Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

Δύο γραμμές για το ενεργειακό στη Ν.Δ.

 
 
Εκτός από την αντιπολίτευση, έντονη κριτική στον Κυρ. Μητσοτάκη για την πολιτική της ριζικής εγκατάλειψης του λιγνίτη έχει ασκήσει και ο Αντ. Σαμαράς, ο οποίος παραμένει κύριος εκφραστής μιας ολόκληρης εσωκομματικής τάσης.

Ηδη πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η ελληνική κυβέρνηση βρισκόταν υπό έντονη πίεση με το ζήτημα της

ενεργειακής ακρίβειας, το οποίο βλέπει ότι τη φθείρει όλο αυτό το διάστημα. Και βέβαια μετά και τις επιπτώσεις του πολέμου στην ενεργειακή κρίση, αφενός η πίεση για το μέγαρο Μαξίμου ολοένα και μεγαλώνει και αφετέρου αναδεικνύονται πια καθαρά και οι ευθύνες του πρωθυπουργού για τις επιλογές του εκείνες στην πολιτική της ενέργειας που τώρα αποδεικνύονται προβληματικές.

Μια τέτοια επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία επικρίνεται έντονα από την αντιπολίτευση, είναι ασφαλώς η πολιτική της βίαιης απολιγνιτοποίησης και η μεγέθυνση της εξάρτησης της χώρας από το φυσικό αέριο, το οποίο βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της ενεργειακής κρίσης. Μόνο που την πολιτική Μητσοτάκη στα ενεργειακά δεν την επικρίνουν μόνο στην αντιπολίτευση.

Την επικρίνουν και φωνές μέσα στη Ν.Δ. Και δεν μιλάμε μόνο για τον ευρωβουλευτή Γιώργο Κύρτσο που μετά τη διαγραφή του βρίσκεται πλέον εκτός κόμματος και ο οποίος εδώ και καιρό προειδοποιούσε δημόσια το μέγαρο Μαξίμου για τις συνέπειες της επιλογής της βίαιης απολιγνιτοποίησης. Μιλάμε κυρίως για τον Αντώνη Σαμαρά –πρώην πρωθυπουργό και εκφραστή μιας ολόκληρης εσωκομματικής τάσης– ο οποίος εδώ και μήνες έχει «αδειάσει» εντελώς τον κ. Μητσοτάκη για την πολιτική που έχει ακολουθήσει στον τομέα της ενέργειας.

Ειδικότερα, με συνέντευξή του στις 25 Σεπτεμβρίου 2021 στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», ο κ. Σαμαράς ασκούσε ευθέως κριτική στον πρωθυπουργό, λέγοντας πως «κανείς δεν αμφισβητεί τη μετάβαση της ενεργειακής μας πολιτικής προς τις ΑΠΕ. Δεν πρέπει όμως να στραφούμε αποκλειστικά προς τα εκεί, εγκαταλείποντας το σύνθετο μείγμα όλων των πηγών ενέργειας».

Και στη συνέχεια γινόταν ακόμα πιο σαφής: «Προβληματίζομαι για παράδειγμα για το εάν έπρεπε να κλείσει το σύγχρονο εργοστάσιο λιγνίτη που εγκαινιάστηκε το 2014 κι ακόμα δεν έχει αποσβεστεί. Η Γερμανία δεν εγκαταλείπει τους λιγνίτες της μέχρι το 2039. Η Πολωνία για ακόμα περισσότερο. Ούτε μπορούμε να εγκαταλείψουμε τη στροφή στο φυσικό αέριο, που έχει ψηφιστεί ως “καύσιμο μετάβασης” για τα επόμενα 30 χρόνια. Το κόστος ενέργειας αυξάνεται συνεχώς. Πράγμα που υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Δεν υπάρχει Ανάπτυξη χωρίς Ενεργειακή Πολιτική».

Και αναφερόμενος στο ζήτημα της ακρίβειας έλεγε ότι «πρέπει, τέλος, να υπάρχει μέριμνα για τις αυξήσεις τιμών, όπως της ΔΕΗ. Διότι η ακρίβεια εγκυμονεί πάντα κοινωνικές εκρήξεις. Η Ελλάδα έχει τεράστιες ευκαιρίες για Ανάπτυξη! Εχει τεράστια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Εκεί πρέπει να δώσουμε ακόμα μεγαλύτερη έμφαση».

Οσο για τον ίδιο τον Κυρ. Μητσοτάκη, τόσο κατά την τελευταία παρουσία του στη Βουλή όσο και με την τοποθέτησή του στο προχθεσινό υπουργικό συμβούλιο, επιχείρησε να αποσείσει τις ευθύνες του, μιλώντας, μεταξύ άλλων, για τον «μύθο του δήθεν φτηνού λιγνίτη», χωρίς να απαντά πειστικά για την επιλογή του βίαιου χαρακτήρα της απολιγνιτοποίησης.

Κυβερνητικό άγχος

Αλλά η πίεση υπό την οποία βρίσκεται ο πρωθυπουργός απέναντι στην επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης φάνηκε και από τη χθεσινή του τηλεδιάσκεψη με τον πρόεδρο της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι και την ομάδα που εμπλέκεται στο έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας - Αιγύπτου.

Κατά την τηλεδιάσκεψη αυτή –στην οποία μετείχε από το Λουξεμβούργο και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων Βέρνερ Χόγερ– ο Κυρ. Μητσοτάκης θέλησε, σύμφωνα με την ενημέρωση από το μέγαρο Μαξίμου, να πει ότι «η ηλεκτρική διασύνδεση μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου –βάση της οποίας είναι το Μνημόνιο Διασύνδεσης Ελληνικών και Αιγυπτιακών Ηλεκτρικών Δικτύων που υπεγράφη στις 14 Οκτωβρίου 2021– θα συμβάλει στη διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών και οδών της Ευρώπης και συνεπώς στην ενεργειακή ασφάλεια της ευρωπαϊκής ηπείρου, ζήτημα που καθίσταται περισσότερο επίκαιρο από ποτέ λόγω του νέου τοπίου που διαμορφώνει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία».

Και την ώρα που, όσον αφορά τα εσωτερικά ζητήματα, ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να κρύψει το κυβερνητικό άγχος για το βάθεμα της ενεργειακής κρίσης, στο εξωτερικό θέλησε να δείξει ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ΝΑΤΟϊκής αντίδρασης απέναντι στη Ρωσία και να εμφανιστεί ως «επισπεύδων» αποφασίζοντας με βιασύνη να στείλει στην Ουκρανία όχι μόνο ανθρωπιστική βοήθεια, αλλά και στρατιωτικό εξοπλισμό (πυρομαχικά, Καλάσνικοφ, εκτοξευτές).

Κάτι που επικρίθηκε έντονα από την πλειονότητα των κομμάτων της αντιπολίτευσης, καθώς αναβαθμίζει την εμπλοκή της Ελλάδας στην πολεμική σύγκρουση. Και μάλιστα αυτή η αναβάθμιση της εμπλοκής της χώρας δεν ανακοινώθηκε κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του ΚΥΣΕΑ, αλλά κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης στο μέγαρο Μαξίμου όπου ο πρωθυπουργός μόνος του αποφάσισε, χωρίς να έχει επιδιώξει νωρίτερα οποιαδήποτε συζήτηση και συνεννόηση με τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων.

 

Γιάννης Μπασκάκης

www.efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου