«Πιστεύω, ότι από ένα μονοπώλιο, με 7,5 εκατ. πελάτες, δυσκίνητο και ευάλωτο στις ορέξεις συμφερόντων με επιχειρηματική λειτουργία ελλειμματική λόγω του κρατικού εναγκαλισμού, μια επιχείρηση με πραγματικά εταιρικά χαρακτηριστικά και λειτουργία, με 4 εκατ. πελάτες ηλεκτρισμού στο εσωτερικό, μπορεί να είναι πολύ πιο ισχυρή και να δημιουργεί πολύ μεγαλύτερη αξία για
τους μετόχους της, τους εργαζομένους της και τη χώρα. Μια επιχείρηση δυναμική με επέκταση σε άλλες αγορές και διαφοροποίηση σε άλλα προϊόντα και υπηρεσίες.
Η δήλωση του κ. Μανώλη Παναγιωτάκη την περασμένη εβδομάδα αποτυπώνει την σκληρή πραγματικότητα των μνημονιακών δεσμεύσεων της χώρας για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και τη ΔΕΗ.
Ταυτόχρονα, όμως, δείχνει αυτό που αποτελεί μονόδρομο για τη μεγαλύτερη βιομηχανική επιχείρηση της χώρας: Η εξυγίανση της περνά και μέσα από τη συρρίκνωση των μεγεθών της. Μία επιχείρηση δεν μπορεί να επιβιώσει αν έχει ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις έναντι πελατών της (ένα τμήμα των οποίων είναι οριστικά ανείσπρακτο) που αγγίζουν ή ξεπερνούν το 50% του τζίρου της ή αν ο καθαρός δανεισμός απειλεί να φθάσει στο ύψος των ετήσιων εσόδων της. Εκ των πραγμάτων και δεν χρειάζεται κανένα Μνημόνιο γι' αυτό, είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει σε μία μακροχρόνια οδυνηρή προσπάθεια αναδιάρθρωσης, ώστε να μειώσει τις δαπάνες και να ενισχύσει τις ταμειακές ροές της και να είναι σε θέση να καλύπτει τις υποχρεώσεις της.
Μία επιχείρηση στρατηγικής σημασίας για το ηλεκτρικό σύστημα και την εθνική οικονομία, όπως είναι η ΔΕΗ, δεν μπορεί να μπει σε περιπέτειες ή να αποτελέσει αντικείμενο πειραματισμών από την εκάστοτε κυβέρνηση ή τους Θεσμούς. Ο μετασχηματισμός μίας «παραδοσιακής» εταιρείας κοινής ωφέλειας σε έναν σύγχρονο ενεργειακό όμιλο δεν είναι εύκολη υπόθεση και αυτό αποδεικνύεται και από την πορεία αναδιάρθρωσης μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών, όπως για παράδειγμα οι γερμανικές E.ON.και RWE. Όμως, ευνοϊκές εναλλακτικές επιλογές στο εγχώριο περιβάλλον δεν υφίστανται ή για την ακρίβεια είναι ακόμα χειρότερες.
Σύμφωνα με στελέχη της Επιχείρισης, η απώλεια μεριδίου στη λιανική αγορά δεν είναι κάτι που ανησυχεί τη ΔΕΗ. Ζητούμενο είναι να μην μείνει στο τέλος η ΔΕΗ με ένα πελατολόγιο που θα αποτελείται κυρίως από τους «μπαταχτσήδες» του ιδιωτικού ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τους ευάλωτους καταναλωτές και τα αγροτικά τιμολόγια, αλλά να μπορεί να διατηρήσει τους καλούς πελάτες,ώστε με την πάροδο του χρόνου να καταφέρει να μειώσει και τις υπέρογκες ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις. Είναι προφανές ότι είναι προτιμότερο να διαθέτει 4 εκατ, καταναλωτές που εξοφλούν κανονικά τους λογαριασμούς τους, παρά 7,5 εκατομμύρια, από τους οποίους μάλιστα οι μισοί δεν μπορούν να ανταποκριθούν με συνέπεια στις υποχρεώσεις τους.
Οι νέες επενδύσεις στο εσωτερικό της χώρας με πανίσχυρους συμμάχους όπως η κινεζική CMEC, η διάθεση χαρτοφυλακίων στην αγορά με πελάτες λιανικής, η επέκταση στις γειτονικές αγορές και η σταδιακή απομόχλευση του ισολογισμού της, διασφαλίζουν ένα ισχυρό μέλλον στη ΔΕΗ ακόμα και από τις πλέον αντίξοες συνθήκες. Συνεπώς, μία μικρότερη ΔΕΗ, δηλαδή μία επιχείρηση με λιγότερους πελάτες στην λιανική αγορά αλλά και και συνολικά με μικρότερα μεγέθη σε σύγκριση με σήμερα, μπορεί να είναι μία ισχυρότερη ΔΕΗ με σαφώς μεγαλύτερη αξία και συμβολή στην σταθερότητα του ηλεκτρικού συστήματος και της ελληνικής οικονομίας.
Παράδειγμα προς αυτή την κατεύθυνση, αποτελούν εταιρείες όπως η ιταλική ENEL και η τσέχικη CEZ που στις αρχές της δεκαετίας του 2000 πούλησαν, μέσω δημοπρασιών, ένα όχι ευκαταφρόνητο τμήμα των παγίων τους, περί το 30%-40% της εγκατεστημένης ισχύος τους, σε εν δυνάμει ανταγωνιστές τους. Με τα χρήματα που εισέπραξαν μείωσαν κατακόρυφα τον δανεισμό τους, επιστρέφοντας σε κερδοφορία, και επένδυσαν συστηματικά σε αγορές εκτός Ιταλίας και Τσεχίας, αναβαθμιζόμενες έτσι σε ευρωπαϊκές και στη συνέχεια σε διεθνείς εταιρείες με πολύ θετικές έως σήμερα επιδόσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου