Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Τι κέρδισε και τι έχασε η ΔΕΗ από τη χθεσινή απόφαση για τα δικαιώματα εκπομπών

Δημήτρης Κοιλάκος
Μεγάλη συζήτηση γίνεται από χθες, από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η απόφαση της Επιτροπής Περιβάλλοντος του Ευρωκοινοβουλίου σε σχέση με τη μεταρρύθμιση στο σύστημα εμπορίας εκπομπών ETS για την περίοδο 2021-2030.
Φυσικά, όλα τα βλέμματα στην Ελλάδα ήταν στραμμένα στο αν και κατά πόσο θα δικαιώνονταν οι προσπάθειες που έχει
καταβάλει η ΔΕΗ, προκειμένου να περάσουν τροπολογίες επί των αρχικών θέσεων της Κομισιόν οι οποίες θα καταστήσουν το μέλλον αρκετά πιο ευοίωνο για την ίδια.
Είναι γεγονός ότι η απόφαση που πάρθηκε χθες δεν αφήνει περιθώρια για προσεγγίσεις του τύπου "άσπρο ή μαύρο", κάτι που άλλωστε προκύπτει και από τις αναλύσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέχρι τώρα, κύριο γνώρισμα των οποίων είναι ότι, στην πλειοψηφία τους, είναι αρκετά πολωμένες.
Για να μπορέσει να γίνει μια ολοκληρωμένη αποτίμηση, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τρεις παράγοντες:
α) τι επιδιώκει η ΔΕΗ και γιατί
β) τι ακριβώς αποφάσισε χθες η ENVI επ' αυτών
γ) τι πλαίσιο διαμορφώνεται εφεξής για τη ΔΕΗ, σε περίπτωση που τελικά αυτές οι θέσεις της ENVI υιοθετηθούν και από την Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου το Φλεβάρη.
Η τελευταία παρατήρηση έχει τη σημασία της, δεδομένου ότι χρειάζεται να γίνει κατανοητό πως η χθεσινή απόφαση δεν κλείνει οριστικά την υπόθεση.
Ας εξετάσουμε, όμως, πρώτα τα άλλα δυο ζητήματα.
Τι επιδιώκει η ΔΕΗ και γιατί
Η ΔΕΗ μπήκε στην όλη συζήτηση μετά τη δημοσιοποίηση των θέσεων της Κομισιόν επί του θέματος, προτάσσοντας εξ αρχής δύο βασικές διεκδικήσεις:
- την διάθεση στην Ελλάδα δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών
- τη δυνατότητα συμμετοχής στο Ταμείο Εκσυγχρονισμού
Μάλιστα, η ΔΕΗ ανάγει το ζήτημα σε «εθνική υπόθεση», υπολογίζοντας ότι το εκτιμώμενο κόστος της εφαρμογής της φάσης IV του συστήματος ETS ανέρχεται σε περίπου 7 δισ. ευρώ, ενώ ενδεχόμενη υιοθέτηση των ελληνικών θέσεων θα αποφέρει όφελος ενδεχομένως και άνω των 2,5 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021 – 2030. Επιπλέον, η ΔΕΗ υποστηρίζει ότι το ζήτημα έχει αντίκτυπο και στους καταναλωτές, δεδομένου ότι στην τιμή της κιλοβατώρας προσμετράται και το κόστος παραγωγής, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το κόστος αγοράς δικαιωμάτων.
Σε περίπτωση, δε, που η διαδικασία στο Ευρωκοινοβούλιο καταλήξει σε απόφαση που θα εξωθήσει προς τα πάνω τις τιμές των δικαιωμάτων, το κόστος παραγωγής θα αυξηθεί κατά πολύ.
Πέραν, όμως, της μείωσης του κόστους παραγωγής που θα απέφερε η διάθεση δωρεάν δικαιωμάτων, η ΔΕΗ προσβλέπει και στην άντληση πόρων για επενδύσεις από το Ταμείο Εκσυγχρονισμού.
Υπό την έννοια αυτή, ο συνδυασμός των δυο αυτών παραμέτρων, σε περίπτωση επίτευξης των στόχων της ΔΕΗ στη συγκεκριμένη διαπραγμάτευση, θα έχει σημαντικά θετικό αντίκτυπο στα οικονομικά της, την ώρα που, ως γνωστόν, σήμερα βρίσκεται σε δυσχερή κατάσταση.
Τι αποφάσισε η ENVI 
Σύμφωνα με τη χθεσινή απόφαση της ENVI, σε περίπτωση που τελικά αυτή υιοθετηθεί και από την Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου,  το κόστος αγοράς των δικαιωμάτων στην αγορά αναμένεται να εκτιναχθεί από τα περίπου 5 ευρώ/τόνο σε πάνω από 10 ευρώ το 2022, για να φτάσει τα 28 ευρώ γύρω στο 2028-2029, όπως εκτιμούν αναλυτές της ICIS Tschach Solutions. Κι αυτό γιατί η ENVI αποφάσισε να θέσει πιο φιλόδοξους από τους αρχικά προταθέντες στόχους.
Επίσης, αποφασίστηκε να ακυρωθούν 800 εκατ. τόνοι διαθέσιμων δικαιωμάτων από το  απόθεμα σταθερότητας (Market Stability Reserve - MSR) το 2021 και να διπλασιαστεί ο ρυθμός απόσυρσης διαθέσιμων δικαιωμάτων στο 24% για την περίοδο 2019-2022, καθώς και μια αύξηση του γραμμικού παράγοντα μείωσης (Linear Reduction Factor) από 2,2% σε 2,4% από το 2021 και μετά.
Το 57% των δημοπρατούμενων δικαιωμάτων θα περικόπτεται μέχρι το πολύ 5%, με τα εξαιρούμενα αυτά δικαιώματα να κατανέμονται δωρεάν σε βιομηχανίες που είναι εκτεθειμένες σε υψηλές εκπομπές ανθρακικών ρύπων, σε περίπτωση που τα διαθέσιμα δωρεάν δικαιώματα εξαντληθούν. Εάν, όμως, δεν εξαντληθούν, τότε θα ακυρώνονται 200 εκατ. τόνοι από τα δημοπρατούμενα δικαιώματα. Το δε νέο απόθεμα δωρεάν δικαιωμάτων για τη φάση 4 του ETS θα προκύψει μόνο από την κατανομή της φάσης 4, κι όχι με τη συμπερίληψη και των όσων έχουν απομείνει αδιάθετα από τη φάση 3 (δηλαδή μέχρι και το 2020). 
Επίσης, αποφασίστηκε η ίδρυση ενός ταμείου στο οποίο θα συγκεντρώνονται οι πόροι από το 3% των δημοπρατούμενων δικαιωμάτων, ώστε να αποζημιώνονται επιχειρήσεις που πλήττονται έμμεσα από το κόστος που επιφέρει η υιοθέτηση του ETS λόγω των υψηλών τιμών ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς και η εξαίρεση των εγκαταστάσεων που εκπέμπουν λιγότερο από 50 χιλ τόνους ρύπων CO2 ετησίως (η αρχική πρόταση της Κομισιόν ήταν για 25 χιλ. τόνους), εφόσον συνεισφέρουν ανάλογη μείωση εκπομπών.
Τα παραπάνω είναι όσα αποφασίστηκαν για τα δωρεάν δικαιώματα. Για την περίπτωση της Ελλάδας, όμως, αυτό που έχει άμεσο ενδιαφέρον είναι η απόφαση σχετικά με το Ταμείο Εκσυγχρονισμού.
Στην περίπτωση αυτή, προσαρμόστηκαν τα κριτήρια επιλεξιμότητας (τέθηκε ως έτος αναφοράς για τη ρήτρα περί του 60% του μέσου κατα κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ το 2014 έναντι του 2013, όπως προέβλεπε η πρόταση της Κομισιόν), ώστε να επιτραπεί στη χώρα να να αξιοποιήσει τα έσοδα από τη δημοπράτηση ως και 40% των δικαιωμάτων της για τη χρηματοδότηση, μέσω του Ταμείου Εκσυγχρονισμού, επενδύσεων την αναβάθμιση της ενεργειακής υποδομής της χώρας. Ταυτόχρονα, επιβάλλονται στη χώρα περιορισμοί ώστε κανένα μέρος αυτών των χρημάτων να μην αξιοποιηθεί για παραγωγή ενέργειας από ανθρακικά καύσιμα. 
Συγκεκριμένα, η σχετική συμβιβαστική πρόταση που υπερψηφίστηκε από την ENVI έχει ως εξής:
«Τα κράτη μέλη που δεν είναι επιλέξιμα σύμφωνα με την προηγούμενη πρόταση, αλλά που είχαν το 2014 κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε € σε τιμές αγοράς κάτω του 60% του μέσου όρου της Ένωσης, μπορεί επίσης να κάνει χρήση αυτής της παρέκκλισης μέχρι τη συνολική ποσότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 4, υπό την προϋπόθεση ότι ο αντίστοιχος αριθμός των δικαιωμάτων μεταφέρεται στο Ταμείο Εκσυγχρονισμού και τα έσοδα χρησιμοποιούνται για τη στήριξη των επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 10δ».
Με δυο λόγια, δηλαδή, η χώρα αποκτά δικαίωμα διάθεσης και χρήσης πόρων από το Ταμείο Εκσυγχρονισμού για επενδύσεις σε ενεργειακές υποδομές, αλλά όχι σε λιγνιτικές μονάδες.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι στην τροπολογία που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας (ITRE) του Ευρωκοινοβουλίου τον Οκτώβριο, το 2014 είχε τεθεί ως έτος αναφοράς για τη διάθεση δωρεάν δικαιωμάτων, αλλά είχε απορριφθεί η τροποποίηση της και για το Ταμείο Εκσυγχρονισμού. Κι αυτό γιατί τότε η πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής είχε θεωρήσει ότι η παροχή αυτής της δυνατότητας στην Ελλάδα θα μείωνε τους διαθέσιμους πόρους για τα υπόλοιπα κράτη, αυτά δηλαδή που θα ωφελούνταν αν παρέμενε το 2013 ως έτος αναφοράς για τη ρήτρα του ΑΕΠ. Με τις συμβιβαστικές προτάσεις που τέθηκαν υπόψη της ENVI προσπέραστηκε αυτός ο σκόπελος.
Τι πλαίσιο διαμορφώνεται εφεξής
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η χθεσινή απόφαση απέχει σημαντικά από το να ενσωματώνει πλήρως τις επιδιώξεις της ΔΕΗ.
Κάπως σχηματικά, θα λέγαμε ότι η απόφαση της ENVI παίρνει πίσω ό,τι έδινε η απόφαση της ITRE, δηλαδή την κατανομή δωρεάν δικαιωμάτων, και δίνει ό,τι εκείνη άφηνε εκτός, δηλαδή τη δυνατότητα άντλησης πόρων από το Ταμείο Εκσυγχρονισμού.
Αυτό έχει τη σημασία του, δεδομένου ότι το επόμενο διάστημα είναι σίγουρο ότι θα συνεχιστούν οι ζυμώσεις και οι διαβουλεύσεις εν όψει της Ολομέλειας, υπόψη της οποίας θα τεθούν οι προτάσεις και των δυο Επιτροπών.
Σε κάθε περίπτωση όμως, θεωρείται απίθανο, όπως κι αν διαμορφωθεί η τελική απόφαση, να δοθεί η δυνατότητα αξιοποίησης πόρων που προέρχονται από τα δικαιώματα για επενδύσεις σε λιγνιτικές μονάδες.
Άρα, πέρα από το lobbying στο οποίο είναι σίγουρο ότι θα επιδοθεί η ΔΕΗ το επόμενο διάστημα προκειμένου να καταφέρει να πετύχει ένα συμφέροντα για την ίδια συγκερασμό των προτάσεων των δυο επιτροπών, εξίσου μείζον ζήτημα είναι να αναζητήσει τρόπους ώστε να προχωρήσει σε ένα αναπτυξιακό σχεδιασμό που δε θα στηρίζεται σε λιγνιτικές μονάδες, εφόσον προκρίνει ως χρηματοδοτικό εργαλείο τους ευρωπαϊκούς πόρους.
Και μάλιστα, θα πρέπει να αναπτύξει τέτοια δραστηριότητα, που να είναι ευθέως ανταγωνιστική προς τους ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγούς, οι οποίοι θα μπορούν να διεκδικούν επίσης τις ίδιες κοινοτικές χρηματοδοτήσεις στις οποίες θα στοχεύει η ΔΕΗ
Είναι σε αυτή την κατεύθυνση το πλάνο που έχει επεξεργαστεί η διοίκηση της ΔΕΗ; Αν πάρουμε υπόψη τα λεγόμενα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της, Μ. Παναγιωτάκη, στη Νέα Υόρκη, η ΔΕΗ φαίνεται πράγματι να κινείται στην κατεύθυνση ανάπτυξης τέτοιου είδους σχεδίων. Τώρα, το αν αυτός ο σχεδιασμός μπορέσει να αποδώσει σύμφωνα με τους στόχους που έχουν τεθεί, μένει να φανεί στην πράξη... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου