Μεγάλο ενδιαφέρον συγκέντρωσε η ανακοίνωση της Google, σύμφωνα με την οποία η εταιρεία θα καλύπτει εξολοκλήρου τις ενεργειακές της ανάγκες με ενέργεια παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέχρι το τέλος του 2017.
Σύμφωνα με την εταιρεία, μέσα στον επόμενο χρόνο, τα κέντρα δεδομένων και τα γραφεία της Google σε όλο τον
κόσμο αναμένεται να λειτουργούν πλέον αποκλειστικά με ρεύμα από ΑΠΕ.
Πρόκειται πράγματι για εντυπωσιακό επίτευγμα, αν σκεφτεί κανείς τις τεράστιες καταναλώσεις της εταιρείας. Για παράδειγμα, μόνο τα 13 κέντρα δεδομένων της Google χρησιμοποιούν περίπου 5.7 TWh ετησίως.
Για να καλυφθούν αυτές οι ανάγκες, είναι προφανές ότι χρειάζονται σημαντικές επενδύσεις. Εξ ου και, όπως αναφέρει σε ανάρτησή της στο επίσημο blog που διατηρεί, η Google είναι αυτή τη στιγμή ο μεγαλύτερος αγοραστής ΑΠΕ στον κόσμο.
Ο Ουρς Χέλτζλε, αντιπρόεδρος του τμήματος τεχνικών υποδομών της Google, δήλωσε στο BBC: «Τα τελευταία 6 χρόνια, το κόστος της αιολικής και ηλιακής ενέργειας μειώθηκε κατά 60% και 80% αντίστοιχα, αποδεικνύοντας ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας γίνονται ολοένα και πιο προσιτές».
Αυτές οι ανακοινώσεις προκάλεσαν μεγάλο ενθουσιασμό στις περιβαλλοντικές οργανώσεις. Για παράδειγμα, εκπρόσωπος της οργάνωσης Friends of Earth δήλωσε ότι «η Google έχει βρει τη σωστή απάντηση, η επένδυση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι η καλύτερη λύση τόσο για τις εταιρείες όσο και για τον πλανήτη».
Είναι, όμως, τόσο ειδυλλιακά τα πράγματα;
Δεδομένου ότι η αποκλειστική χρήση ενέργειας προερχόμενης από αναμενόμενες πηγές ενδέχεται να προκαλέσει προβλήματα στη σταθερότητα της παροχής, η Google χρησιμοποιεί ενέργεια παραγόμενη από ποικίλες πηγές, σχεδιάζοντας συγκεκριμένα την τροφοδότησή της για την κάθε ώρα της κάθε ημέρας.
Στην πράξη, η Google χρησιμοποιεί και θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί ενέργεια από ορυκτά καύσιμα. Ωστόσο, η εταιρεία υποστηρίζει ότι η ενέργεια από ορυκτά καύσιμα που χρησιμοποιεί αντισταθμίζεται σε ετήσια βάση από τις ποσότητες παραγόμενες από ΑΠΕ τις οποίες αγοράζει και διοχετεύει στο δίκτυο ηλεκτροδότησης.
Αυτή η διαδικασία εξηγείται στο παρακάτω διάγραμμα που έχει επεξεργαστεί η Google, στο οποίο αποτυπώνεται ο τρόπος με τον οποίο η Google αγοράζει και δαπανά ηλεκτρική ενέργεια.
Οι δυο όψεις του νομίσματος
Το νόμισμα, λοιπόν, έχει δυο όψεις. Η μια είναι αυτή η προβάλλει η Google, και λέει ότι από το 2017 η εταιρεία θα έχει το ίδιο αποτύπωμα άνθρακα που θα είχε αν χρησιμοποιούσε αποκλειστικά ανανεώσιμες πηγές σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η άλλη όψη, όμως, λέει το εξής: ακριβώς επειδή η Google αγοράζει ενέργεια παραγόμενη από ορυκτά καύσιμα και τη «βαφτίζει» πράσινη στο όνομα της διοχέτευσης σε δεύτερο χρόνο στο δίκτυο, η κατανάλωση ενέργειας παραδοσιακής προέλευσης («βρώμικης» κατά την ορολογία που συνήθως χρησιμοποιείται για την παραγόμενη από ορυκτά καύσιμα σε αντιδιαστολή με την «καθαρή» από ΑΠΕ), από τους υπόλοιπους (και κυρίως τους μικρούς) καταναλωτές, αυξάνεται σε πραγματικό χρόνο, πολλές φορές κι εν αγνοία τους.
Πέρα από την επικοινωνιακή διάσταση και το προφίλ που καλλιεργεί και «πουλάει» η κάθε εταιρεία, το όλο ζήτημα έχει και σημαντικές οικονομικές προεκτάσεις.
Η διάσταση αυτή αναδεικνύεται ιδιαίτερα και στον απόηχο της υπό συζήτηση ανακοίνωσης της Google.
Για παράδειγμα, στην προαναφερθείσα δήλωσή του, ο εκπρόσωπος της οργάνωσης Friends of Earth εξέφρασε την ελπίδα του ότι σε λίγες δεκαετίες επιχειρήσεις, ακόμα και ολόκληρες πόλεις θα μπορούν να στραφούν ολοκληρωτικά στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Στην ίδια γραμμή σκέψης, ο Χέλτζλε αναφέρει ότι «η επιστήμη μάς λέει ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αποτελεί επείγουσα παγκόσμια προτεραιότητα», για να συμπληρώσει στη συνέχεια πως «πιστεύουμε ότι ο ιδιωτικός τομέας, σε συνεργασία με τους πολιτικούς ηγέτες, πρέπει να κάνει γενναία βήματα, με τρόπο που οδηγεί στην ανάπτυξη και την ευκαιρία».
Η ανάδειξη της «στροφής στις ΑΠΕ» ως αναπτυξιακού παράγοντα, λοιπόν, είναι μια βασική πλευρά του όλου θέματος.
Υπό την έννοια αυτή, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη σημαντική συσχέτιση που παρουσιάζουν οι οικονομικές δραστηριότητες των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων που δραστηριοποιούνται στις νέες τεχνολογίες και την πληροφορική με τους αντίστοιχους στις ΑΠΕ. Μάλιστα, σε μεγάλο βαθμό, οι δραστηριότητες αυτές συμφύονται σε κοινά σχήματα κ.ο.κ.
Το πρωτεύον κίνητρο για τέτοιου είδους συμπράξεις, όμως, δεν είναι ούτε ηθικό, ούτε κλιματικό, αλλά, όπως είναι προφανές, καθαρά οικονομικό: οι εταιρείες προσβλέπουν σε όσο το δυνατό μεγαλύτερη κερδοφορία και ενίσχυση της θέσης τους έναντι του ανταγωνισμού.
Από το γεγονός αυτό απορρέουν μια σειρά από συνέπειες και συμπεράσματα, τα οποία διαμορφώνουν ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο συζήτησης.
Στο βωμό αυτό, λοιπόν, ακόμα και εργαλεία όπως η εμπορία ρύπων ή οι εγγυήσεις προέλευσης, τα οποία, τουλάχιστον στα χαρτιά, διαμορφώθηκαν για να επιτευχθεί η στροφή σε φιλικότερες προς το περιβάλλον πολιτικές και μορφές ενέργειας, στην πράξη αποδεικνύεται ότι τυγχάνουν διαφορετικής εκμετάλλευσης στα πλαίσια της αγοράς.
Υπό την έννοια αυτή, όσο κι αν αξίζουν συγχαρητήρια σε όποιον καταβάλει ειλικρινείς προσπάθειες για να αντιστραφούν οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, το σίγουρο είναι ότι, για να αξιολογηθεί η κάθε σχετική είδηση, θα πρέπει κανείς να διαβάζει και πίσω από τους τίτλους, ώστε να ανασυνθέσει τις διάφορες πλευρές που διαμορφώνουν την πλήρη εικόνα.
ΑΠΟ http://energypress.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου