Όταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ καταργούσε το νόμο για τη δημιουργία και πώληση της λεγόμενης «μικρής ΔΕΗ», δηλαδή μιας εταιρείας καθ΄ εικόνα και ομοίωση της «μεγάλης ΔΕΗ», η οποία θα είχε το 30% των παραγωγικών μονάδων (λιγνίτες, νερά, κ.λπ), των πελατών και των δανειακών
υποχρεώσεων της επιχείρησης, κατήγαγε μια εμβληματική πολιτική νίκη – ακυρώνοντας πρώτη φορά έναν μνημονιακό νόμο – και έπαιρνε, ταυτόχρονα, ένα μεγάλο επιχειρησιακό ρίσκο.
υποχρεώσεων της επιχείρησης, κατήγαγε μια εμβληματική πολιτική νίκη – ακυρώνοντας πρώτη φορά έναν μνημονιακό νόμο – και έπαιρνε, ταυτόχρονα, ένα μεγάλο επιχειρησιακό ρίσκο.
Θα είχε, δε, κερδίσει και το επιχειρησιακό στοίχημα, εάν δεν την προλάβαινε η ραγδαία πρόοδος των ευρωπαϊκών πολιτικών της αποανθρακοποίησης, η οποία στην πραγματικότητα είναι η βασική αιτία του ναυαγίου στο διαγωνισμό για την αποεπένδυση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ.
Η πώληση των μονάδων της Μελίτης και της Μεγαλόπολης ήταν το «κλειδί» για να αποφύγει η κυβέρνηση την υιοθέτηση άλλων μέτρων, τόσο για το σπάσιμο της αποκλειστικής πρόσβασης της ΔΕΗ στο λιγνιτικό απόθεμα της χώρας, όσο και για τη δραστική μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ στην παραγωγή και στην προμήθεια ρεύματος.
Το «κλειδί» αυτό, μετά το προχθεσινό ναυάγιο του διαγωνισμού για την αποεπένδυση, φαίνεται ότι «μάγκωσε» στην κλειδαριά, με αποτέλεσμα η όλη υπόθεση της ηλεκτρικής αγοράς να μπαίνει, κατά πρόσφατη ρήση του ίδιου του κ. Σταθάκη, «σε αχαρτογράφητα νερά».
Τα στοιχεία της δύσκολης εξίσωσης που έχει να λύσει τώρα η κυβέρνηση είναι τρία, είναι αυτόνομα αλλά και απολύτως συνδεόμενα, και έχουν ως εξής:
1) Μονοπώλιο στους λιγνίτες
Ο διαγωνισμός της αποεπένδυσης, δηλαδή η πώληση των λιγνιτικών πακέτων Μεγαλόπολης και Μελίτης, συμφωνήθηκε με τους θεσμούς για να ικανοποιηθεί η απόφαση της Κομισιόν (του 2008 και 2009) και η εν συνεχεία απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (τελικά, μετά από πολυετή δικαστική διένεξη με τη ΔΕΗ, το Δεκέμβριο του 2016) που «έβλεπαν» κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως της ΔΕΗ στις ελληνικές αγορές προμήθειας λιγνίτη και χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας.
Θεωρητικά η αποεπένδυση δεν αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση αλλά υποχρέωση προσαρμογής στις αποφάσεις Κομισιόν και Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Παρόλα αυτά η ολοκλήρωση του διαγωνισμού και η μεταβίβαση των μονάδων έχουν ενταχθεί στα θέματα που «τσεκάρει» η τρόικα στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας και θα αποτελέσουν αντικείμενο αναφοράς στην έκθεση των θεσμών που έχει προγραμματιστεί να παραδοθεί στις 27 Φεβρουαρίου.
Θεωρητικά, επίσης, δεν συνδέεται η υπόθεση της αποεπένδυσης με τα υπόλοιπα θέματα ανταγωνισμού της ηλεκτρικής αγοράς, ούτε με τα υδροηλεκτρικά. Αυτό αναφέρει ρητά και η DG Comp στη σχετική απόφασή της.
Στο βαθμό που απέτυχε η συμφωνημένη διαδικασία για την προσαρμογή της χώρας μας στις παραπάνω αποφάσεις για τους λιγνίτες, κυβέρνηση και Κομισιόν πρέπει να αποφασίσουν για μια νέα διαδικασία. Εδώ υπάρχει για την κυβέρνηση ένας άμεσος πολιτικός κίνδυνος: Ο ευρωπαϊκός κανονισμός προβλέπει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως ο αποτυχημένος διαγωνισμός της αποεπένδυσης, η Κομισιόν αναλαμβάνει την πώληση των περιουσιακών στοιχείων χωρίς κατώφλι στο τίμημα και χωρίς δεσμεύσεις από αποτιμήσεις ανεξάρτητων εκτιμητών.
Ανεξάρτητα από το αν μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε στην πραγματικότητα μια πολύ βολική διέξοδο, για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ κάτι τέτοιο θα ήταν δυσκολοδιαχειρίσιμο αν όχι καταστροφικό. Θα έπρεπε πολιτικά να απολογείται, και μάλιστα προεκλογικά, για το «ξεπούλημα των ασημικών» χωρίς κανέναν όρο, ως αποτέλεσμα της πολιτικής του.
Το ΥΠΕΝ, για ευνόητους λόγους, δεν προκρίνει μια τέτοια εξέλιξη και σπεύδει (στέλνοντας σήμερα τη σχετική επιστολή) να συζητήσει με την Κομισιόν κάποια ενδιάμεση πρόταση για νέα προκήρυξη με άλλους όρους και με άλλον φορέα (και όχι τη ΔΕΗ) που θα αναλάβει το διαγωνισμό (π.χ. ΤΑΙΠΕΔ).
Με λίγα λόγια το ΥΠΕΝ, για να μην εφαρμοστούν αυτά που προβλέπει ο ευρωπαϊκός κανονισμός, θέλει να προχωρήσει άμεσα σε μια νέα συμφωνία με την Κομισιόν. Εκτιμάται όμως ότι αυτήν τη συμφωνία, η Κομισιόν δύσκολα θα κάνει τη «χάρη» στην ελληνική κυβέρνηση να την δεί μονοδιάστατα σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των αποφάσεων του ευρωδικαστηρίου για τους λιγνίτες και μόνον. Αλλά, αντίθετα, θα την δεί σε συνδυασμό με το δεύτερο θέμα που είναι ανοιχτό, δηλαδή την δομή της ελληνικής ηλεκτρικής αγοράς και τη θέση της ΔΕΗ μέσα σε αυτήν.
2) Τα μερίδια της ΔΕΗ στην παραγωγή και στην προμήθεια
Οι συγκεκριμένες δεσμεύσεις για τη μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ στην παραγωγή και στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν μνημονιακά προαπαιτούμενα. Η ΔΕΗ πρέπει να φτάσει κάτω από το 50% στην παραγωγή και κάτω από 50% στην προμήθεια, μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους.
Για την ακρίβεια, με βάση τους μνημονιακούς στόχους, στο τέλος του 2018 το μερίδιο της ΔΕΗ στην προμήθεια θα έπρεπε να είχε υποχωρήσει στο 62,24% (έκλεισε στο 80,29%) και στο τέλος του 2019 να φτάσει στο 49,24%.
Με βάση το σκεπτικό του ΥΠΕΝ, η απόσταση από τους συγκεκριμένους στόχους θα είχε πολύ μικρή σημασία στο βαθμό που προχωρούσε ο διαγωνισμός για τους λιγνίτες. «Οι ίδιοι οι δεσμευτικοί στόχοι, στο βαθμό που η όλη υπόθεση έχει πάρει έναν άλλο δρόμο μετά την απόφαση για την αποεπένδυση, δεν έχουν νόημα. Θα ξαναδούμε το θέμα από την αρχή μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού» έλεγε πρόσφατα μιλώντας στο energypress ανώτατος παράγοντας του ΥΠΕΝ.
Ο διαγωνισμός ολοκληρώθηκε, αλλά όχι όπως θα ήθελε το ΥΠΕΝ. Συνεπώς η ώρα για να ξανατεθεί το θέμα από την αρχή έχει φτάσει, μόνον που, αντί να υπάρχει το επιχείρημα «πουλήθηκαν ήδη οι μονάδες και συνεπώς θα αλλάξει συνολικά η αγορά», υπάρχει η πίεση για αποδοτικά μέτρα.
Οι δημοπρασίες NOME αποδείχτηκαν χρήσιμο αλλά ανεπαρκές «εργαλείο». Σύμφωνα με την τελευταία συμφωνία με τους θεσμούς, η ανασκόπηση για τα αποτελέσματα των NOME στην αγορά και για την τύχη των δημοπρασιών από το 2020 και μετά, επρόκειτο να γίνει το Σεπτέμβριο. Τώρα η συζήτηση έρχεται πιο κοντά.
Το μνημόνιο αναφέρει ρητά ότι εάν, με τα εργαλεία που επιλέχτηκαν, δεν επιτευχθεί μια νέα δομή στην ηλεκτρική αγορά που να περιορίζει τον δεσπόζοντα παίχτη σε επίπεδα κάτω του 50%, θα εφαρμοστούν άλλα, αποδοτικότερα, δομικά μέτρα. Οι πάντες γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο σημαίνει ότι μπαίνει στο παιχνίδι το θέμα της πώλησης υδροηλεκτρικών μονάδων.
Συνεπώς, στο βαθμό που η Κομισιόν διατυπώσει την άποψη ότι πρέπει να υπάρξει μια συνολική λύση και όχι απλά μια λύση για την επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού για τους λιγνίτες, μπαίνει εκ των πραγμάτων και θέμα υδροηλεκτρικών. Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν εξελίξεις σε ένα τρίτο θέμα, θεωρητικά άσχετο με τα παραπάνω, το οποίο παρόλα αυτά έχει τη δική του, βαρύνουσα σημασία. Πρόκειται για την έρευνα της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Κομισιόν σχετικά με την διαχείριση των υδροηλεκτρικών πόρων και μονάδων από τη ΔΕΗ.
3) Έρευνα της DG Comp για τα υδροηλεκτρικά της ΔΕΗ
Η αποτυχία του διαγωνισμού για την αποεπένδυση των λιγνιτικών μονάδων συμπίπτει με την έναρξη εκ μέρους της DG Comp της διαδικασίας αποφάσεών της σχετικά με τα ευρήματα που έχει καταγράψει από την έρευνά της σχετικά με τη διαχείριση των υδροηλεκτρικών πόρων και μονάδων εκ μέρους της ΔΕΗ.
Όπως αποκαλύπτει σε σχετικό σημερινό του ρεπορτάζ το energypress, έχει συνταχθεί το πρώτο ερωτηματολόγιο προς τις ελληνικές αρχές και αποστέλλεται εντός των ημερών (εάν δεν έχει ήδη αποσταλεί).
Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί μεγαλύτερη πίεση για το άνοιγμα του κεφαλαίου «υδροηλεκτρικά» από την Κομισιόν, στο πλαίσιο αναζήτησης συνολικής λύσης που, όπως εκείνη της «μικρής ΔΕΗ», θα απαντάει σε όλα ταυτόχρονα τα ανοιχτά ζητήματα ανταγωνισμού και πλήρους απελευθέρωσης της ηλεκτρικής αγοράς.
Ο κ. Σταθάκης έχει διαμηνύσει πάντως ότι δεν θα δεχθεί καμία συζήτηση για παραχώρηση και υδροηλεκτρικών μαζί με τα λιγνιτικά εργοστάσια. Μένει να αποδειχθεί, πρώτον, εάν η Κομισιόν θα αξιοποιήσει την ευκαιρία της αποτυχίας της αποεπένδυσης για να θέσει όλο το «πακέτο» και, δεύτερον, ποια εργαλεία επιβολής έχει η Κομισιόν στην περίοδο μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, αλλά με την ελληνική οικονομία να βρίσκεται στη διαδικασία της μεταμνημονιακής εποπτείας.
energypress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου