Τη
στρεβλή λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού πληρώνει η ΔΕΗ μέσα από το
παράδοξο σχήμα που η ίδια αλλά και οι διαχρονικά κυβερνητικές πολιτικές
έχουν δημιουργήσει: Τη δεσπόζουσα θέση της στην προμήθεια με μερίδιο
73,9% και το χαμηλό μερίδιο της 43,4% στην παραγωγή.
Η παραγωγή των μονάδων της δημόσιας εταιρίας δεν αρκεί
για να
καλύψει τις ανάγκες ηλεκτροδότησης των πελατών της με αποτέλεσμα να αναγκάζεται σε αγορά ακριβής ενέργειας από τη χονδρεμπορική. Σε συνδυασμό με τις δημοπρασίες ΝΟΜΕ, τα πανάκριβα δικαιώματα εκπομπών ρύπων (εξαιτίας της λιγνιτικής παραγωγής), τη βουτιά της υδροηλεκτρικής παραγωγής και της εκτίναξης των τιμών των υγρών καυσίμων και φυσικού αερίου, η δημόσια εταιρία μπήκε μέσα κατά 494,1 εκ. ευρώ.
καλύψει τις ανάγκες ηλεκτροδότησης των πελατών της με αποτέλεσμα να αναγκάζεται σε αγορά ακριβής ενέργειας από τη χονδρεμπορική. Σε συνδυασμό με τις δημοπρασίες ΝΟΜΕ, τα πανάκριβα δικαιώματα εκπομπών ρύπων (εξαιτίας της λιγνιτικής παραγωγής), τη βουτιά της υδροηλεκτρικής παραγωγής και της εκτίναξης των τιμών των υγρών καυσίμων και φυσικού αερίου, η δημόσια εταιρία μπήκε μέσα κατά 494,1 εκ. ευρώ.
Τα
παραπάνω προκύπτουν από την εξαμηνιαία οικονομική έκθεση της ΔΕΗ και
δεν είναι η πρώτη φορά που αποτυπώνονται με μεγέθη οι υψηλές δαπάνες της
εταιρίας προκειμένου να καλύψει το μεγάλο χάσμα ανάμεσα στο μερίδιο της
παραγωγής της με αυτό των πελατών της. Σύμφωνα λοιπόν με τα όσα
δημοσιεύει η εταιρία, το μέσο μερίδιο της αγοράς στο Διασυνδεδεμένο
Σύστημα περιορίσθηκε σε 73,9% τον Ιούνιο του 2019 από 80,4 % πέρυσι, ενώ
το μέσο μερίδιο αγοράς της , ανά τάση, ήταν 97,8 % στην Υψηλή, 48,9%
στη Μέση και 78,4% στη Χαμηλή Τάση, έναντι 98,5 %, 61 % και 85 % τον
Ιούνιο του 2018 αντίστοιχα.
Το μικρό μερίδιο στην παραγωγή
Ωστόσο,
η παραγωγή και οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας του ομίλου
(συμπεριλαμβανομένων των θυγατρικών Μελίτης και Μεγαλόπολης) κάλυψαν το
πρώτο εξάμηνο 2019 το 43,4 % στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα, ενώ το
αντίστοιχο ποσοστό πέρυσι 50,8 %.
Η παραγωγή δε της ΔΕΗ ήταν μειωμένη κατά 9,6% στις 14.205 GWh έναντι 15.705 GWh πέρυσι.
Έτσι
εξαιτίας αυτής της διαφοράς, δηλαδή να έχει το 73,9% της κατανάλωσης
των πελατών της και η παραγωγή της να αντιστοιχεί μόνο στο 43,4% την
επιβάρυνε με 275,3 εκ. ευρώ.
Επιπλέον
οι λιγνιτικές μονάδες παρήγαγαν λιγότερες κατά 16,1%, ή κατά 1.106 GWh
ποσότητες ρεύματος, προκειμένου να περιορίσει τα κόστη CO2, ενώ αντίθετα
ανέβασε κατά 33,4% την παραγωγή ρεύματος από μονάδες φυσικού αερίου.
Η
ΔΕΗ επίσης στο πρώτο εξάμηνο του έτους δεν είχε το όπλο… των
υδροηλεκτρικών σταθμών αφού η παραγωγή τους μειώθηκε κατά 45,8% ή κατά
1.386 GWh καθώς η εισροή υδάτων στους ταμιευτήρες ήταν πολύ χαμηλή.
Φωτιά οι δαπάνες
Οι
δαπάνες για υγρά καύσιμα, φυσικό αέριο, στερεά καύσιμα τρίτων, CO2,
αγορές ηλεκτρικής ενέργειας (χωρίς την χρέωση και την επιστροφή για τον
ΕΛΑΠΕ) και το Ειδικό Τέλος Λιγνίτη αυξήθηκαν κατά 494,1εκατ. ευρώ
(42,3%) σε σχέση με το α΄ εξάμηνο του 2018.
Συγκεκριμένα:
-
Η δαπάνη για υγρά καύσιμα αυξήθηκε κατά 30,3 εκατ. (10,5%), από 289,4
εκατ. το πρώτο περσινό εξάμηνο σε 319,7 εκατ. ευρώ φέτος, ουσιαστικά
λόγω των αυξημένων τιμών τόσο του μαζούτ όσο και του diesel κατά 14,9%
και 5,3%, αντίστοιχα.
-
Η δαπάνη για φυσικό αέριο, ανέβηκε κατά 57,1% σε 222,5 εκατ. έναντι
141,6 εκατ. ευρώ τόσο λόγω της αύξησης της τιμής φυσικού αερίου κατά
21,8% όσο και λόγω της υψηλότερης ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο.
-
Η δαπάνη για αγορές ενέργειας από το Σύστημα (ηπειρωτική χώρα) και το
Δίκτυο (μη διασυνδεδεμένα νησιά), μη συμπεριλαμβανομένης της επίπτωσης
της χρέωσης για την κάλυψη του ελλείματος του ΕΛΑΠΕ αυξήθηκε κατά 275,3
εκατ. ευρώ λόγω της αύξησης της Οριακής Τιμής Συστήματος από 52,8 /MWh
σε 66,7 ευρώ/MWh (επιβάρυνση κατά 131 εκατ. ερώ), του μεγαλύτερου
όγκου αγορών ενέργειας (επιβάρυνση κατά 52,1 εκατ. ευρώ), και των
δημοπρασιών ΝΟΜΕ. Συγκεκριμένα, η επιβάρυνση από τις δημοπρασίες
ηλεκτρικής ενέργειας «ΝΟΜΕ» ήταν αυξημένη κατά 70,1 εκατ. ευρώ ( 119,9
εκατ. έναντι 49,8 εκατ. ευρώ), ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη
διάρκεια του πρώτου εξαμήνου 2019, σε αρκετές περιπτώσεις, οι ποσότητες
«ΝΟΜΕ» υπερέβαιναν το αντίστοιχο άθροισμα λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής
παραγωγής, αντιπροσωπεύοντας το 95% της παραπάνω παραγωγής.
-
Η δαπάνη για δικαιώματα εκπομπών CO2 αυξήθηκε σε 251,1 εκατ. ευρώ το
α΄εξάμηνο 2019 από 129,1 εκατ. το α΄εξάμηνο 2018, λόγω της αύξησης της
μέσης τιμής δικαιωμάτων εκπομπών CO2 από 9,69 ευρώ/τόνο σε 20,38
ευρώ/τόνο, παρά τις μειωμένες εκπομπές (από 13,3 εκατ. τόνους σε 12,3
εκατ. τόνους).
energypress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου