Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

Ένα «κλικ» πιο ευέλικτος ο κλιματικός νόμος για την απόσυρση των λιγνιτών: Μόνο απόλυτο όριο το 2028 – Οι προϋποθέσεις για να ισχύσει ο προγραμματισμός της ΔΕΗ


Υπό το φως των νέων δεδομένων που δημιούργησε η τωρινή ενεργειακή κρίση φαίνεται ότι εξετάζεται το θέμα του χρονοδιαγράμματος απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων της χώρας, με την κυβέρνηση να θέλει να έχει ευελιξία και να προχωρήσει ανάλογα με τις εξελίξεις, τη δε ΔΕΗ να λαμβάνει υπόψη τη συγκυρία, χωρίς ωστόσο να αλλάζει προς ώρας κάτι στον προγραμματισμό της για απόσυρση και της τελευταίας λιγνιτικής

μονάδας νωρίτερα από το 2028.

Είναι ενδεικτικό των κυβερνητικών προβληματισμών το γεγονός ότι στον Κλιματικό Νόμο το μόνο σαφές χρονικό ορόσημο που αναφέρεται για την απόσυρση του λιγνίτη από την ηλεκτροπαραγωγή είναι «το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028», εκείνο δηλαδή που εξήγγειλε αρχικά ο πρωθυπουργός στη Σύνοδο του ΟΗΕ για το Κλίμα, τον Σεπτέμβριο του 2019. Για τυχόν επιτάχυνση της απολιγνιτοποίησης, το προσχέδιο του Κλιματικού Νόμου (το οποίο έχει τεθεί σε διαβούλευση έως τις 24 Δεκεμβρίου) παραπέμπει σε επανεξέταση το 2023, υπό την προϋπόθεση της διασφάλισης της επάρκειας ισχύος και της ασφάλειας εφοδιασμού. 

Η απόσυρση των λιγνιτικών είναι μια δύσκολη εξίσωση καθώς θα πρέπει να διασφαλιστεί πως θα διακοπεί όσο το δυνατόν συντομότερα η οικονομική αιμορραγία της ΔΕΗ από τους λιγνίτες (άσχετο αν προς ώρας είναι επικερδείς λόγω κρίσης), χωρίς ωστόσο να τίθεται σε κίνδυνο η επάρκεια τροφοδοσίας του ηλεκτρικού συστήματος.

Έτσι, από τη μια μεριά, η έκθεση στο υψηλό κόστος των δικαιωμάτων ρύπων έχουν ωθήσει την επιχείρηση σε ένα πιο εμπροσθοβαρές πλάνο απολιγνιτοποίησης, με το κλείσιμο όλων των υφιστάμενων μονάδων έως το 2023 και αλλαγή καυσίμου στην «Πτολεμαΐδα 5» σε φυσικό αέριο έως το 2025. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η απόσυρση όλων των λιγνιτικών μονάδων μέσα στην επόμενη διετία, πριν υπάρξει νέα θερμοηλεκτρική ισχύς η οποία να αναπληρώσει το «κενό» που αφήνουν, δημιουργεί προβληματισμούς ως προς την επάρκεια. 

Στο ίδιο πλαίσιο, ερωτηματικά ως προς τα σχέδια για την «Πτολεμαΐδα 5» δημιούργησαν οι δηλώσεις του πρωθυπουργού την Παρασκευή από τη Δυτική Μακεδονία για τον σταθμό, όπου σημείωσε πως δεν έχουν ληφθεί ακόμη οριστικές αποφάσεις. «Πράγματι είναι ένα αντικείμενο συζήτησης ακόμα και μεταξύ της κυβέρνησης και της ΔΕΗ το για πόσα χρόνια θα πρέπει να λειτουργεί με λιγνίτη και το αν και πότε πρέπει να μετατραπεί σε μία μονάδα φυσικού αερίου», ανέφερε χαρακτηριστικά. 

Κομβική για τη ΔΕΗ η απόσυρση

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι έως και πριν από το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης, οι λιγνιτικές μονάδες είχαν εξελιχθεί σε οικονομικό «βαρίδι» για την επιχείρηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με το Market Reform Plan, στους πρώτους έξι μήνες του Target Model, τα έσοδα από τη συμμετοχή τους στις αγορές του Target Model κάλυψαν μόλις το 40% των δαπανών τους. Έτσι, η ζημιά για τη ΔΕΗ ανήλθε σε 140 εκατ. ευρώ, για το σύνολο του λιγνιτικού της χαρτοφυλακίου. 

Μάλιστα, στους μήνες που μεσολάβησαν, οι τιμές των δικαιωμάτων ρύπων (που αποτελούν πλέον τη βασική παράμετρο για το κόστος λειτουργίας των λιγνιτών) έχουν αυξηθεί αισθητά παραπάνω, φτάνοντας μάλιστα και στα 73,18 ευρώ ανά τόνο πριν από λίγα 24ωρα. Έτσι, με το τέλος της ενεργειακής κρίσης, προεξοφλείται μία ακόμη μεγαλύτερη οικονομική «τρύπα» για την επιχείρηση.

Την ίδια στιγμή, η εμπροσθοβαρής απόσυρση των λιγνιτών δεν αποτελεί μία απλή επιχειρηματική κίνηση για τη ΔΕΗ (ώστε να μπορεί εύκολα να αλλάξει χρονοδιάγραμμα), αλλά εν πολλοίς το αναπτυξιακό «στόρι» πάνω στο οποίο έχει δομηθεί όλο το επιχειρηματικό της πλάνο για τα επόμενα χρόνια. Έτσι, από τους συγκεκριμένους στόχους μείωσης των εκπομπών ρύπων στα «πράσινα» ομόλογα που έχει εκδώσει, μέχρι τις προοπτικές αναβάθμισης της πιστοληπτικής της ικανότητας, η τήρηση του εμπροσθοβαρούς σχεδίου της απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων έχει κομβική θέση.

Ο Μηχανισμός Στρατηγικής Εφεδρείας

Από την άλλη πλευρά ωστόσο, η αντιοικονομικότητα των λιγνιτικών μονάδων δεν σημαίνει πως δεν θα είναι απαραίτητες για την επάρκεια τροφοδοσίας τα επόμενα χρόνια. Χαρακτηριστικές είναι οι παρατηρήσεις πρόσφατης μελέτης του ENTSO-E, όπου όπως έγραψε το energypress, επισημαίνεται πως μπορεί να υπάρξουν ζητήματα επάρκειας στα έτη 2022-24, εάν οι μονάδες αποσυρθούν δίχως να έχουν προστεθεί οι νέες μονάδες αερίου στον βαθμό που χρειάζεται. Στη μελέτη, επισημαίνεται ότι πέραν της μονάδας της Μυτιληναίος, οι υπόλοιποι νέοι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί ιδιωτών δεν πρόκειται να λειτουργήσουν νωρίτερα από το 2024, δημιουργώντας έτσι μία προβληματική εικόνα – καθώς ούτε οι εισαγωγές θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένες.

Ο μηχανισμός Στρατηγικής Εφεδρείας θα επέτρεπε να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα, ώστε λιγνιτικές μονάδες να αποσυρθούν μεν από την αγορά (σταματώντας να προκαλούν οικονομική ζημία στη ΔΕΗ), χωρίς ωστόσο να αποσυρθούν και από το σύστημα – παραμένοντας, αντίθετα, σε επιφυλακή για να συνδράμουν στην κάλυψη της ζήτησης, αν και όποτε χρειαστεί. Επομένως, η εφαρμογή του Strategic Reserve θα απέμπλεκε τις επιχειρηματικές αποφάσεις της ΔΕΗ για τους λιγνίτες, από το αν το ορυκτό καύσιμο πρέπει να συνεχίσει να συμμετέχει στην εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή τα επόμενα χρόνια.

Ωστόσο, όπως έχει γράψει το energypress, η διαδικασία για να πάρει το «πράσινο φως» το Strategic Reserve (αλλά και το CRM) από τις κοινοτικές αρχές θα είναι πολύμηνη – ακόμη και με την υποβολή του Adequacy Report και την έγκριση του Market Reform Plan. Βασικός λόγος είναι πως η γενική τάση της Ε.Ε. είναι να αντιμετωπίζει με αρκετή επιφυλακτικότητα τα σχήματα στήριξης. Επομένως, θα πρέπει πρώτα να αρθεί και το παραμικρό ερωτηματικό για την αναγκαιότητα των δύο μηχανισμών που θα υποβάλει η ελληνική πλευρά, πριν αυτοί πάρουν έγκριση.

 

Θοδωρής Παναγούλης 

energypress.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου