Το περασμένο Σάββατο η επιτροπή που συνέστησε η γερμανική κυβέρνηση για την "Ανάπτυξη, Δομική Αλλαγή και Απασχόληση” κατέληξε σε μια ιστορική απόφαση: μέχρι το 2038 όλοι οι ανθρακικοί και λιγνιτικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής θα τεθούν εκτός λειτουργίας.
Το σχέδιο κατάργησης όλων των ανθρακικών και λιγνιτικών σταθμών προβλέπει ότι για 20 χρόνια οι περιοχές όπου
ακόμη λειτουργούν ορυχεία και μονάδες θα λαμβάνουν ετήσια οικονομική ενίσχυση 1,3 δισ. ευρώ και τα κρατίδια 700 εκ. ευρώ (40 δισ. ευρώ στην 20ετία).
Παράλληλα το ίδιο σχέδιο προβλέπει παράταση του μηχανισμού της αντιστάθμισης για τη βιομηχανία που ενισχύει τους ενεργοβόρους κλάδους για τις υψηλές τιμές ρεύματος εξαιτίας των υψηλών τιμών στα δικαιώματα εκπομπής CO2.
Τέλος προβλέπεται εφάπαξ αποζημίωση στις εταιρείες που θα αναγκαστούν να κλείσουν τα εργοστάσιά τους. Σε σύνολο μονάδων ισχύος 40GW μέχρι το 2024 θα πρέπει να κλείσουν 12GW και μέχρι το 2030 ακόμη 10GW.
Η ιστορική αυτή απόφαση καταδεικνύει τις τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και εκ των πραγμάτων δημιουργούν τα δεδομένα στα οποία θα κληθεί να λειτουργήσει και να προσαρμοστεί η χώρα μας, που συγκαταλέγεται μεταξύ των λιγνιτοπαραγωγών κρατών.
Με τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη παραγωγό άνθρακα και λιγνίτη να λαμβάνει την απόφαση για την οριστική απόσυρση των μονάδων της σε διάστημα 20 ετών, καθίσταται σαφές ότι το μέλλον των ρυπογόνων ορυκτών καυσίμων μόνο ευοίωνο δεν είναι.
Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα πάντως, δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες αφενός για την ελληνική κυβέρνηση και τη βιομηχανία να διεκδικήσουν την παράταση και θωράκιση του μέτρου της αντιστάθμισης.
Επίσης τόσο η ΔΕΗ όσο και οι περιφέρειες όπου έχουν εγκατεστημένα ορυχεία λιγνίτη και μονάδες μπορούν να διεκδικήσουν και να εξασφαλίσουν σημαντικές αποζημιώσεις και επιδοτήσεις για τη μεταλιγνιτική μετάβαση.
Εφιάλτης των ρύπων
Η απόφαση της Γερμανίας έρχεται να προστεθεί στις αποφάσεις και άλλων κυβερνήσεων ευρωπαϊκών κρατών που έχουν ορίσει ρητά χρονοδιαγράμματα για την εξάλειψη του άνθρακα από το ενεργειακό τους μείγμα. Σε διάστημα λίγων ετών οι ρυπογόνες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής θα αποτελούν παρελθόν για τη μεγάλη πλειονότητα των κρατών μελών της ΕΕ.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το βασικό εργαλείο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αποθάρρυνση της χρήσης το άνθρακα και την παρότρυνση της χρήσης εναλλακτικών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, είναι το χρηματιστήριο των ρύπων.
Η άνοδος των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα καθιστά ασύμφορη τη χρήση των μονάδων με υψηλούς ρύπους όπως οι λιγνιτικές και οι ανθρακικές.
Ήδη οι τιμές έχουν εκτιναχθεί στα επίπεδα πάνω από τα 20 ευρώ ο τόνος ενώ την περασμένη εβδομάδα ξεπέρασαν και τα 25 ευρώ για δεύτερη φορά μέσα στον Ιανουάριο.
Στην αγορά θεωρείται δεδομένο ότι από το 2025 και μετά το κόστος των ρύπων θα κυμαίνεται πάνω από τα επίπεδα των 30 ευρώ ο τόνος. Υπάρχουν όμως και εκτιμήσεις αναλυτών που μιλούν για ακόμη πιο γρήγορη άνοδο των τιμών. Χαρακτηριστική είναι πρόσφατη έκθεση της Bank of America Merrill Lynch που εκτιμά ότι οι τιμές δικαιωμάτων εκπομπής CO2 ενδέχεται να διπλασιαστούν ξανά μέσα στο 2019 στα 40 έως 50ευρώ ο τόνος (οι τιμές υπερδιπλασιάστηκαν το 2018 σε σχέση με το 2017).
Ο οίκος εκτιμά ότι με την έναρξη λειτουργίας του αποθεματικού σταθεροποίησης της αγοράς (market stability reserve) η αγορά των ρύπων θα κινηθεί στα επίπεδα των 25 έως 35 ευρώ ο τόνος, καθώς θα υπάρξει ένα έλλειμμα δικαιωμάτων της τάξης των 400 μετρικών τόνων.
Μέρος αυτού του ελλείμματος μπορεί να καλυφθεί με εναλλαγή μονάδων που χρησιμοποιούν άλλο καύσιμο. Ωστόσο στην πορεία του 2019 σημαντικό μέρος του ελλείμματος (300 μετρικοί τόνοι) θα συνεχίσει να υφίσταται οδηγώντας τις τιμές των ρύπων στα επίπεδα των 30 έως 40 ευρώ ο τόνος.
Του Χάρη Φλουδόπουλου
www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου