του Δημήτρη Παπαδόπουλου
Το χρηματιστήριο ενέργειας του οποίου η ίδρυση έχει ήδη δρομολογηθεί, με το σχετικό νομοσχέδιο να κατατίθεται πρόσφατα στην ελληνική Βουλή, είναι μια σημαντική και δομική αλλαγή για την εγχώρια αγορά ενέργειας. Μεταξύ των πολλών αλλαγών που θα επιφέρει, σχετίζεται έμμεσα άλλα ουσιαστικά και με τον στόχο της μείωσης του μεριδίου της ΔΕΗ στη λιανική καθώς, σύμφωνα με παραδείγματα από αγορές του εξωτερικού, μπορεί να αποτελέσει βασική προϋπόθεση ανταγωνισμού στην εμπορία και προμήθεια ενέργειας.
Πώς ακριβώς όμως είναι δυνατόν να συμβεί αυτό και πώς μπορούν οι συμμετέχοντες στην αγορά να αξιοποιήσουν τις
νέες δυνατότητες προς όφελος του ανταγωνισμού;
Στην παρούσα μορφή της η ελληνική αγορά βασίζεται στην υποχρεωτική χονδρεμπορική αγορά (Mandatory pool) από την οποία οι προμηθευτές ρεύματος προμηθεύονται ενέργεια για τις ανάγκες του όγκου των καταναλωτών τους μέσω του προ-ημερήσια προγραμματισμού (ΗΕΠ). Μέσω αυτού του μηχανισμού τα περιθώρια ουσιαστικής διαφοροποίησης του ενεργειακού κόστους για τους παίκτες της αγοράς είναι ελάχιστα αφού όλοι λαμβάνουν την ίδια τιμή, γνωστή και ως οριακή τιμή συστήματος (ΟΤΣ). Τα προϊόντα τύπου ΝOME είναι μια προσπάθεια σε αυτή την κατεύθυνση, προσφέρουν όμως περιορισμένη και ενδεχομένως μη βιώσιμη ελάφρυνση του κόστους για τους ανεξάρτητους προμηθευτές.
Ακολούθως ελάχιστα είναι και τα περιθώρια της ουσιαστικής διαφοροποίησης των προσφερόμενων τιμών στους καταναλωτές, με αποτέλεσμα τον σχετικά αναιμικό ανταγωνισμό. Ειδικά οι μη καθετοποιημένοι προμηθευτές, των οποίων το χαρτοφυλάκιο επικεντρώνεται στην εμπορία και προμήθεια και δεν αντισταθμίζεται από μερίδιο και στην παραγωγή ενέργειας, έχουν περιορισμένες δυνατότητες ελιγμών ώστε να υποστηρίξουν ανταγωνιστικά τιμολόγια.
Ενδεικτικά και με βάση τις τρέχουσες προσφορές, ένα νοικοκυριό μπορεί να εξοικονομήσει περίπου 30 ευρώ σε ετήσια βάση αν επιλέξει τον πιο φθηνό εναλλακτικό προμηθευτή ρεύματος. Το ποσό αυτό είναι μάλλον μικρό για να δώσει ισχυρό κίνητρο στους Ελληνες καταναλωτές και δεν είναι ικανό να τροφοδοτήσει ισχυρό ανταγωνισμό από πλευράς ανεξάρτητων προμηθευτών. Μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, η ΔΕΗ ανέκτησε περίπου 70.000 καταναλωτές από τους ανεξάρτητους προμηθευτές με το μερίδιό της να παραμένει υψηλό (85,4%) σε σχέση με το στόχο που έχει τεθεί (75,2% για το τέλος του 2017).
Το παράδειγμα της βρετανικής αγοράς ενέργειας υποδεικνύει πώς η λειτουργία χρηματιστηρίων ενέργειας και των προθεσμιακών (μακροπρόθεσμων) αγορών μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες επενδυτικών ευκαιριών και σημαντικής διαφοροποίησης του κόστους για τους δραστηριοποιούμενους στην αγορά.
Πιο συγκεκριμένα, η προθεσμιακή αγορά επιτρέπει την εκκαθάριση συναλλαγών ενέργειας για παράδοση σε μελλοντικές περιόδους. Για παράδειγμα, ένας προμηθευτής μπορεί να «κλείσει» τις αναγκαίες ποσότητες έως και 2 ή 3 χρόνια πριν από την παράδοση και έχει πλήρη ευελιξία να τοποθετηθεί χρονικά εντός του συγκεκριμένου ορίζοντα. Ετσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για αξιοποίηση της δυναμικής προσφοράς και ζήτησης και των συνεπαγόμενων διακυμάνσεων των τιμών, με αποτέλεσμα τη σημαντική διαφοροποίηση του κόστους για τους παίκτες της αγοράς με βάση τη στρατηγική εμπορίας (trading strategy) που θα ακολουθήσουν.
Η διαφοροποίηση αυτή σχετίζεται φυσικά και με τη διάθεση και ικανότητα των συμμετεχόντων να αναλάβουν και να διαχειριστούν το ρίσκο της χονδρεμπορικής αγοράς. Στη Βρετανία οι φιλόδοξοι νέοι προμηθευτές ακολούθησαν πιο επιθετικές στρατηγικές εμπορίας σε σχέση με τις παραδοσιακές καθετοποιημένες εταιρείες, που περιορίστηκαν σε χαμηλού ρίσκου τοποθετήσεις.
Ως αποτέλεσμα, επήλθε υψηλός ανταγωνισμός στα τιμολόγια αλλά και καινοτομία στα προσφερόμενα συμβόλαια (π.χ. συμβόλαια εγγυημένης τιμής με ορίζοντα έως και 3 ετών, απαλλαγμένα δηλαδή από απρόβλεπτες αυξήσεις) προς όφελος των καταναλωτών. Ενδεικτικά, η διαφορά μεταξύ της ακριβότερης και φθηνότερης τιμής στην αγορά έφτασε και στα επίπεδα των 200 λιρών σε ετήσια βάση για κατανάλωση ηλεκτρισμού (για κατανάλωση συγκρίσιμη με την ελληνική), ενώ η διαφορά ήταν ακόμη υψηλότερη αν ληφθεί υπ’ όψιν και η κατανάλωση φυσικού αερίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από την απελευθέρωση της βρετανικής αγοράς στις αρχές του 2000, έχουν εισέλθει στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου περισσότεροι από 50 προμηθευτές που, εκμεταλλευόμενοι τα χαμηλά λειτουργικά τους κόστη και τις περιόδους χαμηλών τιμών χονδρεμπορικής, έχουν αποσπάσει σημαντικό μερίδιο από τις 6 μεγάλες καθετοποιημένες εταιρείες που ήλεγχαν το σύνολο της αγοράς προ απελευθέρωσής της (γνωστές και ως Big 6).
Το ελληνικό χρηματιστήριο ενέργειας στην ωρίμανσή του μπορεί αντίστοιχα να προσφέρει μια πλατφόρμα ανάληψης και διαχείρισης ρίσκου για τους νέους παίκτες της αγοράς και να τους δώσει τη δυνατότητα να διαφοροποιήσουν τα κόστη τους, την τιμολογιακή τους πολιτική και να υποστηρίξουν καινοτόμους και ανταγωνιστικές προσφορές για τους καταναλωτές. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουν δυναμικά να διεισδύσουν στην αγορά και να αποσπάσουν σημαντικά μερίδια από τον κυρίαρχο παίκτη, τη ΔΕΗ.
Βέβαια, στο πλαίσιο των νέων δομών της αγοράς, οι προμηθευτές θα πρέπει να ενισχύσουν την τεχνογνωσία και τις υποδομές τους στην εμπορία ενέργειας και να αναπτύξουν νοοτροπία ανάληψης και στρατηγικής διαχείρισης ρίσκου (hedging strategy). Σε συνδυασμό με ευέλικτες τιμολογιακές πρακτικές, θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν στο μέγιστο τις νέες δυνατότητες προς το επιχειρηματικό τους όφελος αλλά και το όφελος των οικιακών και βιομηχανικών καταναλωτών της ελληνικής αγοράς.
* Ο κ. Δημήτρης Παπαδόπουλος είναι στρατηγικός αναλυτής των αγορών ενέργειας στην EDF Energy με έδρα το Λονδίνο. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών και κάτοχος MSc in Sustainable Energy Futures και MBA από το Imperial College του Λονδίνου.
(Καθημερινή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου