Στο περιθώριο του προχθεσινού συμβουλίου των υπουργών ενέργειας της ΕΕ, ο Έλληνας υπουργός Π. Σκουρλέτης συναντήθηκε με τον επίτροπο ενέργειας Μ. Κανιέτε, στον οποίο και έθεσε το αίτημα της ΔΕΗ και της ελληνικής κυβέρνησης να ενταχθεί η Ελλάδα στις ευνοϊκές προβλέψεις της οδηγίας για το σύστημα εμπορίας ρύπων ώστε να λάβει δωρεάν
δικαιώματα εκπομπής ρύπων για την ηλεκτροπαραγωγή.
Tο αίτημα γενικά έχει συγκεντρώσει την συναίνεση όχι μόνο της ΔΕΗ και της κυβέρνησης, αλλά και ευρύτερα της βιομηχανίας και των παραγωγικών τάξεων, ωστόσο η στόχευση αλλά και η στρατηγική που έχει ακολουθηθεί εγείρει σοβαρά ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητα αλλά και για τη σκοπιμότητα της… εκστρατείας.
Τι λέει η οδηγία
Η παρερμηνεία έχει ξεκινήσει από το γεγονός ότι υπάρχουν διαρροές που θέλουν τη ΔΕΗ εφόσον επωφεληθεί από την εξαίρεση της υποχρέωσης για αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, τότε να μετακυλίει το όφελος στους καταναλωτές με μειωμένα τιμολόγια προς τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία.
Μέγιστο λάθος καταρχάς επικοινωνιακής στρατηγικής αλλά και ουσίας.
Και εξηγούμαστε.
Τι ισχύει. Σήμερα η Ελλάδα παίρνει 30 -35 εκ. δωρεάν δικαιώματα τα οποία δημοπρατούνται και μπαίνουν στο ειδικό ταμείο του ΛΑΓΗΕ (λειτουργός αγοράς ηλεκτρισμού) για τη χρηματοδότηση των ΑΠΕ. Πρόκειται για χρήματα που δεν επιβαρύνουν τον καταναλωτή αφού χωρίς τα ποσά που προκύπτουν από τη δημοπρασία των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων το ΕΤΜΕΑΡ, δηλαδή το ειδικό τέλος για τις ΑΠΕ που πληρώνουμε στους λογαριασμούς της ΔΕΗ θα ήταν υψηλότερο.
Τώρα με την πρόταση αυτή, με βάση τα όσα προβλέπει η οδηγία, τα δωρεάν αυτά δικαιώματα δε θα δημοπρατούνται αλλά θα δίνονται σε ηλεκτροπαραγωγούς για τη μείωση του ανθρακικού τους αποτυπώματος. Δηλαδή τα ποσά αυτά θα αφαιρεθούν από τον ειδικό λογαριασμό του ΛΑΓΗΕ δημιουργώντας την ανάγκη να υπάρξει αύξηση στο ΕΤΜΕΑΡ. Με απλά λόγια οι καταναλωτές ακόμη και εάν γίνει δεκτό το αίτημα, θα κληθούν να πληρώσουν είτε τα ίδια χρήματα (εφόσον η αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ ισοσκελιστεί από τη μείωση της συμβατικής μεγαβατώρας) είτε (αυτό είναι και το πιθανότερο) περισσότερα χρήματα στο λογαριασμό τους για το ρεύμα.
Γιατί δεν είναι πιθανό να υπάρξει μείωση της συμβατικά παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας;
Αυτό προκύπτει από τις προβλέψεις της σχετικής οδηγίας και ειδικότερα από το άρθρο 10C. Συγκεκριμένα ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι το σύστημα εμπορίας ρύπων έχει δύο περιόδους αυτήν που διανύουμε (μέχρι το 2020) και την επόμενη που αφορά στη χρονική περίοδο 2021 -2030. Το άρθρο προβλέπει εξαίρεση με συγκεκριμένα κριτήρια (για την τρέχουσα περίοδο το κατακεφαλήν ΑΕΠ να είναι κάτω από το 50% του κοινοτικού μέσου όρου και για την επόμενη περίοδο να είναι κάτω από το 60%). Τα χρήματα που εξοικονομούνται για τους δικαιούχους, όπως προαναφέρθηκε προβλέπεται να δοθούν σε ηλεκτροπαραγωγούς για τη μείωση του ανθρακικού τους αποτυπώματος.
Για την τρέχουσα περίοδο, καθώς αυτή βρίσκεται ήδη στη μέση, θεωρείται απίθανο να υπάρξει κάποια αλλαγή για συμπερίληψη της Ελλάδας στην εξαίρεση. Για τη νέα περίοδο πρέπει να σημειωθεί ότι η διαδικασία έχει αλλάξει μέσω των κατευθυντήριων γραμμών για το κλίμα και τα κεφάλαια που εξοικονομούνται θα πρέπει να δοθούν με ανταγωνιστικούς όρους στην πλέον αποδοτική επένδυση.
Δηλαδή, η διαδικασία είναι η εξής: έρχονται όλοι οι ηλεκτροπαραγωγοί και προτείνουν κάποια έργα με μειωμένο ανθρακικό αποτύπωμα, πχ υδροηλεκτρικά, έργα διασυνδέσεων, έργα ΑΠΕ. Στη συνέχεια γίνεται μελέτη κόστους οφέλους, πχ με Χ εκατομμύρια εξοικονομούνται Ψ τόνοι CO2 και με βάση αυτήν την αξιολόγηση επιλέγεται το βέλτιστο έργο. Ο ηλεκτροπαραγωγός που έχει προτείνει το πιο αποδοτικό έργο θα πάρει και τα χρήματα τα οποία θα δίνονται κάθε χρόνο ανάλογα με την πρόοδο κατασκευής του.
Πρακτικά λοιπόν, θα υπάρξει πράγματι μείωση του κόστους ενέργειας αλλά και των εκπομπών ρύπων ωστόσο αυτή η μείωση θα έρθει μεσομακροπρόθεσμα όταν θα μπουν σε λειτουργία αυτά τα έργα που θα χρηματοδοτηθούν από το σύστημα.
Το πρακτικό πρόβλημα
Και ερχόμαστε και στο πιο δύσκολο κομμάτι που αφορά στην έγκριση του αιτήματος της ελληνικής πλευράς. Η απόφαση να χαρακτηριστεί ως έτος αναφοράς το 2013 για τα κράτη που είχαν κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάτω από το 60% και δικαιούνται την εξαίρεση, έχει ληφθεί από Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ και μπορεί να αλλάξει μόνο σε ανώτατο επίπεδο δηλαδή από νέα Σύνοδο Κορυφής.
Και εδώ αρχίζει να περιπλέκεται το πράγμα, διότι εκτός από την πρόβλεψη του άρθρου 10C που αφορά στα δικαιώματα εκπομπής και δεν εμπλέκονται κοινοτικά κονδύλια ή ταμεία, υπάρχει επίσης και η πρόβλεψη του άρθρου 10D για το λεγόμενο modernization fund, στο οποίο καταλήγουν σε ένα καλάθι χρήματα από όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη, τα οποία μαζεύονται και δίνονται στις φτωχότερες χώρες προκειμένου να εκσυγχρονίσουν τις υποδομές τους και το ενεργειακό τους σύστημα. Τα χρήματα αυτά είναι συγκεκριμένα και μοιράζονται μεταξύ 10 κρατών και εφόσον μπει και η Ελλάδα, το μερίδιό τους θα περιοριστεί και άρα θα αντιδράσουν, πιθανόν και να μπλοκάρουν το σχετικό αίτημα.
Σε κάθε περίπτωση η διαδικασία είναι εξαιρετικά περίπλοκη και το αίτημα μόνο εύκολο δεν είναι να γίνει αποδεκτό, πολλώ δε μάλλον να υπάρχει μια φιλολογία ότι μπορεί να επωφεληθούν οι καταναλωτές οικιακοί, επαγγελματικοί και βιομηχανίες από πιθανές εκπτώσεις στα τιμολόγια. Αυτή ακριβώς η θέση – άποψη λειτουργεί μάλλον υπονομευτικά στις όποιες πιθανότητες υπάρχουν να γίνει αποδεκτό το ελληνικό αίτημα ενώ ταυτόχρονα καλλιεργεί προσδοκίες που είναι ανεδαφικές. Εάν πράγματι θέλουμε να υπάρξει απαλλαγή της Ελλάδας θα πρέπει να γνωρίζουμε ακριβώς τι αυτή σημαίνει και τι θα φέρει στην πράξη. Άλλωστε, και αυτό αξίζει να αναφερθεί, υπάρχουν δύο χώρες που δικαιούνται την απαλλαγή, η Μάλτα και η Εσθονία, οι οποίες επέλεξαν να μην κάνουν χρήση των δωρεάν δικαιωμάτων…
(του Χάρη Φλουδόπουλου, capital.gr, 28/11/2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου