Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι παραδοσιακές ΔΕΚΟ του ηλεκτρισμού πανευρωπαϊκά στο νέο περιβάλλον είναι γνωστά και καταγεγραμμένα. Οι περισσότερες εξ αυτών δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες με αρνητικά αποτελέσματα για την οικονομική τους θέση και τις μελλοντικές τους προοπτικές.
Με αυτή την αφετηρία, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στις συμβουλέςπου δίνει η γνωστή συμβουλευτική εταιρεία McKinsey, η οποία είναι γνωστή και στη χώρα μας καθώς αποτελεί μια εκ των συμβούλων για την κατάρτιση του νέου επιχειρηματικού της σχεδίου. Θυμίζουμε ότι με βάση τα όσα διέρρευσαν, η McKinsey περιέγραψε με μελανά χρώματα την οικονομική θέση της ΔΕΗ και πρότεινε σειρά από λύσεις για την εξυγίανσή της.
Οι νέες τάσεις στην αγορά ενέργειας
Όπως ανέφερε πρόσφατα η McKinsey σε ανάλυσή της που έλαβε υπόψη 50 διαφορετικές ΔΕΚΟ ανά την υφήλιο, οι μέσες επιστροφές προς τους μετόχους τους ανήλθαν μόλις σε 1% κατά το διάστημα 2007-2017, έναντι 55% στην περίπτωση του MSCI World Index, γεγονός ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί διεθνώς. Υπάρχουν δύο αιτίες για αυτό το φαινόμενο: Πρώτον, η κατάρρευση της συμβατικής ηλεκτροπαραγωγής που πλήττει τα κέρδη των εταιρειών, ιδίως στις ΗΠΑ και την Ευρώπη και δεύτερον, ο ανταγωνισμός που δέχονται από νέους παίκτες στην αγορά. Το ειρωνικό στην όλη υπόθεση είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο κατά την οποία η ζήτηση για ηλεκτρισμό αυξάνεται σταθερά.
Η McKinsey υπογραμμίζει ότι έχει αναπτύξει ένα μοντέλο που αξιολογεί αναλυτικά τη διαθέσιμη αξία για τις ΔΕΚΟ, περιλαμβάνοντας την ηλεκτροπαραγωγή, τα δίκτυα, τις ΑΠΕ, τη διανομή και τις υπηρεσίες.
Προτού καταγράψει τις προτάσεις της, η McKinsey αναφέρει πέντε κυρίαρχες τάσεις που θα παρατηρηθούν στον κλάδο στο εξής.
Καταρχήν, το μοντέλο εσόδων για όλες τις τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής θα μετακινηθεί προς τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια, αυξάνοντας τη μεταβλητότητα. “Τα τελευταία πέντε χρόνια, η υπερπροσφορά ισχύος και οι χαμηλές χονδρεμπορικές τιμές στις ώριμες αγορές οδήγησαν σε έντονη πίεση και σε ορισμένες περιπτώσεις σε κατάρρευση της συμβατικής ηλεκτροπαραγωγής. Η νέα ηλεκτροπαραγωγή θα είναι δύσκολο να χρηματοδοτηθεί με βάση αποκλειστικά το παραδοσιακό μοντέλο, όπου οι τιμές τίθενται από το μεταβλητό κόστος. Η πρόσφατη κατάρρευση της συμβατικής ηλεκτροπαραγωγής, το υψηλότερο ρυθμιστικό ρίσκο και η ανάπτυξη των ΑΠΕ, οι οποίες έχουν μηδενικό μεταβλητό κόστος, σημαίνουν ότι οι μελλοντικές τιμές είναι αβέβαιες. Ο προσδιορισμός τους, είτε μέσω μακροπρόθεσμων συμβολαίων, είτε μέσω μηχανισμών ισχύος, είναι τα πιο πιθανά νέα μοντέλα εσόδων”.
Παρόλα αυτά, σημειώνει η McKinsey, ο περιορισμός της μεταβλητότητας των τιμών δεν θα μεταφραστεί απαραίτητα σε βελτιωμένα οικονομικά αποτελέσματα. “Οι διαγωνισμοί θα ωθήσουν προς τα κάτω τις τιμές, άρα και τις επιστροφές. Ήδη βλέπουμε το αποτέλεσμα στις νέες ΑΠΕ. Αν οι τιμές συγκλίνουν ταχύτερα λόγω του ενισχυμένου ανταγωνισμού, τότε ο ρυθμός βελτίωσης του τεχνολογικού κόστους ίσως να μην είναι αρκετά γρήγορος για να αντισταθμίσει την σοβαρή πτώση των εσόδων. Κατ' επέκταση, οι επιστροφές θα συνεχίσουν να τελούν υπό πίεση”.
Ένα ακόμη στοιχείο στο οποίο στέκεται η McKinsey είναι οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες στον τομέα της μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Σημειώνει ότι οι παγκόσμιες επενδύσεις στον κλάδο προβλέπεται να φτάσουν τα 3 τρις. δολάρια ως το 2025, έναντι 1,1 τρις. στη συμβατική ηλεκτροπαραγωγή. Αυτό εκπροσωπεί μια σημαντική αναπτυξιακή ευκαιρία για τους παραδοσιακούς παίκτες.Εντούτοις, ο χώρος αυτός περιέχει και προκλήσεις, καθώς παρατηρούνται έντονες διαφορές γεωγραφικά από αγορά σε αγορά. Ως εκ τούτου, προκύπτουν δύο ερωτήματα: Πότε θα απαιτήσουν οι αρχές από τους διαχειριστές μειωμένα κόστη και αυξημένη αξιοπιστία; Και πως θα αντιμετωπίσουν οι αρχές την επίδραση της διανεμημένης παραγωγής στο δίκτυο;
Ένα ακόμα στοιχείο με ενδιαφέρον για τη McKinsey είναι ο αυξημένος βαθμός περιπλοκότητας στον κλάδο. “Από τις μονόδρομες στις αμφίδρομες ενεργειακές ροές, από την επικεντρωμένη στην αποκεντρωμένη παραγωγή και από την κεντρική σε τοπική λογική στα κυκλώματα. Αυτό θα απαιτήσει τη χρήση ανεπτυγμένου λογισμικού και εκσυγχρονισμένο εξοπλισμό”.
Επιπλέον, η McKinsey αναφέρει στην περίπτωση της λιανικής αγοράς ότι ο ανταγωνισμός παραμένει περιορισμένος διεθνώς και όπου υπάρχει, τα περιθώρια κέρδους είναι χαμηλά για τους παίκτες. “Η μακροπρόθεσμη κερδοφορία στη λιανική θα είναι πολύ δύσκολη”, συμπεραίνει η εταιρεία.
Επισημαίνει ότι στον μη οικιακό τομέα, η λύση βρίσκεται στην προσφορά νέων προϊόντων και υπηρεσιών στους υπάρχοντες πελάτες. Στον οικιακό τομέα, οι εταιρείες μπορούν να επικεντρωθούν στη μείωση του κόστους και στην ψηφοποίηση.
Το τέταρτο θέμα όπου εστιάζει η McKinsey είναι ότι η δραστηριοποίηση σε νέους τομείς δεν αναμένεται να βοηθήσει τις ΔΕΚΟ βραχυπρόθεσμα. Οι εταιρείες δυσκολεύονται να μετουσιώσουν τις πρωτοβουλίες αυτές σε αξία διότι εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από ευνοϊκά ρυθμιστικά πλαίσια, δυσκολεύονται να εντοπίσουν ένα λειτουργικό μοντέλο και παρατηρείται έντονος ανταγωνισμός.
“Οι ΔΕΚΟ που εξετάζουν μεγάλες επενδύσεις στη διανεμόμενη παραγωγή και τις νέες υπηρεσίες πρέπει να δεχτούν ότι πρόκειται για μακροπρόθεσμες λύσεις. Επίσης, πρέπει να σκεφτούν που έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα και πως να επεκτείνουν την πρότασή τους κατά μήκος της αλυσίδας αξίας. Οι πιο αποδοτικοί παίκτες θα επικρατήσουν στις δημοπρασίες και θα αναπτυχθούν στα δίκτυα και τη λιανική”.
Τέλος, η McKinsey θεωρεί ότι τα επιτόκια και το ρυθμιστικό περιβάλλον θα καθορίσουν τις αλλαγές στον κλάδο, καθώς τα πρώτα επηρεάζουν τη βιωσιμότητα της νέας παραγωγικής ισχύος ή μπορούν να συρρικνώσουν τα περιθώρια σε ρυθμιζόμενα δίκτυα. Επίσης, μπορούν να μειώσουν την ελκυστικότητα των περιουσιακών στοιχείων για πιθανούς επενδυτές.
Πως μπορούν οι ΔΕΚΟ να ακμάσουν
- Η κλίμακα
Μόνο μερικές εταιρείες θα γίνουν πραγματικά διεθνείς. Για τις άλλες, η τοπική ή περιφερειακή ηγεσία θα είναι αρκετή για να αποκτήσουν συγκριτικό πλεονέκτημα. Προκειμένου να επιτύχουν την απαραίτητη κλίμακα, οι ΔΕΚΟ θα χρειαστεί να αναθεωρήσουν τις κεφαλαιακές τους δαπάνες και να είναι έτοιμες να αποεπενδύσουν. Εν τέλει, η γεωγραφική διεύρυνση ίσως γίνει ένας καλύτερος τρόπος επίτευξης κλίμακας έναντι στην κάθετη ενσωμάτωση, ως προστασία απέναντι στο ρυθμιστικό ρίσκο.
- Αποδοχή των νέων τεχνολογιών
- Έμφαση στη ρυθμιστική διαχείριση
- Διερεύνηση νέων τομέων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου