Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Γιατί δεν πρέπει να βιάζεται η κυβέρνηση για την απολιγνιτοποίηση


Σκοπός του άρθρου είναι να αναδείξει τα οφέλη της ομαλής απολιγνιτοποίησης για την εθνική και την τοπική οικονομία-κοινωνία. Η Ελλάδα, λίγο μετά την ίδρυση της ΔΕΗ το 1950 και την αύξηση των λιγνιτικών μονάδων, κατόρθωσε να έχει στα δίκτυα της μια καλή ευστάθεια και επάρκεια ισχύος. Η πολύ κακή ποιότητα του λιγνίτη δεν εμπόδισε τον σχεδιασμό και την ανέγερση μονάδων πολύ

αξιόπιστων και συμβατών με τα περιβαλλοντικά όρια εκπομπών ρύπων.

Οι κάτοικοι των λιγνιτικών περιοχών είναι άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένοι εργασιακά κυρίως με τους Ατμοηλεκτρικούς Σταθμούς της ΔΕΗ, της μεγαλύτερης και από τις λίγες βιομηχανίες που έχουν απομείνει στη χώρα μας. Οι ευρύτερες περιοχές Κοζάνης-Πτολεμαΐδας και Μεγαλόπολης, αν κλείσουν οι σταθμοί, θα καταλήξουν να έχουν μεγάλη ανεργία αφού τα μικρά ποσά που εξασφάλισε η κυβέρνηση (λιγότερα από αυτά που εξασφάλισε π.χ. η Πολωνία) δεν επαρκούν παρά για ελάχιστες παρεμβάσεις.

Παρότι ειλικρινά ελπίζουμε ότι η σπουδή για “απότομη” απολιγνιτοποίηση έγινε μόνο για να αντληθούν πόροι, σίγουρα δεν γίνεται για την προστασία του περιβάλλοντος, αφού η συμβολή της Ελλάδος στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) είναι μικρή (περίπου 2.2% των εκπομπών της ΕΕ για το 2017). Σύμφωνα με σχετική μελέτη, με μηδενική παραγωγή λιγνίτη το 2028, οι εκτιμώμενες ελάχιστες επιπτώσεις της απολιγνιτοποίησης για τη Δυτική Μακεδονία θα είναι πραγματικά δραματικές.

Η απώλεια που οφείλεται στην απολιγνιτοποίηση για το διάστημα 2013-2028 είναι 21.000 θέσεις εργασίας και 1.2 δις € στο ΑΕΠ. Με τα λιγοστά ποσά που εξασφάλισε η κυβέρνηση, δεν υποστηρίζεται παρά μια ελάχιστη δράση για δημιουργία θέσεων εργασίας η οποία θα είναι εντελώς παροδική και χωρίς προστιθέμενη αξία, σε αντίθεση με την κατασκευή των μονάδων, που αποτέλεσε εφαλτήριο για την εξωστρέφεια πολλών κατασκευαστικών εταιρειών.

Προβλήματα από την απολιγνιτοποίηση

Η απόσυρση των υπολειπομένων 4300 MWel θα επιφέρει μεγάλη έλλειψη ισχύος που δεν μπορεί να καλυφθεί, όσο γρήγορα και αν κατασκευαστούν νέες μονάδες φυσικού αερίου. Ήδη, η Ελλάδα έχει φθάσει να εισάγει σε κάποιες περιπτώσεις άνω του 50% των αναγκών της. Το γεγονός αυτό, εκτός από την απευκταία ενεργειακή εξάρτηση, δείχνει μια χώρα αδύναμη και μη ελκυστική για επενδύσεις, καθώς ουδείς επενδυτής θέλει να εμπλακεί με τιμολογιακά προβλήματα κόστους ηλεκτρικής ενέργειας. https://f1311c4bab40ffb3c9897452c81e0cec.safeframe.googlesyndication.com/safeframe/1-0-37/html/container.html

Εξάλλου, μεγάλη είναι και η αντίδραση από τις τοπικές κοινωνίες για την ανάπτυξη σταθμών παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές, όπως ο ίδιος ο υπουργός Ενέργειας αναφέρει σε συνεντεύξεις του. Η πολιτεία προωθεί την απολιγνιτοποίηση, αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι, όσο αυξάνεται το ποσοστό της ισχύος από Α/Γ, πρέπει να αυξάνεται και το ποσό της θερμικής παραγωγής για να έχει σχετική ευστάθεια το ηλεκτρικό δίκτυο (τουλάχιστον με τα σημερινά τεχνικά μέσα).

Ένα άλλο σημαντικό θέμα αφορά την ηλεκτροκίνηση οχημάτων, με δεδομένη την έλλειψη ισχύος που θα επέλθει με την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων. Αυτό που δεν έχει γίνει κατανοητό είναι αφενός ότι ρυπαίνουν έμμεσα (ανάλογα με το μείγμα παραγωγής, απλά μεταφέρεται το πρόβλημα σε άλλη περιοχή) και άμεσα λόγω της διαχείρισης των περιβαλλοντικά επικίνδυνων συσσωρευτών. Επίσης, ένα ζήτημα που δεν έχει γίνει κατανοητό είναι ότι κάθε ηλεκτρικό όχημα κάτω των 3.5 τόνων έχει κατά μέσο όρο ισχύ 50-100 kW, κάτι που σημαίνει ότι φόρτιση σε λογικό χρόνο προϋποθέτει μεγάλες εγκαταστάσεις και δεν είναι απλά μια μπαλαντέζα από την βεράντα!

Το μόνο θετικό στοιχείο της νέας κατάστασης με το φυσικό αέριο είναι ότι πλέον δεν έχουμε σχεδόν μονοπωλιακή εξάρτηση από τους Ρώσους, αλλά προμηθευόμαστε υγροποιημένο (LNG) από την Αμερική και μάλιστα πολύ περισσότερο από εκείνο που προμηθευόμαστε από την Ρωσία. Αυτό είναι μια ευκαιρία να βελτιωθούν οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, ιδίως με την υποστήριξη στα ελληνοτουρκικά. https://f1311c4bab40ffb3c9897452c81e0cec.safeframe.googlesyndication.com/safeframe/1-0-37/html/container.html

Χαμένες οι επενδύσεις της ΔΕΗ

Η ΔΕΗ εδώ και πολλά έτη έχει δαπανήσει πολλά δισ. για περιβαλλοντικές βελτιώσεις σε μονάδες και έμμεσα για το περιβάλλον μέσω τεχνικών βελτιώσεων. Όλες αυτές οι εγκαταστάσεις ουσιαστικά θα θυσιασθούν στον βωμό της απολιγνιτοποίησης, με τεράστια ζημία. Ένα άλλο κόστος είναι το κόστος διαχείρισης και απόσυρσης των υλικών των μονάδων, που εκτιμάται σε άνω των 2.5 δις ευρώ. Όλα αυτά τα ποσά είναι απώλεια για την ΔΕΗ, μαζί με το γεγονός ότι χάνει μονάδες με σχετικά καλό βαθμό απόδοσης και σύγχρονους κατασκευαστικά λέβητες.

Τέλος, αυτή την στιγμή είναι υπό ανέγερση η υπερσύγχρονη Μονάδα “Πτολεμαΐδα 5”, που θα έχει κόστος περί τα 1,7 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με δημοσίευση στην EnergyPress, προκύπτει ότι η μονάδα είναι βιώσιμη και ανταγωνιστική ακόμα και με τιμή 30-35 ευρώ ανά τόνο CO2. Στο άρθρο εκτιμάται ακόμα ότι για την πλήρη λειτουργία της μονάδας με βιομάζα, σκουπίδια κλπ., θα απαιτούνται 2-2,5 εκ. τόνοι καύσιμης ύλης ετησίως.

Και μόνο η καθημερινή διακίνηση τέτοιων ποσοτήτων θα απαιτούσε την κατάληψη για δεκαετίες μεγάλου μέρους του οδικού δικτύου της Δυτικής Μακεδονίας από τα κινούμενα μεγάλα οχήματα, με σοβαρές επιπτώσεις στον τουρισμό, στο περιβάλλον κλπ. Τελικά, αν συνυπολογιστούν όλες οι οικονομικές ζημιές που θα προκύψουν από την απότομη απολιγνιτοποίηση, η ΔΕΗ θα βγει σίγουρα χαμένη.

Κατά τα τελευταία έτη η ΕΕ χρηματοδοτεί στην βαλκανική χερσόνησο πολλά έργα για βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων μονάδων στερεού καυσίμου, όπως το “Κόσσοβο Β” (2 Χ 300 MWel). Είναι τουλάχιστον οξύμωρο να χρηματοδοτούνται μονάδες εκτός ΕΕ για λειτουργία αρκετών ετών και από την άλλη να μπαίνουν εμπόδια στη λειτουργία των μονάδων λιγνίτη σε χώρα μέλος της ΕΕ. Ειρήσθω έν παρόδω, η όποια έλλειψη ισχύος στην ουσία δεν λύνει το πρόβλημα εκπομπών CO2, εφόσον αυτό παράγεται έτσι και αλλιώς εκεί από όπου αγοράζουμε ενέργεια!

Τι να κάνει η κυβέρνηση

Θεωρούμε ότι με όπλο και την χρηματοδότηση της ΕΕ, αλλά και με δεδομένη την οικονομική κρίση που πέρασε η Ελλάδα από το 2010, αλλά και αυτήν που αναμένεται λόγω κορονοϊού, πρέπει, αντί της απότομης απολιγνιτοποίησης, ακόμα και τώρα να κάνουμε αυτό πού δεν έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση:

Να ζητήσουμε εξαίρεση για μερικά χρόνια έως, για παράδειγμα τότε που θα αποσύρουν η Γερμανία, η Πολωνία, η Τσεχία, η Βουλγαρία κλπ. τις μονάδες στερεού καυσίμου, από την καταβολή τέλους CΟ2 (με τόσο μικρή συμβολή της Ελλάδος δεν έχει καν πρακτική σημασία), ώστε οι σχετικά νέες μονάδες “Μελίτης”, “Αγίου Δημητρίου 5” και “Μεγαλόπολης 4”, να είναι βιώσιμες, η δε “Πτολεμαΐδα 5” να είναι η αιχμή του δόρατος με τον υψηλό βαθμό απόδοσης που έχει.

Επιπλέον της πρότασης αυτής, καλό είναι να διερευνηθεί (γιατί είναι εφικτό) πως μπορεί να μειωθεί το κόστος εξόρυξης λιγνίτη το οποίο συμβάλλει στο αυξημένο μεταβλητό κόστος της λιγνιτικής μεγαβατώρας. Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα είναι η απότομη απολιγνιτοποίηση καθόσον, αν τα έργα που εξαγγέλλονται για την δίκαιη μετάβαση, γίνουν ταυτόχρονα σε βάθος δεκαπενταετίας που θα γίνεται η προτεινόμενη ομαλή απολιγνιτοποίηση, θα συμβάλλουν πραγματικά στην ομαλή μετάβαση στην νέα εποχή και θα δώσουν τον χρόνο στα εμπλεκόμενα μέρη να προσαρμοσθούν στις νέες συνθήκες.


* Ο Νικόλαος Ορφανουδάκης είναι Μηχανολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, Int. Welding Engineer, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Πηγή: slpress.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου