του Γιώργου Κωστούλα
Μολονότι η προσαρμογή της ΔΕΗ στο νέο περιβάλλον που δημιουργεί η διαδικασία της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μοιάζει με πορεία μέσα σε ναρκοπέδιο και παρά τις αμφιβολίες που συνεχίζουν να εκφράζονται για το στρατηγικό σχέδιο της διοίκησης της Επιχείρισης, η επικείμενη υπογραφή του MoU με την κινεζική CMEC για την κατασκευή νέας λιγνιτικής μονάδας στη Μελίτη καταδεικνύει ότι η ΔΕΗ
έχει τις δυνατότητες να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού και να καταφέρει να μεταξελιχθεί σε έναν ανταγωνιστικό, οικονομικά υγιή, ενεργειακό όμιλο, με ισχυρή παρουσία στην επόμενη ημέρα της ελληνικής αγοράς.
Οι επί ίσοις όροις συμπράξεις σε νέες μονάδες παραγωγής, η βελτίωση της ρευστότητας και η επέκταση σε νέες αγορές, αποτελούν μέρος του στρατηγικού σχεδίου που έχει εκπονήσει η διοίκηση της Επιχείρισης υπό τον κ. Μ.Παναγιωτάκη, προκειμένου να καταφέρει να αντισταθμίσει τις αρνητικές συνέπειες που προκαλούν στη ΔΕΗ τα συσσωρευμένα προβλήματα του παρελθόντος, καθώς και οι μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας, ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της μεγαλύτερης ελληνικής βιομηχανικής επιχείρησης.
Στις κατά καιρούς δημόσιες παρεμβάσεις του, κ. Παναγιωτάκης αναφέρεται με επιμονή στο σχέδιο των συμπράξεων και των κοινοπρακτικών σχημάτων για νέες μονάδες, επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό υφιστάμενων σταθμών και επέκταση σε νέες αγορές, απορρίπτοντας κατηγορηματικά τη δημιουργία σχημάτων όπου οι εταίροι απλώς θα εισφέρουν υφιστάμενες μονάδες. Η δημοσιοποίηση της συμφωνίας με τον κινεζικό κολοσσό της CMEC, μία συνεργασία η οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν θα περιοριστεί στη Μελίτη ΙΙ ούτε μόνο στην εσωτερική αγορά, αποδεικνύει ότι δεν θέλει απλώς να κερδίσει χρόνο, όπως συχνά κατηγορείται από ορισμένους κύκλους.
Μόνο για το συγκεκριμένο project οι διεργασίες έχουν ξεκινήσει εδώ και ένα χρόνο περίπου. Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο Πεκίνο, όπου παρών ήταν και ο κ. Παναγιωτάκης, επισφραγίστηκε η συνεργασία με την CMEC. Το ενδιαφέρον της Κίνας και για την ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι στρατηγικού περιεχομένου, όπως φαίνεται άλλωστε και από τη συμμετοχή στη διαγωνιστική διαδικασία για το 24% του ΑΔΜΗΕ. Αυτό δεν σημαίνει, σε καμία περίπτωση, βεβαίως, ότι οι Κινέζοι σκοπεύουν να σπαταλήσουν χρήματα σε επενδύσεις με αμφίβολο μέλλον και χωρίς προοπτική μίας εύλογης απόδοσης.
Ο αντιπρόεδρος της CMEC θα βρεθεί στην Αθήνα μέσα στο δεύτερο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου (μεταξύ 12 και 16 του μηνός) για να υπογράψει το Μνημόνιο Κατανόησης. Το κόστος ανάπτυξης του project εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 700 εκατ. ευρώ περίπου, απαιτούνται για την κατασκευή της νέας λιγνιτικής μονάδας.
Στη νέα εταιρεία που θα συσταθεί θα συμμετάσχουν οι ιδιώτες-ιδιοκτήτες των λιγνιτωρυχείων από τα οποία θα τροφοδοτείται ο σταθμός. Το ποσοστό συμμετοχής στη νέα εταιρεία θα καθορισθεί έπειτα από μελέτη, βάσει της αποτίμησης των κεφαλαίων, των παγίων, της τεχνογνωσίας κ.τλ. που θα εισφέρει κάθε εταίρος. Το ποσοστό της ΔΕΗ θα είναι μειοψηφικό, γεγονός που σημαίνει, κατά τα στελέχη της Επιχείρισης, ότι αντιμετωπίζεται και το θέμα της αποκλειστικής πρόσβασης στα λιγνιτικά αποθέματα, εν όψει μάλιστα και της αναμενόμενης σχετικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Σε ότι αφορά τις λιγνιτικές μονάδες, το ζητούμενο για τη ΔΕΗ είναι να υπάρξει μέσα στο επόμενο διάστημα συμφωνία και για το Αμύνταιο, καθώς οι δύο μονάδες του τοπικού ΑΗΣ θα πρέπει να αποσυρθούν μέσα στην επόμενη πενταετία, λόγω των αυστηρότερων κοινοτικών περιβαλλοντικών κανόνων.
Αν αυτή επιτευχθεί, τότε σε συνδυασμό με τις μονάδες στη Μελίτη (την υφιστάμενη και τη σχεδιαζόμενη) και την Πτολεμαΐδα 5, η ΔΕΗ θα καταφέρει να ανανεώσει το χαρτοφυλάκιο λιγνιτικών μονάδων, με νέους, σύγχρονους, υψηλής απόδοσης σταθμούς, με καλύτερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, διασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας, καθώς και την απασχόληση στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και της Φλώρινας. Μολονότι το ποσοστό του λιγνίτη περιορίζεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, αυτό δεν σημαίνει ότι θα (πρέπει να) μειωθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα, καθώς είναι εγχώριο καύσιμο, υπάρχουν ακόμα πολλά αποθέματα και υπό προϋποθέσεις είναι φθηνό.
Η διοίκηση της ΔΕΗ θέλει πάση θυσία να αποφύγει την επαναφορά οποιασδήποτε εκδοχής του αποτυχημένου σεναρίου μίας «μικρής ΔΕΗ», που απλώς θα τεμαχίσει και θα απαξιώσει την Επιχείριση. Επιπλέον, δεν συζητά το ενδεχόμενο εισφοράς σε σχήμα των πλέον πολύτιμων περιουσιακών στοιχείων της, όπως είναι για παράδειγμα οι υδροηλεκτρικές μονάδες.
Παράλληλα, ακολουθεί μία νέα, ξεκάθαρη, στρατηγική σταδιακής επέκτασης σε γειτονικές χώρες, προκειμένου να δημιουργήσει νέες πηγές εσόδων, καθώς το μερίδιο της στην ελληνική αγορά θα περιοριστεί δραστικά τα επόμενα χρόνια. Η έμφαση, αυτή την περίοδο, δίνεται στον τομέα των υδροηλεκτρικών μονάδων, καθώς πέρα από την επικείμενη σύσταση θυγατρικής εταιρείας στην Αλβανία, υπάρχουν σημαντικές ευκαιρίες στην ευρύτερη περιοχή. Εντός του Σεπτεμβρίου, μάλιστα, θα ληφθούν οι αποφάσεις για το αν τελικά θα καταθέσει δεσμευτική προσφορά σε σχετικό διαγωνισμό που είναι σε εξέλιξη σε γειτονική χώρα.
Τέλος, σε ότι αφορά το θέμα της ρευστότητας και της αύξησης της εισπραξιμότητας των λογαριασμών, σταδιακά φαίνεται ότι υπάρχει ανταπόκριση από την πλευρά των καταναλωτών στην ευνοϊκή ρύθμιση του διακανονισμού των οφειλών σε 36 δόσεις. Η εισπραξιμότητα είναι ένα σύνθετο πρόβλημα που δεν μπορεί να επιλυθεί άμεσα και για το οποίο η διοίκηση της ΔΕΗ είναι αντιμέτωπη με παθογένειες δεκαετιών και με τις επιπτώσεις αποφάσεων που έχει λάβει κατά το παρελθόν ο βασικός μέτοχος.
Το τελευταίο διάστημα ο υπουργός Ενέργειας, Πάνος Σκουρλέτης, αναφέρεται στην πρόταση για έκδοση μηνιαίων λογαριασμών, ως ένα μέτρο για την ενίσχυση της εισπραξιμότητας. Πέρα από το κόστος που συνεπάγεται για τη ΔΕΗ (περί τα 20 εκατ. ευρώ), αυτή την περίοδο είναι αμφίβολο κατά πόσον μπορεί να εφαρμοστεί ένα τέτοιο μέτρο, κυρίως από την πλευρά των απαιτήσεων που συνεπάγεται για τον ΔΕΔΔΗΕ.
Όμως, αν η (εκάστοτε) κυβέρνηση θέλει να ενισχύσει τη ΔΕΗ σε αυτό το θέμα, υπάρχουν λύσεις με άμεσο πρακτικό αποτέλεσμα: Οι λογαριασμοί του ρεύματος επιβαρύνονται με χρεώσεις, εισφορές, φόρους, τέλη κ.τλ. που κάθε άλλο παρά το ηλεκτρικό ρεύμα αφορούν. Σε μία χώρα που υποφέρει από πολυετή ύφεση, η ανεργία είναι στο 25%, τα εισοδήματα έχουν υποστεί καθίζηση και η φορολογία είναι στα ύψη, κάποιες απ΄αυτές τις χρεώσεις θα μπορούσαν να αφαιρεθούν από τους λογαριασμούς, ώστε ο καταναλωτής να πληρώνει κυρίως για το ρεύμα (και τις συναφείς υπηρεσίες).
Έτσι, το βάρος των λογαριασμών θα είναι μικρότερο ακόμα και για τα πλέον χαμηλά εισοδήματα, ώστε σταδιακά και σε συνδυασμό με την αυστηρή αντιμετώπιση των στρατηγικών κακοπληρωτών, η κατάσταση στο μέτωπο της ρευστότητας να αρχίσει να εξομαλύνεται. Διαφορετικά, το πρόβλημα αυτό ενδέχεται να διογκωθεί περαιτέρω στο άμεσο μέλλον, υπονομεύοντας οριστικά κάθε ελπίδα για την ανάκαμψη της ΔΕΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου