Αγαπητοί συνάδελφοι, κυρίες και κύριοι.
Αισθάνομαι αρκετά περίεργα καθώς καλούμαι να μιλήσω σε πολίτες που ζουν σε μία από τις τέσσερις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, για την οικονομική κατάσταση της πατρίδας μου. Ωστόσο, από αυτά που θα παραθέσω είμαι σίγουρος ότι ο καθένας μπορεί να εξάγει χρήσιμα συμπεράσματα.
Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα διανύει την πιο κρίσιμη καμπή
της σύγχρονης ιστορίας της καθώς οι λανθασμένες οικονομικές πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών την έχουν οδηγήσει στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Λανθασμένες, γιατί το οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας (μετά και την ένταξή μας στην ΕΟΚ και μετέπειτα στην Ευρωπαϊκή και Νομισματική Ένωση), στηρίχθηκε δυστυχώς μόνο στην κατανάλωση και όχι στην παραγωγή.
Η αύξηση βέβαια των δημοσίων επενδύσεων, έστω και με δανεισμό, κατά την δεκαετία του ΄80 ήταν άκρως απαραίτητη προκειμένου η χώρα να αποκτήσει τις στοιχειώδεις εκείνες υποδομές που θα της επέτρεπαν να συγκαταλέγεται στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Ωστόσο οι κυβερνήσεις, προκειμένου να ικανοποιήσουν τα αιτήματα των κοινωνικών ομάδων με απώτερο στόχο την αύξηση του βιοτικού τους επιπέδου, προχώρησαν σε έναν υπέρμετρο δανεισμό μεταθέτοντας την αποπληρωμή των δανείων στο μέλλον και νομίζω πως ο καθένας γνωρίζει πολύ καλά τις παγίδες και τα ολέθρια αποτελέσματα που μπορεί να έχει μία τέτοια τακτική.
Έτσι, για πολλά χρόνια και παρόλο που από την 1η Ιανουαρίου του 2002 είχαμε ενταχθεί στην ζώνη του ευρώ με υποχρέωση διατήρησης του συμφώνου σταθερότητας της Ε.Ε, η οικονομία της πατρίδας μου κάθε χρόνο δημιουργούσε ελλείμματα κυρίως για δύο λόγους. Ο πρώτος έγκειται στην γεωγραφική θέση της χώρας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην σχέση της με τη γείτονα Τουρκία. Μία θέση λοιπόν και μία σχέση που απαιτεί τεράστια ποσά για εξοπλιστικά προγράμματα που θωρακίζουν υποτίθεται την ασφάλεια της χώρας. Εξάλλου, η Στρατηγική επιλογή ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ζώνη του ευρώ προφανώς έχει να κάνει και με τα εθνικά μας θέματα.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την μηδενική σχεδόν – όπως προανέφερα – παραγωγική δραστηριότητα.
Στην Ελλάδα, αν εξαιρέσει κανείς τον τουρισμό που είναι η μεγάλη ναυαρχίδα της οικονομίας μας αλλά και αυτός αφορά κυρίως στην παροχή υπηρεσιών ο όποιος μπορεί να δεχθεί επίθεση από άλλες ανταγωνίστριες χώρες (αναφέρω το πολύ πρόσφατο παράδειγμα όπου οι δανειστές επέβαλαν τεράστια αύξηση του ΦΠΑ στους τουριστικούς προορισμούς της πατρίδας μου, προφανώς για να ανακόψουν την μεγάλη αύξηση που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια καθώς φιλοξενήσαμε περισσότερους από 20 εκατομμύρια τουρίστες), δεν υπάρχει άλλος παραγωγικός τομέας ικανός να στηρίξει την ανάπτυξή της χώρας και την εναρμόνισή της με τις απαιτήσεις της εποχής.
Ακόμα και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από την καύση του λιγνίτη που αποτελεί το Εθνικό μας καύσιμο, δεν «βρίσκει» τα ανοιχτά πεδία που χρειάζεται ώστε να συνεισφέρει ουσιαστικά στην μείωση του ελλείμματος και στην γενικότερη ανάπτυξη της χώρας.
Σήμερα δυστυχώς ο λιγνίτης δέχεται σφοδρότατη επίθεση με την επιβολή υπέρμετρων φόρων στο όνομα της δήθεν «πράσινης ανάπτυξης» με αποτέλεσμα να μην καθίσταται ανταγωνιστικός έναντι των εισαγόμενων καυσίμων όπως φυσικό αέριο, πετρέλαιο και ελλείψει άλλων πλουτοπαραγωγικών πηγών (αφού ο πρωτογενής τομέας βασίζεται ακόμη στην λογική των επιδοτήσεων), ως χώρα βρισκόμαστε σήμερα σε αυτή την δεινή οικονομική κατάσταση.
Σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον η παγκόσμια οικονομική κρίση που επηρέασε με σφοδρότητα όλες τις Δυτικού τύπου οικονομίες, δεν θα μπορούσε να αφήσει ανέγγιχτη την Ελληνική οικονομία η οποία αντιμετωπίζει σοβαρότατα, χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα.
Είναι αλήθεια ότι την 1η Ιανουαρίου του 2002 πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη νομισματική αλλαγή στην Ιστορία.
Ήταν μία πρόκληση με άνευ προηγουμένου πολλαπλές διαστάσεις που αφορούσαν: τον τραπεζικό τομέα, τις εταιρείες χρηματαποστολών, το λιανικό εμπόριο, τις επιχειρήσεις και το ευρύ καταναλωτικό κοινό.
Με τη συμμετοχή της Ελλάδας στον σκληρό πυρήνα των κρατών της Ευρωζώνης διαμορφώθηκαν νέες συνθήκες για την Ελληνική Οικονομία ισχυροποιώντας τη θέση της χώρας σε Ευρωπαϊκό και Διεθνές επίπεδο. Αναμφίβολα, τα πλεονεκτήματα που προέκυψαν από την ένταξή μας στην ζώνη του ευρώ είναι σημαντικά, τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους καταναλωτές.
Ωστόσο, η κυκλοφορία του νέου νομίσματος προκάλεσε μία σημαντική και άνευ προηγουμένου αλλαγή στη μετατόπιση κεφαλαίων και είναι χαρακτηριστικές οι επιδράσεις και τα αποτελέσματά της στις τιμές των προϊόντων κατά την διαδικασία της μετατροπής από το ένα νόμισμα στο άλλο.
Οι έλληνες πολίτες διαμαρτύρονται ότι το ευρώ έφερε ανατιμήσεις και ότι είναι η αιτία για τις αυξήσεις των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών. Αρκετοί, δε, θεωρούν το ευρώ ως «αρνητική εξέλιξη» για την Ελληνική οικονομία συνδέοντάς το με την ακρίβεια. Περαιτέρω, μία μερίδα ανθρώπων εκτιμά ότι η υιοθέτηση του ευρώ αποτελεί μειονέκτημα για την Ελλάδα καθώς κρίνουν ότι θα την αποδυναμώσει μελλοντικά.
Την ίδια στιγμή, η τεράστια ρευστότητα των τραπεζών βρήκε διέξοδο σε μία ξέφρενη πιστωτική επέκταση. Οι Ελληνικές τράπεζες υιοθετούν μία επιθετική πολιτική και ξεκινούν να χορηγούν δάνεια με απίστευτη ευκολία και με ανύπαρκτους όρους εξασφάλισης.
Άλλο ένα πρόβλημα που άρχισε «να γίνεται ορατό» μόλις ξεκίνησε η κρίση και συνεχίζει να διογκώνεται. Σήμερα, το ζήτημα των «κόκκινων δανείων» είναι βασικό σημείο διαπραγματεύσεις μεταξύ δανειστών και Ελληνικής Κυβέρνησης.
Αποτέλεσμα; Ο Ελληνικός λαός να βρίσκεται στη μέγγενη των περικοπών εδώ και περίπου έξι χρόνια. Οι έλληνες εργαζόμενοι, μέσα σε αυτό το διάστημα, έχουν απολέσει σχεδόν το 50% των εισοδημάτων τους χάνοντας παράλληλα βασικά εργατικά, ασφαλιστικά, προνοιακά δικαιώματα.
Δυστυχώς, παρά την όποια προσπάθεια, παρά τις περικοπές και τα αυστηρά μέτρα, η κατάσταση χειροτερεύει ακόμη περισσότερο για τον κόσμο εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η ανεργία αγγίζει πλέον το ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες ανθρώπους (25%), οι περικοπές στο σύστημα υγείας και στις συντάξεις είναι δραματικές και με νέες να είναι προ των πυλών, ενώ το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων βαίνει μειούμενο λόγω των νέων φόρων και της ακρίβειας.
Τα μέτρα που πήραν οι κυβερνήσεις τα τελευταία έξι χρόνια δεν είναι μόνο άδικα αλλά, όπως φαίνεται, δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα στην προσπάθεια ανάκαμψης και αυτό δεν αποτελεί μία ιδεολογική τοποθέτηση αλλά είναι η απτή/ωμή πραγματικότητα που ζουν εκατομμύρια πολιτών στην Ελλάδα και κανείς δεν μπορεί να την αγνοήσει.
Πρόκειται για μέτρα που όχι μόνο ανάκαμψη δεν επιφέρουν αλλά αντίθετα μας οδηγούν σε περαιτέρω φτωχοποίηση. Φοβούμαι ότι η Ελλάδα θα ήταν το «ιδανικό πειραματόζωο» για να εξαχθούν συμπεράσματα ή για να δοκιμαστούν ¨θεραπείες¨ προς παραδειγματισμό και τελικά εκφοβισμό, των Ευρωπαϊκών λαών.
Αγαπητοί συνάδελφοι, κυρίες και κύριοι.
Οι εργαζόμενοι στη χώρα μου, στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο βρισκόμαστε στο χειρότερο σημείο των τελευταίων 60 ετών με βάση το επίπεδο των μισθών και της αγοραστικής μας δύναμης.
Την ίδια ώρα βασικά εργατικά μας δικαιώματα, δικαιώματα που χτίζονται μέσα στη Δημοκρατία και θα έπρεπε να την ενδυναμώνουν, εκφυλίζονται στο όνομα αντιμετώπισης της κρίσης, καταλύοντας κάθε δημοκρατική έννοια.
Το συμπέρασμα είναι πασιφανές: ο Ελληνικός λαός βιώνει τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση της ιστορίας, η κοινωνία βρίσκεται υπό το καθεστώς του φόβου ενώ ο συνδυασμός του φόβου και της έλλειψης ελπίδας, οδηγούν τους πολίτες σε απόγνωση.
Την κρίση βέβαια δεν την δημιούργησαν οι εργαζόμενοι αλλά δυστυχώς αυτοί καλούνται να πληρώσουν.
Αυτοί που δημιούργησαν την κρίση, οι τραπεζίτες και οι χρηματιστές, μένουν αλώβητοι έχοντας στο πλευρό τους κυβερνήσεις, θεσμούς και διεθνείς οργανισμούς.
Μπροστά στην υπάρχουσα κατάσταση και τα δεδομένα, σίγουρα δεν μπορούμε να μείνουμε απαθείς. Δεν μπορούμε να αφήνουμε τους κερδοσκόπους να παίζουν με τη ζωή και το μέλλον μας και το μέλλον των παιδιών μας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Δημοκρατίες χτίζονται επάνω σε μία βασική αρχή: τη βούληση των πολιτών. Δεν εκλέγουμε τραπεζίτες αλλά πολιτικούς και αυτό που συμβαίνει σήμερα καταδεικνύει το μέγεθος του ελλείμματος που υπάρχει.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εμείς οι εργαζόμενοι είμαστε οι βασικοί παράγοντες του κοινωνικού μετασχηματισμού.
Χάρη στη δράση των εργατών οικοδομήθηκαν τα ατομικά δικαιώματα και διευρύνθηκε η Δημοκρατία. Θα ήτο ολέθριο σφάλμα να εγκαταλείψουμε αυτές τις κατακτήσεις, αυτήν την κληρονομιά.
Έχουμε δύναμη και η δύναμή μας είναι μεγαλύτερη όταν είμαστε ενωμένοι ενάντια στη βαρβαρότητα. Οφείλουμε να κοιτάξουμε τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη, οφείλουμε να αναπτύξουμε κοινές δράσεις (δράσεις που όχι απλά δημιουργούν γεγονότα αλλά που έχουν ουσιαστικά αποτελέσματα και αυτές οι δράσεις απαιτούν σοβαρή προετοιμασία και στρατηγική) και όχι να επαναπαυθούμε σε ευχές και καλές προθέσεις. Δεν αρκούν.
Απέναντι στις πολιτικές των κυβερνήσεων πρέπει να αντιτάξουμε θέσεις και προτάσεις όπως: φορολόγηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, περιορισμοί στις εξαγορές, στις συγχωνεύσεις και απαγόρευση ειδικών χρηματοοικονομικών προϊόντων όπως τα CDS.
Η σημερινή κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση πιστεύω ότι απέχει πολύ από την Ευρώπη που οραματίστηκαν οι εμπνευστές της.
Σήμερα το όραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για μία ευημερούσα Ευρώπη, φαντάζει κενό όταν εκατομμύρια ευρωπαίοι πολίτες βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας.
Κανένα όραμα δεν μπορεί να γίνει ελκυστικό σε μία χώρα με ποσοστά ανεργίας που ξεπερνούν το 25% (και πάνω από το 50% για τη νέα γενιά).
Το ζήτημα είναι εκρηκτικό για κάθε κοινωνία, όταν αδυνατεί να δημιουργήσει κατάλληλες συνθήκες για την απασχόληση των οικονομικά ενεργών πολιτών και την ασφάλεια των συνταξιούχων.
Χειρότερο όλων όμως είναι το να αδυνατεί μια κοινωνία να εμπνεύσει και να εξασφαλίσει το μέλλον για τη νέα γενιά, για τους νέους ανθρώπους.
Χιλιάδες νέοι Έλληνες με λαμπρές σπουδές αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες καθότι το Ελληνικό κράτος (που δαπάνησε για αυτούς τεράστια κεφάλαια), δεν μπορεί να τους δώσει την ελπίδα και την προοπτική που απαιτούν και τους χάνει από την παραγωγική οικονομική διαδικασία, τη στιγμή που ίσως να τους χρειάζεται περισσότερο.
Αγαπητοί Συνάδελφοι. Κυρίες και Κύριοι.
Η σκληρή πολιτική της φιλελεύθερης Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία της δεκαετίας του ΄80, στοίχισε δύο ολόκληρες γενιές (ειδικά στο Μάντσεστερ και στις περιοχές των ανθρακωρυχείων).
Αλήθεια, ποιος Ευρωπαίος ηγέτης θα ήθελε να συνδεθεί και να στιγματιστεί η πολιτική του θητεία από κάτι ανάλογο;
Πραγματικά θα ήθελα να είμαι σε θέση να διατυπώσω το ερώτημα αυτό με καθαρά ρητορικά κριτήρια. Δυστυχώς όμως … δεν μπορώ να είμαι απόλυτα σίγουρος.
Σας ευχαριστώ. (Νορβηγιστί : Tusen takk)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου