Θεωρούμε πολύ απλοϊκό αλλά και εθνικά επιζήμιο να επιχειρείται να παρουσιαστεί ότι ο λιγνίτης δεν έχει θέση στο ενεργειακό μείγμα κι ότι τη θέση του παίρνει πλέον το φυσικό αέριο, λόγω της σημαντικής μείωσης στις διεθνείς τιμές του και της αναμενόμενης αύξησης της τιμής των δικαιωμάτων ρύπων
Η απουσία στρατηγικού ενεργειακού σχεδιασμού στη χώρα εδώ και πολλές δεκαετίες δεν επέτρεψε να γίνει ποτέ μια ουσιαστική και ορθολογική συζήτηση γύρω από το ενεργειακό μείγμα, θέμα σύνθετο και εθνικής σημασίας.
Γι’ αυτό και θεωρούμε πολύ απλοϊκό αλλά και εθνικά επιζήμιο να επιχειρείται να παρουσιαστεί ότι ο λιγνίτης δεν έχει θέση στο ενεργειακό
μείγμα κι ότι τη θέση του παίρνει πλέον το φυσικό αέριο, λόγω της σημαντικής μείωσης στις διεθνείς τιμές του και της αναμενόμενης αύξησης της τιμής των δικαιωμάτων ρύπων.
Αντιλαμβανόμαστε πλήρως και συμφωνούμε με τον εθνικό και ευρωπαϊκό στόχο της μείωσης του αποτυπώματος άνθρακα και της σταδιακής μετάβασης προς «πράσινες» μορφές ενέργειας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό θα αποτελέσει μέρος του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού, λαμβάνοντας υπόψη την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και ειδικότερα της βιομηχανίας, αλλά και η αποφυγή δυσβάστακτων αυξήσεων του κόστους ενέργειας για τον καταναλωτή, ιδιαίτερα στις σημερινές δύσκολες συνθήκες.
Με απλά λόγια: η αύξηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές πρέπει και στη χώρα μας να είναι συμβατή με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές της Ε.Ε., γεγονός όμως που εμποδίζεται από τη μη ύπαρξη σύγχρονης, ανοιχτής και πραγματικά ανταγωνιστικής αγοράς.
Κατανοούμε επίσης ότι η σημερινή λειτουργία των λιγνιτωρυχείων, αλλά και η κατάσταση των περισσότερων λιγνιτικών σταθμών, είναι μακράν του να θεωρηθεί ορθή και αποδοτική. Αλλά δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι η κατάσταση αυτή δεν είναι αναστρέψιμη. Με δεδομένη την κοινοτική περιβαλλοντική υποχρέωση για σταδιακή απόσυρση πεπαλαιωμένων και ρυπογόνων λιγνιτικών μονάδων έως το 2020 –που μεταφράζεται στη διατήρηση μόνο των πέντε μονάδων του Αγίου Δημητρίου– θεωρούμε επιβεβλημένη την άμεση προώθηση της κατασκευής των νέων σταθμών της Πτολεμαΐδας 5 και της Φλώρινας, αλλά και τη λειτουργία των ορυχείων της Βεύης. Ετσι, οι εκσυγχρονισμένες αλλά και οι νέες μονάδες θα έχουν σημαντικά μειωμένο αποτύπωμα άνθρακα κατά περίπου 35%-40% αλλά και βελτιωμένο βαθμό απόδοσης, από 23% σήμερα σε 43%. Μιλάμε για σύγχρονες ευέλικτες μονάδες βάσης με υψηλή συμβολή στην οικονομία και στο ΑΕΠ της χώρας, αλλά και καθοριστική συμβολή στη διατήρηση και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, τόσο στα λιγνιτωρυχεία όσο και στις μονάδες παραγωγής, σε περιοχές της χώρας που μαστίζονται από την υψηλή ανεργία.
Ποια είναι τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα μιας μονάδας με καύσιμο φυσικό αέριο συγκρινόμενες με μια σύγχρονη μονάδα όπως η Πτολεμαΐδα 5;
Σε ποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν αποτελεί προτεραιότητα η χρήση των εγχώριων πηγών, όποιες και εάν είναι;
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι το βασικό καύσιμο στο ενεργειακό μείγμα στο μέλλον θα πρέπει να είναι ένα εισαγόμενο καύσιμο, όταν εθνικός αλλά και κεντρικός ευρωπαϊκός στόχος είναι ο διαρκής περιορισμός της ενεργειακής εξάρτησης από εισαγωγές.
Επιπλέον, η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της χώρας δεν μπορεί να διατηρηθεί όταν στηρίζεται στο κόστος μιας μονάδας βάσης με καύσιμο εισαγόμενο, όπως είναι το φυσικό αέριο. Από πλευράς και μόνο ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού, το ποσοστό του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα δεν μπορεί να μειωθεί κάτω από 30%. Ηδη στα τελευταία 3 χρόνια η μείωση της λιγνιτικής παραγωγής ξεπερνά το 35%. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της επιμονής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να θέσει θέμα στα ευρωπαϊκά δικαστήρια δεσπόζουσας θέσης της ΔΕΗ και να της επιβάλει να πουλήσει/διαθέσει ένα μεγάλο ποσοστό λιγνιτικής παραγωγής.
Είναι ωστόσο απορίας άξιο ότι έπειτα απ’ όλα αυτά κι ενώ υπάρχουν διαθέσιμα αναξιοποίητα λιγνιτικά πεδία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δείχνει να ξεχνά πλήρως ότι δεν απαγορεύεται η κατασκευή νέων λιγνιτικών μονάδων και δεν ζητάει και από ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγούς να κατασκευάσουν νέες θερμικές μονάδες, πράγμα που εξακολουθεί να κάνει μόνο η ΔΕΗ. Αποτέλεσμα και παράπλευρη απώλεια είναι η αύξηση του κόστους για τη βιομηχανία και τον καταναλωτή.
Ποια πρέπει λοιπόν να είναι η εθνική επιλογή στο ενεργειακό μείγμα;
Ποια είναι η ευρωπαϊκή πολιτική;
Η επιλογή της χώρας πρέπει να είναι ένα διαφοροποιημένο ενεργειακό μείγμα που θα ενισχύει την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας, αξιοποιώντας πλήρως τους εγχώριους πόρους και επιτρέποντας σε διαφορετικές τεχνολογίες να αναπτυχθούν και να ανταγωνίζονται στην αγορά, με γνώμονα τη μείωση του ενεργειακού κόστους, την αύξηση της εξοικονόμησης ενέργειας και της ενεργειακής αποδοτικότητας και βεβαίως τον σεβασμό των κλιματικών και ενεργειακών στόχων της Ενωσης.
Αυτή η πρώτη τοποθέτηση είναι συμβατή με τη γενικότερη ευρωπαϊκή κατεύθυνση και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν, καθώς περιγράφεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σε πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την προώθηση της Ενεργειακής Ενωσης: «Η διαφοροποίηση στο ενεργειακό μείγμα των κρατών-μελών, βασισμένη στους εγχώριους πόρους που διαθέτει το καθένα, αλλά και τις γεωγραφικές, περιβαλλοντικές παραμέτρους, όπως επίσης και την εμπειρία, τεχνογνωσία, τις ενεργειακές ανάγκες, και φυσικά τα κόστη, αποτελεί ένα περιουσιακό στοιχείο για την Ενωση στο σύνολό της, αφού ενισχύει την αντοχή της σε διακοπές/προβλήματα ενεργειακού εφοδιασμού, οδηγεί σε πιο συμφέρουσες από πλευράς κόστους επιλογές και επιτρέπει σε διαφορετικές τεχνολογίες να αναπτυχθούν και να ανταγωνιστούν στην αγορά. Ετσι οδηγούν στη μείωση του κόστους ενέργειας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου