την πρώτη και πάντοτε στο πλαίσιό της, και τηρώντας όλες τις νομικές συμφωνίες και δεσμεύσεις της χώρας με άλλες χώρες και διεθνείς οργανισμούς.
Για καλύτερη κατανόηση αυτής της θέσης πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η εθνική ενεργειακή στρατηγική και πολιτική διατυπώνει, αντίστοιχα, εθνικούς ενεργειακούς στρατηγικούς και επιχειρησιακούς στόχους, όπως και εναλλακτικούς τρόπους για την επίτευξή τους, με τους απαιτούμενους κάθε φορά πόρους, δομές και διεργασίες και τέλος επιλέγει, έπειτα από σύγκριση των εναλλακτικών προτάσεων, την οριστική στρατηγική και πολιτική. Είναι αυτή που όχι μόνο εξασφαλίζει διαθεσιμότητα επαρκών ποσοτήτων ενέργειας, με ορθολογικό τρόπο, σε προσιτές τιμές, για τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και τις περιοχές της χώρας, αλλά ταυτόχρονα μεγιστοποιεί μακροπρόθεσμα την κερδοφορία, δηλαδή τα καθαρά οφέλη της χώρας (οφέλη μείον κόστη). Η κοινή λογική επιτάσσει να εκτιμηθεί η κερδοφορία της χώρας συνεξετάζοντας ταυτόχρονα όλους τους επιμέρους τομείς της ενέργειας, γιατί οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους, όπως και με το μη ενεργειακό περιβάλλον, είναι συνήθως σημαντικές. Η κερδοφορία δεν έχει μόνο οικονομική αλλά και άλλες διαστάσεις, όπως ασφάλειας, περιβάλλοντος, απασχόλησης, ανάπτυξης, εθνικής παραγωγής και τεχνολογίας, κ.λπ., οι οποίες, υπό τη μορφή άμεσων, έμμεσων και παρεπόμενων επιπτώσεων, είναι καθοριστικές στη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας της χώρας.
Είναι σύνηθες οι συνθήκες που επηρεάζουν μια στρατηγική και πολιτική να μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια εφαρμογής της αλλά αυτό δεν αναιρεί την αξία της, γιατί προβλέψιμες αποκλίσεις αποτελούν συστατικό στοιχείο της και απρόβλεπτες σηματοδοτούν την αναθεώρησή της. Εν προκειμένω, ο δημοκρατικός σχεδιασμός είναι αυτός που θα εντοπίσει τους κινδύνους για το συλλογικό καλό και θα επιδιώξει να μας προετοιμάσει για την ορθή αντιμετώπισή τους. Και ως τέτοιο εργαλείο πρέπει να εκλαμβάνεται από τους υγιείς επιχειρηματίες και όχι ως περιορισμός της επιχειρηματικής τους ελευθερίας. Εν τέλει, αποτελεί ένα από τα εργαλεία με τα οποία μπορεί να ανακτηθεί μέρος της χαμένης εθνικής μας κυριαρχίας των τελευταίων χρόνων.
Λόγω σπανιότητας διαθέσιμων χρηματικών πόρων του Δημοσίου, των επιχειρήσεων και της κοινωνίας, ιδίως στην παρούσα συγκυρία της κρίσης, το ελληνικό κράτος πρέπει να μεριμνά για την άριστη κατανομή των διαθέσιμων αυτών πόρων σε επιμέρους πολιτικές /στρατηγικές προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της μεγιστοποίησης της κερδοφορίας της χώρας με τους λιγότερους δυνατούς διαθέσιμους πόρους.
Μεθοδολογικό εργαλείο για την άριστη αυτή κατανομή αποτελεί η ιεράρχηση των επιμέρους πολιτικών/στρατηγικών με βάση τον δείκτη κερδοφορίας της χώρας (δηλαδή του λόγου οφέλη προς κόστη της χώρας) από υψηλότερους προς χαμηλότερους δείκτες μέχρι την πλήρη εξάντληση των διαθέσιμων χρηματικών πόρων. Αυτό που είναι τόσο σύνηθες σε υγιείς επιχειρήσεις πρέπει κάποτε να εφαρμοσθεί από το αρμόδιο υπουργείο και στο ενεργειακό σύστημα της χώρας. Θα πρόσθετα, δε, από την ελληνική κυβέρνηση στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, στο σύνολο των δραστηριοτήτων της χώρας.
* Ο κ. Γιώργος Παπαρσένος είναι δρ ενεργειολόγος, υπήρξε δε επί σειράν ετών επικεφαλής ιδιωτικών και δημοσίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
σε εθνική ενεργειακή στρατηγική και πολιτική. Με λίγες εξαιρέσεις, αυτό το έλλειμμα είναι υπαρκτό και σε άλλους τομείς, όχι μόνο στον ενεργειακό τομέα.
Επί σειράν ετών, η χώρα δεν διαθέτει επίσημα διατυπωμένη εθνική ενεργειακή στρατηγική και πολιτική, που να έχει συζητηθεί δημόσια και να έχει εγκριθεί από την ελληνική Βουλή συνθέτοντας με εμπεριστατωμένο και συνεκτικό τρόπο το σύνολο των επιμέρους τομέων του ενεργειακού τομέα και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους, όπως και με το μη ενεργειακό περιβάλλον. Ο χαρακτήρας της στρατηγικής είναι κατά βάση μακροπρόθεσμος, 35 ετών ή και περισσότερο, έναντι της πολιτικής, όπου εξειδικεύεται η στρατηγική σε μικρότερο χρονικό ορίζοντα, συνήθως περί τα 10 πρώτα έτη. Αντ’ αυτής της στρατηγικής και πολιτικής, η χώρα λειτουργεί επιδιώκοντας να τηρήσει μεμονωμένους και εν πολλοίς ασύνδετους μεταξύ τους ενεργειακούς στόχους, που τίθενται κατά καιρούς είτε από την Ευρωπαϊκή Ενωση είτε από αρμόδιους για επιμέρους αντικείμενα του ενεργειακού τομέα φορείς (π.χ. υπουργείο Ενέργειας, Οικονομίας, Οικονομικών, Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, κ.λπ.) ή ενεργειακές εταιρείες, δημόσιες και ιδιωτικές, και στο πλαίσιο αυτό υλοποιεί σειρά σχετικών προγραμμάτων και έργων.
Η επίσημα διατυπωμένη στρατηγική και πολιτική εκ των πραγμάτων δημιουργεί ένα διαφανές πλαίσιο δεσμεύσεων προς όλους, διαμορφωμένο δημοκρατικά. Εχει, δε, ενδιαφέρον ότι το αρμόδιο υπουργείο σε κάθε νέα κυβέρνηση εξαγγέλλει την εκπόνηση μιας τέτοιας εθνικής ενεργειακής στρατηγικής και πολιτικής (η συνήθης ονομασία είναι «μακροχρόνιος ενεργειακός προγραμματισμός»), την οποία όμως δεν ολοκληρώνει στον χρόνο ζωής της κυβέρνησης και κατά συνέπεια ουδέποτε παρουσιάζει, συζητά δημόσια, νομιμοποιεί από την ελληνική Βουλή και εφαρμόζει. Ετσι, αποφεύγει σε επίπεδο σχεδιασμού μια συνολική αντιπαράθεση με διάφορες ομάδες συμφερόντων, λειτουργεί διευθετώντας τα ζητήματα μάλλον αποσπασματικά και εκ των υστέρων, απομακρύνεται από το όραμα ενός επιτελικού υπουργείου (που και αυτό διαρκώς εξαγγέλλεται...) και έτσι αναπόφευκτα περιορίζει την επιρροή του στη συν-διαμόρφωση της ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής και πολιτικής. Δυστυχώς, δεν υφίστανται ισχυρές ενδείξεις για ανατροπή αυτής της κακής παράδοσης από την παρούσα κυβέρνηση.
Συχνά διατυπώνεται το επιχείρημα περί μη αναγκαιότητας μιας εθνικής στρατηγικής και πολιτικής με δεδομένο ότι υφίσταται το αντίστοιχο πλαίσιο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ακριβώς για τους ίδιους λόγους που κρίνεται αναγκαία η συνολική ευρωπαϊκή προσέγγιση κρίνεται απαραίτητη και η εθνική, εναρμονισμένη με την πρώτη και πάντοτε στο πλαίσιό της, και τηρώντας όλες τις νομικές συμφωνίες και δεσμεύσεις της χώρας με άλλες χώρες και διεθνείς οργανισμούς.
Για καλύτερη κατανόηση αυτής της θέσης πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η εθνική ενεργειακή στρατηγική και πολιτική διατυπώνει, αντίστοιχα, εθνικούς ενεργειακούς στρατηγικούς και επιχειρησιακούς στόχους, όπως και εναλλακτικούς τρόπους για την επίτευξή τους, με τους απαιτούμενους κάθε φορά πόρους, δομές και διεργασίες και τέλος επιλέγει, έπειτα από σύγκριση των εναλλακτικών προτάσεων, την οριστική στρατηγική και πολιτική. Είναι αυτή που όχι μόνο εξασφαλίζει διαθεσιμότητα επαρκών ποσοτήτων ενέργειας, με ορθολογικό τρόπο, σε προσιτές τιμές, για τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και τις περιοχές της χώρας, αλλά ταυτόχρονα μεγιστοποιεί μακροπρόθεσμα την κερδοφορία, δηλαδή τα καθαρά οφέλη της χώρας (οφέλη μείον κόστη). Η κοινή λογική επιτάσσει να εκτιμηθεί η κερδοφορία της χώρας συνεξετάζοντας ταυτόχρονα όλους τους επιμέρους τομείς της ενέργειας, γιατί οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους, όπως και με το μη ενεργειακό περιβάλλον, είναι συνήθως σημαντικές. Η κερδοφορία δεν έχει μόνο οικονομική αλλά και άλλες διαστάσεις, όπως ασφάλειας, περιβάλλοντος, απασχόλησης, ανάπτυξης, εθνικής παραγωγής και τεχνολογίας, κ.λπ., οι οποίες, υπό τη μορφή άμεσων, έμμεσων και παρεπόμενων επιπτώσεων, είναι καθοριστικές στη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας της χώρας.
Είναι σύνηθες οι συνθήκες που επηρεάζουν μια στρατηγική και πολιτική να μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια εφαρμογής της αλλά αυτό δεν αναιρεί την αξία της, γιατί προβλέψιμες αποκλίσεις αποτελούν συστατικό στοιχείο της και απρόβλεπτες σηματοδοτούν την αναθεώρησή της. Εν προκειμένω, ο δημοκρατικός σχεδιασμός είναι αυτός που θα εντοπίσει τους κινδύνους για το συλλογικό καλό και θα επιδιώξει να μας προετοιμάσει για την ορθή αντιμετώπισή τους. Και ως τέτοιο εργαλείο πρέπει να εκλαμβάνεται από τους υγιείς επιχειρηματίες και όχι ως περιορισμός της επιχειρηματικής τους ελευθερίας. Εν τέλει, αποτελεί ένα από τα εργαλεία με τα οποία μπορεί να ανακτηθεί μέρος της χαμένης εθνικής μας κυριαρχίας των τελευταίων χρόνων.
Λόγω σπανιότητας διαθέσιμων χρηματικών πόρων του Δημοσίου, των επιχειρήσεων και της κοινωνίας, ιδίως στην παρούσα συγκυρία της κρίσης, το ελληνικό κράτος πρέπει να μεριμνά για την άριστη κατανομή των διαθέσιμων αυτών πόρων σε επιμέρους πολιτικές /στρατηγικές προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της μεγιστοποίησης της κερδοφορίας της χώρας με τους λιγότερους δυνατούς διαθέσιμους πόρους.
Μεθοδολογικό εργαλείο για την άριστη αυτή κατανομή αποτελεί η ιεράρχηση των επιμέρους πολιτικών/στρατηγικών με βάση τον δείκτη κερδοφορίας της χώρας (δηλαδή του λόγου οφέλη προς κόστη της χώρας) από υψηλότερους προς χαμηλότερους δείκτες μέχρι την πλήρη εξάντληση των διαθέσιμων χρηματικών πόρων. Αυτό που είναι τόσο σύνηθες σε υγιείς επιχειρήσεις πρέπει κάποτε να εφαρμοσθεί από το αρμόδιο υπουργείο και στο ενεργειακό σύστημα της χώρας. Θα πρόσθετα, δε, από την ελληνική κυβέρνηση στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, στο σύνολο των δραστηριοτήτων της χώρας.
* Ο κ. Γιώργος Παπαρσένος είναι δρ ενεργειολόγος, υπήρξε δε επί σειράν ετών επικεφαλής ιδιωτικών και δημοσίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου