Άκουγα προ ολίγου (21-12-2019, 2.00μ.μ.) την ευρωβουλευτή της Ν.Δ. , δημοσιογράφο κ. Σπυράκη να υπερθεματίζει όλο χαρά για την «πράσινη συμφωνία» της ΕΕ που υπεγράφη ομοφώνως (πλην των επιφυλάξεων της Πολωνίας, που έλαβε περίοδο χάριτος), ώστε η περιοχή που ελέγχει το Διευθυντήριο των Βρυξελλών να παράγει
μηδενικούς ρύπους άνθρακα έως το 2050. Εννοείται ότι καμία μνεία δεν υπάρχει για τα πυρηνικά εργοστάσια που παράγουν την απαραίτητη ενέργεια για τις μεγάλες οικονομίες. Η νεοδημοκράτισσα ευρωβουλευτής ζήτησε από τις περιφέρειες όπου ανήκουν οι υπό οικονομική καταστροφή περιοχές (Πτολεμαϊδα, Μεγαλόπολη) να εκπονήσουν προγράμματα μετάβασης στη νέα μεταλιγνιτική οικονομία. Με δυό λόγια, η κυβέρνηση θέτοντας ως στόχο απολιγνιτοποίησης το 2028 δεν φαίνεται να έχει κανένα σχέδιο για τις θιγόμενες περιοχές, και πετά απλώς το μπαλάκι της κρίσης και της ερημοποίησης που θα ακολουθήσει, στις Περιφέρειες (O tempora, o mores!!!)
Να σημειώσουμε ότι η περιοχή της Ε.Ε. όπου μετατρέπεται σε πειραματόζωο με την «πράσινη συμφωνία», σήμερα παράγει μόνο το 10% του συνολικού εκπεμπόμενου ρυπογόνου φορτίου και την Ελλάδα να συμμετέχει σ’ αυτό το 10% μ’ ένα πολλοστημόριο ποσοστό. Επίσης, οι κύριοι παραγωγοί «μόλυνσης» είναι οι μεγάλες χώρες: ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, οι οποίες ΔΕΝ συμμετέχουν στον προγραμματισμό αυτό…. Κατά συνέπεια, η «πράσινη συμφωνία» θα συμβάλλει ελάχιστα στο συνολικό πρόβλημα, ενώ η ελλαδική συμμετοχή το μόνο που θα καταφέρει είναι να εξαρτήσει την εθνική οικονομία από εισαγόμενη πρώτη ύλη (φυσικό αέριο+ ενέργεια παραγόμενη σε πυρηνικούς αντιδραστήρες) και να καταστρέψει τις ελληνικές περιφέρειες που επιβιώνουν χάρις στην λιγνιτική εκμετάλλευση (Πτολεμαϊδα -Δυτική Μακεδονία, Μεγαλόπολη-Αρκαδία).
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί η στάση της Πολωνίας που βρίσκεται ακριβώς στην ίδια θέση με την Ελλάδα σε επίπεδο παραγωγής ενέργειας. Την εποχή που γίνονταν οι μεγάλες συζητήσεις (επί κυβερνήσεως Γιωργάκη Παπανδρέου) οι Πολωνοί υπεράσπισαν τον δικό τους ενεργειακό πόρο και γι αυτό κατάφεραν να αποσπάσουν περίοδο χάριτος, ώστε η προσαρμογή να μην γίνει τραυματική για την οικονομία τους και την κοινωνία. Αντιθέτως «εμείς» ολιγωρήσαμε απαραδέκτως και δεν εξασφαλίσαμε για την ελληνική οικονομία και για την κοινωνία αυτά που ήταν τότε απολύτως εφικτά. Η αιτία της ολιγωρίας ίσως να ήταν οι ιδεοληψίες που χαρακτήριζαν όλη την περίοδο του Παπανδρέου. Ίσως πάλι να ήταν η σύνδεση με συγκεκριμένα μεγάλα ενεργειακά συμφέροντα που επένδυαν στην πολιτική της εξάρτησης. Πολύ φοβάμαι ότι το όλο ζήτημα έχει κατασκευαστεί για την εξυπηρέτηση επιχειρηματικών σχεδίων και γι αυτό δεν επελέγη η διεκδίκηση της ομαλής μετάβασης η οποία θα δημιουργούσε νέες ισορροπίες και συνθήκες με ομαλότερο τρόπο και δεν θα παραγνώριζε τα συμφέροντα του ελληνικού λαού.
Τη σκυτάλη της πολιτικής Παπανδρέου υιοθέτησε και εξέφρασε στις μέρες μας ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος περήφανα δήλωνε προεκλογικώς ότι έως το 2028 θα έχουν κλείσει όλες οι πραγματικά δικές μας, εθνικές ενεργειακές μονάδες στην Πτολεμαϊδα και τη Μεγαλόπολη. Και εφεξής η ενεργειακές ανάγκες της Ελλάδας θα καλύπτονται από τις εναλλακτικές μορφές (αιολική, υδροηλεκρική, ηλιακή), και κυρίως τις νέες ιδιωτικές μονάδες που χρησιμοποιούν εισαγόμενο φυσικό αέριο (που επίσης είναι ελαφρύτερος υδρογονάθρακας, ως μίγμα υδρογονανθράκων σε αέρια κατάσταση, αποτελούμενο σε ποσοστό άνω του 85% κυρίως από μεθάνιο)…
Βεβαίως όλα αυτά συνδέονται και με το ερώτημα εάν μπορούν οι λεγόμενες εναλλακτικές μορφές ενέργειας να υποκαταστήσουν τις μονάδες της Πτολεμαϊδας έως το 2018. Διαβάστε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση ΕΔΩ.. Εννοείται ότι τα μεγαλεπήβολα σχέδια περί της 100% αντικατάστασης με ΑΠΕ είναι για τους αφελείς. Δεδομένου ότι σήμερα μόνο το 6% παράγεται από τις ΑΠΕ με ακριβότερη τιμή κόστους.
Είναι δυνατόν σε 10 χρόνια από το 6% να φτάσουμε στο 100%;;;
Όπως γράφουν για τις εξαγγελίες Μητσοτάκη αυτοί που ξέρουν: «Σε «αχίλλειο πτέρνα» του κυβερνητικού σχεδίου για πλήρη απολιγνιτοποίηση της ενέργειας έως το 2028 αναδεικνύεται η νέα υπό κατασκευή μονάδα της ΔΕΗ «Πτολεμάΐδα 5», προϋπολογισμού 1,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων έχουν ήδη εκταμιευτεί προς την ανάδοχο εταιρεία 1,071 δισ. ευρώ, ενώ οι εργασίες ολοκλήρωσης της βρίσκονται σε εξέλιξ稻.
Μια πολύ σημαντική ανάλυση του προβλήματος και των καταστροφικών πολιτικών που υιοθέτησαν οι ελλαδικές κυβερνήσεις έκανε ο Γιώργος Αδαμίδης, πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ–ΚΗΕ και του γ.γ. Αντώνη Καρρά σε επιστολή του προς τον πρωθυπουργό υπό τον τίτλο «Παρέμβαση στη Δημόσια Διαβούλευση για το νέο ΕΣΕΚ«
«Η πρωθυπουργική δέσμευση για το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων ξάφνιασε πολλούς αλλά ανησύχησε πολύ περισσότερους. Σίγουρα, η εξαγγελία του πρωθυπουργού προβληματίζει σοβαρά δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στη Δυτική Μακεδονία και την Αρκαδία και ο λόγος είναι απλός: Οι οικονομίες των περιοχών, όπου η ΔΕΗ αναπτύσσει λιγνιτική δραστηριότητα εδώ και έξι δεκαετίες, είναι άμεσα εξαρτημένες από αυτή και το σβήσιμο των μονάδων θα έχει σοβαρότατες επιπτώσεις και όχι μόνον οικονομικές.
Όμως οι αρνητικές επιπτώσεις δεν περιορίζονται σε τοπικό επίπεδο. Αντίθετα, η απόφαση έχει σαφείς επιπτώσεις σε εθνικό επίπεδο και μάλιστα σοβαρές επιπτώσεις.
Με δεδομένο ότι θα χρειαστούν αρκετά ακόμη χρόνια για την πλήρη ικανοποίηση των αναγκών ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, είναι επόμενο ότι η χώρα μας θα χρειαστεί μονάδες παραγωγής που θα μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες ηλεκτροδότησης σε συνθήκες πυκνής νέφωσης και άπνοιας.
Είναι εύκολα αντιληπτό ότι τη θέση των λιγνιτικών μονάδων που θα κλείσουν θα πάρουν οι μονάδες φυσικού αερίου με ότι αυτό συνεπάγεται για την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας από ένα εισαγόμενο καύσιμο που, σε αντίθεση με τον εγχώριο λιγνίτη, είναι εκτεθειμένο όχι μόνον σε οικονομικούς (διακυμάνσεις τιμών) αλλά και σε γεωπολιτικούς κινδύνους.
Κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι μόλις το 2016, η χώρα μας αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα εξαιτίας της έλλειψης φυσικού αερίου. Το black out αποφεύχθηκε χάρη στις λιγνιτικές μονάδες της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας.
Είναι ακριβώς αυτοί οι λόγοι που προκαλούν ανησυχία και προβληματισμό για τη σκοπιμότητα της κυβερνητικής επιλογής την ίδια στιγμή που άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία χρησιμοποιούν άνθρακα, δεν βιάζονται καθόλου και θα συνεχίσουν να παράγουν ενέργεια πολύ πέρα από το 2028.
Η Γερμανία θα παράγει ενέργεια από ανθρακικούς σταθμούς μέχρι το 2038 ενώ η Πολωνία και η Τσεχία για πολύ περισσότερο.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει αυτή την επιλογή και βέβαια θα κριθεί για αυτή. Είναι όμως σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι το οικονομικό κόστος αυτής της επιλογής δεν έχει αποτιμηθεί και βέβαια ούτε είναι γνωστά, ούτε πολύ περισσότερο η κυβέρνηση έχει προσδιορίσει τα οικονομικά οφέλη αυτής της επιλογής. Αντί αυτών το μόνο που προβάλλεται είναι το μήνυμα της πράσινης οικονομίας και η ελπίδα για βιώσιμη ανάπτυξη!
Χωρίς συγκεκριμένους στόχους, ούτε καν υποθέσεις, η χώρα εγκαταλείπει το λιγνίτη, ένα εγχώριο καύσιμο, που συνέβαλε αποφασιστικά στην οικονομική πρόοδο της Ελλάδας και θα μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην ανάκαμψή της μετά από την επώδυνη οικονομική κρίση που κράτησε μια δεκαετία.
Αναφορικά με τις αιτιάσεις του υπουργείου για το υπέρογκο κόστος των λιγνιτικών μονάδων που επιβαρύνουν τη ΔΕΗ με 300 εκατ. ευρώ το χρόνο και πως θα άξιζε «να πληρώνονται οι εργαζόμενοι χωρίς να δουλεύουν», η απάντηση είναι απλή. Μπορεί να κλείσουν οι μονάδες (για να μην υπάρχει και το νομικό βάρος στις πλάτες του υπουργείου) αλλά με κάποιο τρόπο η κυβέρνηση θα πρέπει να μεριμνήσει για την επάρκεια και την ασφάλεια του συστήματος. Επειδή πιστεύουμε πως είναι απαραίτητες οι λιγνιτικές μονάδες για αυτούς τους λόγους πρέπει να αποζημιώνονται.
Στη δεδομένη οικονομική συγκυρία όπου η χώρα πρέπει να στηριχτεί σε επιχειρήσεις στρατηγικού χαρακτήρα όπως η ΔΕΗ και σε δικούς της πόρους όπως το εθνικό καύσιμο, για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, η κυβέρνηση επιλέγει το φυσικό αέριο, το οποίο εκτός από κοστοβόρο δεν είναι και «αθώο»: κατά την καύση του παράγεται –αν και σε μικρότερες ποσότητες- διοξείδιο του άνθρακα (CO2). Σε περίπτωση μάλιστα που έχουμε και διαρροή πριν την καύση του, τότε οι επιπτώσεις για το περιβάλλον, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι πολύ χειρότερες.
Είναι γνωστό, σε όσους παροικούν στην «ενεργειακή Ιερουσαλήμ» ότι το δυσβάστακτο κόστος της εκπομπής ρύπων που «φορτώθηκε» η ΔΕΗ, θα μπορούσε να αποφευχθεί. Δυστυχώς, την ώρα που άλλες χώρες της Ε.Ε. (Πολωνία, Τσεχία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία, Κροατία, Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία & Σλοβακία) με παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη έπαιρναν δωρεάν δικαιώματα εκπομπής ρύπων CO2, οι κυβερνήσει στη χώρα μας απεμπόλησαν αυτό το δικαίωμα.
Οι προκλήσεις της προστασίας του περιβάλλοντος είναι παρούσες και κανείς δεν της αγνοεί. Ωστόσο, είναι βασικό να εξετάζουμε κάθε φορά τις επιπτώσεις των επιλογών μας. Η χώρα μας δεσμεύεται από τις αποφάσεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι μέρος πολυμερών συνθηκών για το κλίμα όπως αυτή του Παρισιού. Τις ίδιες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις έχουν και άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ όπως η Γερμανία, η Πολωνία και η Τσεχία τα οποία όμως, διατηρούν τον άνθρακα στο ενεργειακό τους μίγμα.
Είναι συνετό λοιπόν στους σχεδιασμούς να προχωράμε με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες και ανάγκες και να προσεγγίζουμε τους στόχους με τη μέγιστη δυνατή ευελιξία. Το κόστος της μιας ή της άλλης λύσης έχει σημασία. Γιατί θα πρέπει να απαξιωθούν λιγνιτικοί σταθμοί σύγχρονης τεχνολογίας όπως αυτοί της Μελίτης και της Μεγαλόπολης αλλά και ο πλέον σύγχρονος της Ευρώπης, η Πτολεμαίδα V; Και αυτό δεν αφορά μόνον στο εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα της απόσβεσης.
Στη Δυτική Μακεδονία, οι σύγχρονες μονάδες μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους και στη δεκαετία του 2030 όπως ο ΑΗΣ Μελίτης, η 5η μονάδα του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου και βέβαια η νέα μονάδα «Πτολεμαΐδα 5».
Αντίστοιχα, στη Μεγαλόπολη μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν η Μονάδα 3 μέχρι το 2025 και η Μονάδα 4 έως το 2032, γεγονός που θα επιτρέψει την πλήρη αξιοποίηση των απολήψιμων κοιτασμάτων.
Η βεβιασμένη κίνηση της κυβέρνησης για το κλείσιμο των λιγνιτικών σταθμών δίνει μάλλον λάθος εντυπώσεις για το δρόμο που έχει διανύσει η χώρα μας σχετικά με τους στόχους (20-20-20) που έχουν τεθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα βρίσκεται πολύ πιο μπροστά από άλλες όπως η Ολλανδία.
Είναι εντυπωσιακό ότι η λιγνιτική παραγωγή στη χώρα μας έχει μειωθεί δραματικά στη διάρκεια της τελευταίας 15ετίας. Μεταξύ του 2004 και του 2019 η παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη υποτετραπλασιάστηκε! Από 63% έπεσε στο 18% ως ποσοστό συμμετοχής στη συνολική ηλεκτροπαραγωγή. Οι απώλειες για το λιγνίτη ήταν «κέρδη» για το φυσικό αέριο: Από 15,5% που είχε το 2004 έφθασε να είναι πλέον το βασικό καύσιμο ηλεκτροπαραγωγής με 49% (με στοιχεία Σεπτεμβρίου). Την ίδια περίοδο η συμμετοχή των Ανανεώσιμων Πηγών από το 1,5% έφθασε στο 27% σήμερα. Αυξήθηκε ,σχεδόν κατά 14 φορές! Η αλματώδης αύξηση των ΑΠΕ πληρώθηκε «ακριβά» από τους καταναλωτές μέσω του ΕΤΜΕΑΡ, το οποίο αυξήθηκε κατά 11.000% καθώς από 0,30ευρω ανά MWh έφθασε στα 27 ευρώ η MWh.
Παράλληλα, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αυτή η δραματική μείωση της λιγνιτοπαραγωγής σήμανε και τη μείωση, κατά ανάλογο τρόπο, των εκπομπών ρύπων εξαιτίας της καύσης λιγνίτη.
Συμπερασματικά, η χώρα μας δεν υστερεί σε επιδόσεις έναντι των άλλων χωρών. Αντίθετα, βρίσκεται μεταξύ των χωρών που έχουν προχωρήσει.
Η θέση μας λοιπόν είναι σαφής: Μπορούμε να προχωρήσουμε με ένα συγκροτημένο σχέδιο που θα προβλέπει τη σταδιακή απόσυρση των παλαιών λιγνιτικών μονάδων και συνέχιση της λειτουργίας τους μέχρι την ολοκλήρωση του χρόνου ζωής των νεότερων μονάδων.
Αυτό θα επιτρέψει την οικονομική εκμετάλλευση των μονάδων, έστω και με τις απαιτούμενες μικρής έκτασης επενδύσεις, μέχρι την εξάντληση των κοιτασμάτων και παράλληλα η ύπαρξη αυτών των λίγων μεγάλων μονάδων παραγωγής θα θωρακίσει ενεργειακά τη χώρα μας.
Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να συνεχιστεί η λειτουργία των Μονάδων 3 και 4 του ΑΗΣ Καρδιάς μέχρι την ένταξη στο σύστημα της νέας Μονάδας Πτολεμαΐδα 5.
Συνέχιση της λειτουργίας των Μονάδων 1 και 2 του ΑΗΣ Αμυνταίου και ταυτόχρονα εξεύρεση λύσης για την περιβαλλοντική τους αναβάθμιση προκειμένου να λειτουργήσουν μέχρι την εξάντληση των κοιτασμάτων της περιοχής Αμυνταίου.
Αντίστοιχες περιβαλλοντικές επενδύσεις και στις Μονάδες 3 και 4 του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου προκειμένου να λειτουργήσουν τουλάχιστον μέχρι το 2030.
Μετά την περιβαλλοντική αναβάθμιση της Μονάδας 5 του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου επιβάλλεται αυτή να διατηρηθεί στο σύστημα τουλάχιστον μέχρι το 2035.
Επίσης, διατήρηση των Μονάδων 1 και 2 του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου εντός του συστήματος με βάση και την Μελέτη Επάρκειας Ισχύος του ΑΔΜΗΕ.
Ολοκλήρωση της κατασκευής της νέας Μονάδας Πτολεμαΐδα 5 και διατήρηση της στο σύστημα τουλάχιστον μέχρι το 2050.
Επίσης, η διαδικασία αυτή θα ελαχιστοποιήσει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της απολιγνιτοποίησης που ελάχιστα έχουν υπογραμμιστεί. Το βίαιο κλείσιμο των λιγνιτωρυχείων εγείρει το ζήτημα της αποκατάστασης των εδαφών που εκτείνονται σε χιλιάδες στρέμματα, ζήτημα που απασχολούσε έως τώρα αποκλειστικά τη ΔΕΗ. Ομοίως εξαιρετικά σοβαρό είναι το ζήτημα της αυτανάφλεξης του λιγνίτη με όλες τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που θα έχει για τις γειτνιάζουσες περιοχές.
Η ευθύνη της κυβέρνησης αλλά και όλων όσοι συμμετέχουν στο δημόσιο διάλογο για την απολιγνιτοποίηση και τη δίκαιη μετάβαση των περιοχών σε ένα νέο οικονομικό μοντέλο, είναι μεγάλη.
Ελπίζουμε ότι έχουν ήδη εκτιμηθεί οι επιπτώσεις από το πρόωρο σβήσιμο των λιγνιτικών μονάδων. Τα μεγέθη, οικονομικά και στατιστικά, είναι μεγάλα και από μόνα τους δείχνουν τις διαστάσεις του προβλήματος που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε.
Η απόφαση του πρωθυπουργού αφορά αποκλειστικά περιοχές όπου αφενός υπάρχει υψηλός βαθμός εξάρτησης της συνολικής δραστηριότητας από τη λειτουργία της ΔΕΗ και αφετέρου καταγράφονται υψηλά ποσοστά ανεργίας.
Ένα βασικό πρόβλημα συνεπώς, είναι ο αντίκτυπος στη συνολική απασχόληση και στο συνολικό εισόδημα των νοικοκυριών που εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από τη δραστηριότητα της ΔΕΗ.
Η μετάβαση απαιτεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που θα διαμορφώνει έναν «οδικό χάρτη» για το πώς θα προχωρήσουμε και βεβαίως χρειάζεται πόρους και μάλιστα σημαντικούς πόρους.
Χρειάζεται ακόμη λεπτομερή σχεδιασμό δράσεων και μέτρων, από τα μικρά έως τα μεγαλύτερα. Και βεβαίως το ζήτημα της τηλεθέρμανσης των πέντε πόλεων είναι ένα από αυτά. Μάλιστα είναι από τα πλέον εμβληματικά μέτρα καθώς η αξιοποίηση της θερμικής ενέργειας των λιγνιτικών σταθμών επέδρασε θετικά – καταλυτικά στο περιβάλλον, αφαιρώντας τους ρύπους των κεντρικών θερμάνσεων που δημιουργούσε η καύση πετρελαίου από δεκάδες χιλιάδες νοικοκυριά.
Οι περιοχές σε μετάβαση χρειάζονται ένα νέο αναπτυξιακό – οικονομικό μοντέλο και ένα νέο μακρόπνοο σχέδιο το οποίο θα μπορεί να εκτιμήσει τις ανάγκες και να προτείνει τα κατάλληλα μέτρα. Ο νέος παραγωγικός προσανατολισμός της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας χρειάζεται γενναίες αποφάσεις και γενναίες επενδύσεις. Διαφορετικά θα γίνουμε μάρτυρες μιας νέας εσωτερικής μετανάστευσης που θα πλήξει άμεσα τις δύο περιοχές.
Με στατιστικούς όρους, για κάθε μια θέση εργασίας στη ΔΕΗ που θα καταργηθεί κινδυνεύουν άμεσα άλλες τρεις στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης, για κάθε 10.000 τόνους παραγόμενου λιγνίτη συντηρούνται άλλες 3,5 θέσεις εργασίας. Είναι αντιληπτό πόσο άμεσες θα είναι οι επιπτώσεις και αυτές πρέπει να προλάβουμε.
Στα ορυχεία και τους σταθμούς της Δυτικής Μακεδονίας έχουμε 5.508 άμεσες θέσεις εργασίας (ΔΕΗ) και με στατιστικούς όρους 15.000 θέσεις συνολικά, άμεσα και έμμεσα. Αυτό είναι ένα σημαντικό μέγεθος γιατί αφορά 15.000 νοικοκυριά και κατά συνέπεια οι μεταβολές που συζητάμε θα αφορούν περισσότερους από 45.000 ανθρώπους (εργαζόμενοι και μέλη των οικογενειών τους). Παρ΄ όλα αυτά οι εργαζόμενοι που θα επηρεαστούν στην πατρίδα μας είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό των ανθρώπων που θα πλήξει συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση η ανθρακοποίηση και ανέρχεται στις 277.000.
Στην αντίθετη περίπτωση οι εξελίξεις θα έχουν αρνητικό πρόσημο και οι κοινωνικές επιπτώσεις θα είναι ραγδαίες, δίκην χιονοστιβάδας.
Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι ακόμα και τώρα, τη στιγμή της δημόσιας διαβούλευσης για το νέο Εθνικό Σχέδιο, το τόσο κρίσιμο και ζωτικό -για τις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας- ζήτημα της μετάβασης είναι άγνωστη, σχεδόν μυστική περιοχή: Κανείς δεν ξέρει τίποτα!
Με ποιες προϋποθέσεις, λοιπόν, θα πραγματοποιηθεί η «δίκαιη μετάβαση» όταν δεν υπάρχει χρονοδιάγραμμα αλλά ούτε καν στόχοι για το νέο παραγωγικό μοντέλο των λιγνιτικών περιοχών; Με δεδομένο ότι από τον σχεδιασμό έως την κατασκευή και τη θέση σε λειτουργία μιας λιγνιτικής μονάδας απαιτούνται τουλάχιστον δέκα χρόνια, πόσος χρόνος θα απαιτηθεί άραγε για την κατάρτιση και υλοποίηση του «Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης»;
Εξίσου προβληματικό είναι το γεγονός ότι ενώ ο προγραμματισμός που γίνεται σε ενωσιακό (ΕΕ) επίπεδο έχει ορίζοντα το 2050, το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα σταματά στο 2030. Σε σχέση με τους αντίστοιχους σχεδιασμούς των άλλων κρατών-μελών υπάρχει ένα κενό προγραμματισμού-σχεδιασμού τουλάχιστον 20 χρόνων. Και αυτό από μόνο του είναι μια επιπλέον πηγή ανησυχίας για τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς την οποία δεν αναιρεί η θέση σε διαβούλευση του νέου κειμένου για τη «Μακροχρόνια Στρατηγική για το έτος 2050».
Για να έχουμε πλήρη εικόνα παραθέτω και την παρέμβαση του Νικόλαου Καϊμάκη:
» Όλα όσα επισημαίνουν στο άρθρο τους οι δύο συνδικαλιστές δεν απέχουν πολύ από την αλήθεια. ¨Όμως υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις με τη διαμορφωμένη πραγματικότητα που ψηφίστηκε ομόφωνα, με την επιφύλαξη μόνο της Πολωνίας για τον ακριβή χρόνο μηδενισμού του άνθρακα λόγω μεγάλου κόστους της Πολωνίας για την απανθρακοποίηση (700 δις ευρώ).
Πρώτη παρατήρηση: Την προηγούμενη Πέμπτη το Συμβούλιο Κορυφής της Ε.Ε αποφάσισε το νέο στόχο της μείωσης των εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου (ΑτΘ), μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα στην Ευρώπη. Στους βασικούς άξονες της απόφασης είναι η δημιουργία του Ταμείου για μια Δίκαιη Μετάβαση, με στόχο να βοηθηθούν οι χώρες που έχουν τη μεγαλύτερη εξάρτηση από τον Άνθρακα, όπου εκεί αναφέρονται η Δ. Μακεδονία και η Αρκαδία. Η απόφαση αυτή προφανώς περικλείει μια σειρά προβλήματα (επιμερισμός χρηματοδοτήσεων, αναγνώριση της πυρηνικής ενέργειας ως αποδεκτού καυσίμου, εκκρεμότητες στο ζήτημα των χρηματοδοτικών μέτρων στήριξης των ΑΠΕ από τις Τράπεζες της Ε.Ε.) που προφανώς αποτελούν επί μέρους προβλήματα.
Δεύτερη Παρατήρηση Η Ελλάδα έχει προικιστεί από τη φύση απλόχερα με ενεργειακές πηγές, λιγνίτη τα κοιτάσματα του οποίου βρίσκονται στο τέλος τους μαζί με το διοξείδιο του άνθρακα που απειλεί να καταστρέψει επιστημονικά αποδεδειγμένα πλέον τον πλανήτη Γη.Διαθέτει όμως και πολύ πλούσιες εναλλακτικές πηγές που ταιριάζουν και ευνοούν απόλυτα τη χώρα, σύμφωνα με το σχέδιο ενεργειακού μετασχηματισμού της Ευρώπης.
Καμία άλλη χώρα πλην της Γαλλίας, με βαρύ όμως κόστος τα πυρηνικά, δεν βρίσκεται σε προνομιακή θέση σχετικά με το ενεργειακό ισοζύγιό της από την Ελλάδα. Θεωρητικά επομένως υπάρχει διέξοδος και μάλιστα ευνοϊκή για την Ελλάδα. Το κόστος μετάβασης προφανώς είναι μεγάλο,αλλά λογιστικά αν μελλοντικά μετά το 2050 αφαιρεθούν τα μεγάλα κόστη της ενεργειακής εξάρτησης από τους υδρογονάνθρακες που ροκανίζουν τα δημόσια και ιδιωτικά οικονομικά στην Ελλάδα το βαρύ κόστος της μετάβασης μακροπρόθεσμα όχι μόνο εξαλείφεται αλλά και βελτιώνει εντυπωσιακά εφόσον η μετάβαση υλοποιηθεί το κόστος της βασικής ενεργειακής υποδομής που είναι η απαραίτητη υποδομή για την βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας εντός ενός ευνοϊκού ενεργειακού, ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Θα αποτελέσει επομένως πολύ εντυπωσιακή τομή για το ενεργειακό μέλλον της χώρας μακροπρόθεσμα.
Παρατήρηση τρίτη. Όσα αναφέρουν οι συνδικαλιστές δια την αδιαφορία, την ανικανότητα και την ανεπάρκεια των Κυβερνήσεων του παρελθόντος ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στον ενεργειακό τομέα και ιδιαιτέρως στις δύο υπό καταστροφή περιοχές, προφανώς δεν διασφαλίζεται ότι μπορούν να καλυφθούν με επάρκεια και ολοκληρωμένη προοπτική Οι εγκληματικές δράσεις που προκάλεσαν, τοπία σεληνιακού τύπου, απο-ανάπτυξης και μεγάλης ανισορροπίας μεταξύ συγκεντρωμένης παραγωγής και απόμακρων ηλεκτρικών φορτίων, εκτός της ενεργειακής παραγωγής στις δύο περιοχές της Δ Μακεδονίας και Αρκαδίας, θα προκαλέσουν βαριές κοινωνικές επιπτώσεις που όμως δεν συνδέονται άμεσα με το ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, αλλά με το αναπτυξιακό τοπικών περιοχών που δεν συνδυάζονται απαραιτήτως με το μελλοντικό ενεργειακό μετασχηματισμό και την ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας σύμφωνα με το ολοκληρωμένο και πρωτοποριακό σχέδιο της Ενεργειακής Ένωσης της Ευρώπης.
Παρατήρηση τέταρτη Είναι φανερό ότι η σημαντική ιστορικότητα της απόφασης της Ε.Ε δεν είναι πολιτικά ουδέτερη και θα αποτελέσει πεδίο τριβών και αντιπαραθέσεων μεταξύ των κρατών μελών προκειμένου να αντιμετωπιστεί το μείζον που είναι η απανθρακοποίηση της Ευρώπης το 2050 και η συνεισφορά της μεγαλύτερης αγοράς του κόσμου στην αντιμετώπιση της καταστροφικής για τον πλανήτη και το άνθρωπο κλιματικής κρίσης.
https://kars1918.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου