Τον κεντρικό πυρήνα του κυρίαρχου φιλελεύθερου επιχειρήματος των
ιδιωτικοποιήσεων δημοσίων επιχειρήσεων, που εδράζεται στις έννοιες της
"εξυγίανσης" και της "αποτελεσματικότητας", θέτει υπό αμφισβήτηση η
ανάλυση με τίτλο "ΔΕΗ: Από την ιστορική αναγκαιότητα της ανάπτυξης στη
φιλελεύθερη αντεπανάσταση και την ιδιωτικοποίηση"
Περαιτέρω διεύρυνση της κοινωνικής ανισότητας λόγω της
μείωσης των
εισοδημάτων που συνεπάγεται η αύξηση τιμολογίων, αλλά και μη ενίσχυση
της ανάπτυξης, παρά τις περί του αντιθέτου επαγγελίες της φιλελεύθερης
ρητορικής, συνιστά η πώληση των υπό δημόσιο έλεγχο επιχειρήσεων,
ιδιαίτερα δε όταν αφορούν αναγκαία κοινωνικά αγαθά, όπως είναι η ΔΕΗ και
η ηλεκτρική ενέργεια.
Το ιδεολόγημα περί της “αναγκαιότητας” των ιδιωτικοποιήσεων δημοσίων
επιχειρήσεων όπως η ΔΕΗ, που σταδιακά έχει νομιμοποιηθεί και στην
κοινωνική συνείδηση, τελικά καταρρέει από τη διεθνή εμπειρία και
πρακτική αντίστοιχων εγχειρημάτων, καθώς ούτε αναπτυξιακή δυναμική
διανοίγουν ούτε μπορούν να συνδεθούν με την κοινωνική ωφέλεια, ενώ συχνά
καταλήγουν σε επαναγορά τους από το Δημόσιο - και μάλιστα με επιπλέον
κόστος.
Τον κεντρικό πυρήνα του κυρίαρχου φιλελεύθερου επιχειρήματος των
ιδιωτικοποιήσεων δημοσίων επιχειρήσεων, που εδράζεται στις έννοιες της
“εξυγίανσης” και της “αποτελεσματικότητας”, θέτει υπό αμφισβήτηση η
ανάλυση με τίτλο “ΔΕΗ: Από την ιστορική αναγκαιότητα της ανάπτυξης στη
φιλελεύθερη αντεπανάσταση και την ιδιωτικοποίηση” του Νίκου Αστρουλάκη,
δρ Οικονομικής Επιστήμης, Πανεπιστημίου Κρήτης, που φιλοξενεί το
Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.
Εκκινεί από την ιδιωτική εταιρεία ενέργειας εκτείνεται στην
εθνικοποίηση και δημιουργία της ΔΕΗ (1950), στην έμμεση ιδιωτικοποίηση
μέσω μετοχοποίησης (ξεκίνησε από 1996) και φτάνει στο παρόν και στα
σχέδια πλήρους ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, η οποία στηρίζεται κυρίως στη
φιλελεύθερη αντίληψη που διατείνεται ότι ο δημόσιος έλεγχος στην
παραγωγή και παροχή εμπορευματικών αγαθών, όπως το ρεύμα, είναι μη
αποτελεσματικός -με τίμημα από ενδεχόμενη πώληση από τα χαμηλότερα
διαχρονικά (κυρίως λόγω της χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης).
Όπως αναφέρεται, η “δαιμονοποίηση” των όσων λειτουργούν υπό δημόσιο
έλεγχο ως αναποτελεσματικών, γραφειοκρατικών και υφεσιακών (αντίληψη που
περιλαμβάνει και τους εργαζόμενους) βρίσκεται στον πυρήνα του
φιλελεύθερου επιχειρήματος, ενώ η παρουσιαζόμενη “αναποτελεσματικότητα”
του δημοσίου τομέα αποτελεί μια καλλιεργούμενη διαχρονικά ιδεοληψία,
βασιζόμενη σε στερεοτυπικές αντιλήψεις, αλλά και πραγματικές παθογένειες
της δημόσιας διοίκησης.
Άλλωστε γίνεται παραδεκτό ότι η υποχώρηση / αποχώρηση του Δημοσίου
από επιχειρήσεις όπως η ΔΕΗ δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί εύκολα αν δεν
υπήρχε κοινωνική αποδοχή ή απάθεια. Το ιδεολόγημα της αναγκαιότητας των
ιδιωτικοποιήσεων επισπεύδεται με το επιχείρημα της “αποτελεσματικότητας”
και της “εξυγίανσης”, αποσπώντας σε ένα βαθμό την ιδεολογική συναίνεση
αυτών που θα ζημιωθούν, δηλαδή της πλειονότητας των πολιτών -
καταναλωτών.
Ποια ανάπτυξη;
Παράλληλα εξηγεί ότι οι ιδιωτικές εξαγορές δημοσίων επιχειρήσεων, σε
αντίθεση με ό,τι προβάλλεται, δεν μεγεθύνουν την οικονομία όταν δεν
προβαίνουν σε μακροπρόθεσμα αναπτυξιακά έργα και σε αύξηση της
απασχόλησης, και μάλιστα με την στενή οικονομική έννοια, δεν αποτελούν
καν επένδυση (π.χ. η κατασκευή ενός σπιτιού είναι επένδυση, η μεταπώλησή
του δεν είναι).
Επιπλέον έχει καταδειχθεί ότι μειώνεται η απασχόληση στις
επιχειρήσεις αυτές, ενώ οι εργασιακές σχέσεις ελαστικοποιούνται (σ.σ.:
το πρόσφατο νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ είναι ακριβώς στην κατεύθυνση αυτή).
Εμπειρικά, σημειώνεται, το ΑΕΠ δεν ενισχύεται και η απασχόληση δεν
αυξάνεται, καθώς ο ιδιώτης “αξιοποιητής” δεν προβαίνει σε σημαντικές
νέες επενδύσεις, αλλά εκμεταλλεύεται τις υπάρχουσες που έχει αποκτήσει
σε χαμηλό τίμημα, ενώ μεγιστοποιεί το ιδιωτικό του κέρδος μειώνοντας
κυρίως το εργατικό κόστος και άλλες λειτουργικές δαπάνες και αυξάνοντας
τα τιμολόγια.
Επισημαίνεται δε ότι, ως ιδιωτικές, οι επιχειρήσεις αυτές μετά από
έναν κύκλο κερδοφορίας για τους ιδιώτες είναι πιθανό να
επανεθνικοποιηθούν, λόγω αναπτυξιακών σκοπών, σε τίμημα πιθανότατα πολύ
υψηλότερο από την πώλησή τους.
Μια ακόμη βασική παράμετρο υπέρ του δημοσίου ελέγχου συνιστά ο
χαρακτήρας της ηλεκτρικής ενέργειας ως αναγκαίου για την κοινωνική
ευημερία και αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών κοινωνικού αγαθού, υπό την
έννοια της ομαλής εξέλιξης και συνοχής της κοινωνίας. Γι’ αυτό άλλωστε
πρέπει να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη προσφορά ηλεκτρισμού, καθολικά, με
χαμηλό τίμημα -συνθήκη που δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί με την απουσία
του Δημοσίου.
Στην ανάλυση καταρρίπτεται και το φιλελεύθερο επιχείρημα ότι το
“κράτος” θα επιβάλει στην ιδιωτική επιχείρηση την εφαρμογή κανόνων
κοινωνικής πολιτικής, καθώς οι ιδιωτικοποιήσεις συνεπικουρούνται από ένα
νομοθετικό πλαίσιο ευελιξίας και απορρυθμίσεων και την άρση της
κοινωνικά ανταποδοτικής πολιτικής.
Ερωτηματικά τίθενται στην ανάλυση ως προς τη σχέση οικονομικής
αποτελεσματικότητας - κοινωνικής ωφέλειας σχετικά με: το ποιος
καρπώνεται τα κέρδη, το ότι αγαθά όπως ο ηλεκτρισμός δεν μπορούν να
ρυθμίζονται από την ελεύθερη αγορά (προσφορά / ζήτηση), τη δημιουργία
άτυπων ιδιωτικών καρτέλ -στην περίπτωση της ΔΕΗ της δημιουργίας ενός
ιδιωτικού μονοπωλίου εξαρχής-, τις αυξήσεις τιμολογίων.
Η ανάλυση συνοψίζει σε επτά λόγους την ανάγκη διατήρησης της δημόσιας ΔΕΗ:
- Στρατηγικός σχεδιασμός της οικονομίας: Η εθνική αναπτυξιακή
πολιτική εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την απρόσκοπτη παραγωγή και
διάθεση της ηλεκτρικής ενέργειας, που διασφαλίζει ο δημόσιος έλεγχος.
- Εξασφαλίζεται κοινή τιμολογιακή πολιτική σε όλη την επικράτεια.
- Εργασιακές προδιαγραφές - αύξηση απασχόλησης: Ο δημόσιος έλεγχος
διασφαλίζει εργασιακές συνθήκες, ασφάλεια και μισθούς -οφέλη που
διαχέονται και στον ιδιωτικό τομέα πιέζοντας τις ιδιωτικές επιχειρήσεις
για αντίστοιχες προσαρμογές, ενώ μέσω μακροπρόθεσμων δημοσίων επενδύσεων
αυξάνεται η απασχόληση.
- Διανομή εισοδήματος και αύξηση κοινωνικής ωφέλειας: Ο δημόσιος
έλεγχος δίνει τη δυνατότητα για κοινωνικά ωφέλιμη τιμολογιακή πολιτική,
πραγματώνοντας μια έμμεση διανομή εισοδήματος προς τις ασθενέστερες
εισοδηματικά τάξεις κι αποφεύγοντας την ιδιωτικά μονοπωλιακή δομή της
αγοράς, που εξ ορισμού αυξάνει τις τιμές, αλλά και τις στρεβλώσεις της
αγοράς. Η τιμολογιακή πολιτική δεν προσδιορίζεται με βάση της λογική της
αύξησης του κέρδους, αλλά αυτήν της αύξησης της συνολικής κοινωνικής
ωφέλειας.
- Περιβαλλοντικοί λόγοι: Υπό δημόσιο έλεγχο τηρούνται οι θεσπισμένοι
περιβαλλοντικοί όροι. Η ποιότητα του περιβάλλοντος είναι δημόσιο αγαθό. Ο
ιδιώτης δεν έχει κίνητρο να εφαρμόσει δαπανηρά περιβαλλοντικά μέτρα
προστασίας με μακροπρόθεσμη απόσβεση, γιατί στοχεύει στο βραχυπρόθεσμο
κέρδος.
- Κόστος του κεφαλαίου - κερδοφορία - κοινωνική αναδιανομή: Σύμφωνα
με την οικονομική θεωρία το Δημόσιο έχει χαμηλότερο κόστος εύρεσης
κεφαλαίων. Συνεπώς το κόστος παραγωγής είναι χαμηλότερο και το όφελος
για τον καταναλωτή - κοινωνία είναι μεγαλύτερο. Μέρος από τα κέρδη
καρπώνεται το κοινωνικό σύνολο μέσω αναδιανεμητικών πολιτικών.
- Φυσικό μονοπώλιο, οικονομίες κλίμακας και φάσματος: Η ηλεκτρική
ενέργεια αποτελεί φυσικό μονοπώλιο. Λόγω των υψηλών κεφαλαίων και
μακροχρόνιων επενδύσεων που απαιτούνται για την παραγωγή και παροχή, οι
παραγωγικές μονάδες και τα δίκτυα έχουν κατασκευαστεί από το Δημόσιο. Ο
δημόσιος έλεγχος μπορεί να διασφαλίζει οικονομίες κλίμακας, δηλαδή το
μοναδιαίο ή οριακό κόστος παραγωγής μειώνεται όσο η κλίμακα παραγωγής
αυξάνεται. Επίσης μπορεί να έχει οικονομίες φάσματος, δηλαδή την παροχή
δύο ή περισσότερων αγαθών από τον ίδιο πάροχο με χαμηλότερο κόστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου