Ημίμετρα με επικίνδυνες προεκτάσεις υποκαθιστούν τα αναγκαία μέτρα για το πραγματικό άνοιγμα της αγοράς
Η
ελληνική οικονομία χρειάζεται μια νέα ενεργειακή πολιτική η οποία να
συνθέτει τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης, της απελευθέρωσης της
αγοράς ενέργειας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Είναι
σαφές ότι οι ελληνικές αγορές ενέργειας χρειάζονται δομικές
μεταρρυθμίσεις ευρείας κλίμακας
προκειμένου να ευθυγραμμιστούν με τους στόχους και τις βασικές
κατευθύνσεις της Ενεργειακής Ένωσης και να εξασφαλίζουν συνθήκες
αποτελεσματικού ανταγωνισμού.
Στο
πλαίσιο του Μνημονίου και του μοντέλου στόχου (target model) έχει
δρομολογηθεί πλήθος μεταρρυθμίσεων με υποτιθέμενο στόχο τη δημιουργία
ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Τα μέτρα όμως που προωθούνται σε πρώτη
προτεραιότητα από τα τεχνικά κλιμάκια της τρόικας (βλ. προαπαιτούμενα
στη δεύτερη αξιολόγηση) δεν είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσουν
ανταγωνισμό στις αγορές ενέργειας (στην πραγματικότητα, πρόκειται για
μεταβατικές διατάξεις). Αντίθετα, η πιο βασική μεταρρύθμιση στην αγορά
ηλεκτρικής ενέργειας, ήτοι την προσαρμογή της στο μοντέλο στόχο
παραπέμπεται στις καλένδες και στη συμφωνία με τους δανειστές μπαίνουν
απλά κάποιες ημερομηνίες που όλοι ξέρουμε ότι δεν θα τηρηθούν.
Δυστυχώς, για ακόμη μια φορά η
λειτουργία μιας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που να έχει τις προϋποθέσεις
ανάπτυξης ελεύθερου ανταγωνισμού μετατίθεται χρονικά για το 2018-2020.
Στην ουσία, αυτό για τη βιομηχανία
σημαίνει ότι μέχρι τότε δεν θα είναι δυνατή η υπογραφή διμερών
συμβολαίων ούτε η πρόσβαση σε προθεσμιακά προϊόντα, ούτε καν η απευθείας
εισαγωγή, γεγονός που αποτελεί εμπόδιο για την προσέλκυση επενδύσεων.
Οι βιομηχανίες στην Ελλάδα μένουν δέσμιες του σημερινού μοντέλου αγοράς,
της υποχρεωτικής ημερήσιας αγοράς (compulsory pool), ενώ την ίδια
στιγμή οι ανταγωνιστές της δραστηριοποιούνται σε αγορές πλήρως
ανταγωνιστικές. Είναι διαπίστωσή μας ότι η πολιτική των τεχνικών
κλιμακίων περιορίζεται στο να στηριχθούν συγκεκριμένοι παίκτες ως
ανταγωνιστές της ΔΕΗ (δημιουργία ολιγοπωλίων).
Σε κάθε περίπτωση, τα όποια μέτρα
αποφασίστηκαν δεν συνοδεύτηκαν από την απαραίτητη μελέτη επιπτώσεων στην
ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και ιδιαίτερα στη βιομηχανία. Στο
πλαίσιο αυτό βλέπουμε ότι όλη η πίεση των τεχνικών κλιμακίων έχει
εντοπιστεί στη βίαιη μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στη λιανική αγορά στο
επίπεδο του 50% έως το 2019 μέσω των δημοπρασιών ηλεκτρικής ενέργειας
(προθεσμιακό προϊόν με φυσική παράδοση) λιγνιτικής παραγωγής σε τιμή
κάτω της τιμής αγοράς σε ποσοστό που σχεδόν θα φτάσει στο σύνολο της
παραγόμενης λιγνιτικής παραγωγής της.
Την ίδια στιγμή, το βιομηχανικό φορτίο,
στην ουσία, αποκλείστηκε από τη διεκδίκηση μεριδίου σε αυτές τις
δημοπρασίες με τη δικαιολογία ότι το όποιο όφελος από αυτό το ρυθμιστικό
μέτρο πρέπει να περιοριστεί στους “πραγματικούς” ανταγωνιστές της ΔΕΗ.
Και προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα εάν
αυτή η βίαιη μείωση του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ θα δημιουργήσει
ανταγωνισμό στην αγορά ή απλά οι ανταγωνιστές της ΔΕΗ θα έχουν εύκολα
κέρδη και η ΔΕΗ θα κινδυνεύσει με κατάρρευση. Εκτός εάν αυτό είναι το
επιδιωκόμενο. Μια αποδυναμωμένη ΔΕΗ δύσκολα θα διατηρήσει τον έλεγχο
στις σύγχρονες μονάδες παραγωγής της, συμπεριλαμβανομένων και των
υδροηλεκτρικών σταθμών της.
Τα τεχνικά κλιμάκια, εκμεταλλευόμενα
συγκεκριμένες ιδεολογικές εμμονές πέτυχαν με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια.
Δηλαδή κέρδη από το πουθενά στους ανταγωνιστές της ΔΕΗ και αδυναμία της
ΔΕΗ να προχωρήσει το επενδυτικό της πλάνο στην καλύτερη περίπτωση.
Πώς αλήθεια, διασφαλίζεται ότι οι
ανταγωνιστές προμηθευτές της ΔΕΗ θα διατηρήσουν το μερίδιό τους στην
αγορά μετά το 2019 και δεν θα αποχωρήσουν από την αγορά έχοντας όμως
αποκομίσει ένα μεγάλο οικονομικό όφελος;
Ποιο θα είναι το πραγματικό όφελος για
την πραγματική οικονομία με το τέλος ισχύος του μέτρου; Ποια θα είναι η
μείωση τιμής για τον τελικό καταναλωτή;
Φοβούμαστε ότι το μέτρο των δημοπρασιών
ΝΟΜΕ θα καταλήξει απλά στη δημιουργία συνθηκών κερδοσκοπίας υπέρ
ορισμένων παικτών της αγοράς.
Ως
ΕΒΙΚΕΝ επιμένουμε. Η βιομηχανία, αντιλαμβανόμενη τη δυσκολία στη
διαπραγμάτευση και μη δυνάμενη να αντιληφθεί τον ρόλο των τεχνικών
κλιμακίων, προχωρεί σε σειρά ενεργειών στα όργανα της Ε.Ε., με σκοπό να
επισημάνει τα κενά στις υφιστάμενες δομές της αγοράς καθώς και τα
πρόσθετα μέτρα που απαιτούνται για τη διαμόρφωση ενός πλαισίου το οποίο
εξασφαλίζει ισότιμους όρους πρόσβασης και ανταγωνισμού σε μια πραγματικά
ελεύθερη και ανοιχτή αγορά ενέργειας.
Το
διακύβευμα είναι η ίδια η έξοδος της χώρας από την ύφεση, για την
επίτευξη της οποίας η διατήρηση και ενίσχυση του βιομηχανικού ιστού μέσω
της μείωσης του ενεργειακού κόστους -και όχι μόνο- αποτελούν απαραίτητη
προϋπόθεση.
Αντώνης Κοντολέων, μέλος Δ.Σ. της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου