Έχει περάσει περίπου ένας χρόνος από τις πρώτες, σαφείς ενδείξεις, τον Ιούνιο του 2021, ότι η αγορά του Φυσικού Αερίου οδεύει σε κρίση τιμών. Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για το τέλος της πανδημίας και η απότομη ανάκαμψη της ζήτησης ενέργειας, ιδίως στην Άπω Ανατολή, προκάλεσε ανισορροπίες στην προσφορά και τη ζήτηση του αερίου, δίνοντας την ευκαιρία ακόμα και σε κερδοσκοπικές κινήσεις στην
παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου.Οι τραγικές εξελίξεις στην Ουκρανία, που πολλοί θεωρούν ότι μόνο τυχαία δεν σχετίζονται με τις ανισορροπίες στις αγορές ενέργειας, δημιουργήσαν ένα νέο περιβάλλον στις αγορές ενέργειας. Ιδίως στην Ευρώπη όπου η αδικαιολόγητα μυωπική διαχείριση των θεμάτων ασφάλειας εφοδιασμού έχει εγκλωβίσει το σύνολο των Ευρωπαϊκών χωρών σε μία ισορροπία τρόμου μεταξύ των εξαιρετικά υψηλών τιμών των προϊόντων και του φάσματος των πραγματικών ελλείψεων, πράγμα αδιανόητο για τις κοινωνίες μας.
Οι εκτιμήσεις για ενδεχόμενη εξομάλυνση της αγοράς αναφέρουν ότι αυτή δεν μπορεί να αναμένεται πριν από το 2024-2025.
Στις ηλεκτρικές αγορές οι τιμές επηρεάζονται καθοριστικά από τις τιμές του φυσικού αερίου, που χρησιμοποιείται στην ηλεκτροπαραγωγή. Στις χονδρεμπορικές προ-ημερήσιες αγορές οι τιμές σχηματίζονται από την οριακή προσφορά ενέργειας που απαιτείται για την κάλυψη του φορτίου, και, στις τρέχουσες συνθήκες, αυτή η τελευταία MWh παράγεται από μονάδες αερίου.
Η σύζευξη των αγορών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο μεταφέρει τα οφέλη αλλά και τα προβλήματα κάθε χώρας στις γειτονικές. Οι προ-ημερήσιες αγορές αποκαλύπτουν την αξία, και όχι το κόστος, που έχει η ενέργεια σε ωριαία βάση (spot pricing), αλλά χρησιμοποιούνται και ως δείκτες για την τιμολόγηση ενεργειακών προϊόντων και σε άλλες αγορές, που εξελίσσονται σε διαφορετικό χρονικό ορίζοντα, όπως οι προθεσμιακές αγορές.
Οι προθεσμιακές αγορές μπορούν να προσφέρουν κάποια αντιστάθμιση του κινδύνου της μεταβλητότητας των τιμών, όμως δύσκολα μπορούν να καλύψουν περιόδους μεγαλύτερες του τρίμηνου ή του εξαμήνου. Στη χώρα μας, η λειτουργία της προθεσμιακής αγοράς δεν είναι ικανοποιητική, ως αποτέλεσμα της απροθυμίας είτε των πωλητών είτε των αγοραστών να συνάψουν μακροχρόνιες συμφωνίες. Ένας βασικός λόγος αυτής της απροθυμίας είναι η έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, όπου οι συναλλασσόμενοι δεν πιστεύουν ότι μπορούν να μεταπωλήσουν ένα προϊόν που πλέον δεν χρειάζονται και θεωρούν ότι «θα τους μείνει στο χέρι» ως καθαρή ζημία.
Η πραγματική αύξηση του κόστους
Στην ελληνική αγορά η πραγματική αύξηση του κόστους είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Η αγορά που αφορά μόνο την ενέργεια (χωρίς να περιλαμβάνονται τα κόστη χρήσης των δικτύων μεταφοράς και διανομής ή άλλες χρεώσεις που σχετίζονται με την κοινωνική πολιτική, Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας και Τέλος ΑΠΕ), και κατά την περίοδο που οι τιμές φυσικού αερίου κυμαίνονταν στα 20 €/MWh, εκτιμάται περί τα 2,5 δισ€/έτος, στη βάση του οριακού κόστους. Εάν διατηρηθούν υψηλές οι τιμές αερίου, που συμπαρασύρουν και τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, ο συνολικός τζίρος θα τετραπλασιαστεί άνω των 10 δισ€.
Μόνο από την αύξηση της τιμής του αερίου (στα 100€/ΜWh), που αφορά περίπου τα 2/5 της ενέργειας που καταναλώνεται στη χώρα μας, η καθαρή επιβάρυνση είναι της τάξης των 3,5 δισ€/έτος. Εάν προστεθεί περίπου και 1 δισ€ που προέρχεται από την αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων του διοξειδίου του άνθρακα, τότε τα ενδο-οριακά οφέλη (inframarginal profits ή όπως πλέον αναφέρονται σε επίπεδο ΕΕ «υψηλές αποδόσεις κάτω του οριακού κόστους») είναι περίπου 3δισ€, εκ των οποίων τα 2δισ€ αφορούν έσοδα του Λογαριασμού Ενεργειακής Μετάβασης. Τα τελευταία ήδη χρησιμοποιούνται για την παροχή επιδομάτων προς τους καταναλωτές.
Είναι σαφές ότι άνω του 65% της αύξησης του κόστους αφορά καθαρές εκροές για την αγορά φυσικού αερίου και δικαιωμάτων ρύπων, και προφανώς είναι εισαγόμενα. Στην παρούσα φάση και τα πραγματικά κόστη αλλά και τα όποια ενδο-ορικά κέρδη καλύπτονται από τη ρήτρα αναπροσαρμογής, γιατί τα χρεώνονται και τα πληρώνουν «εις όλον» οι προμηθευτές, μιας που οι επιδοτήσεις της κυβέρνησης καταβάλλονται απευθείας στους καταναλωτές, ως μειώσεις στο λογαριασμό τους.
Η συζήτηση για την εφαρμογή πλαφόν στις τιμές, είτε χονδρικής είτε λιανικής, που δεν θα επιτρέπει την ανάκτηση του πραγματικού κόστους, και δεν θα συνοδεύεται από κάποιον μηχανισμό αναπλήρωσης του μη ανακτήσιμου κόστους, δεν έχει οποιαδήποτε λογική, μιας που καμία εμπορική επιχείρηση δεν έχει λόγο να λειτουργεί στο διηνεκές με ζημίες. Συνεπώς, το πραγματικό κόστος μπορεί να καλυφθεί είτε με άμεσες πληρωμές από τον καταναλωτή είτε εμμέσως με κρατικές επιδοτήσεις, που και αυτές προφανώς προέρχονται από τη φορολογία των καταναλωτών.
Το εργαλείο της ρήτρας αναπροσαρμογής
Οι εμπορικές εταιρείες, λαμβάνοντας υπόψη την μηδενικής ρευστότητας αγορά προϊόντων αντιστάθμισης κινδύνου, και προς διασφάλισή τους έναντι των κινδύνων μεταβολών τιμών, που μπορεί να προέρχονται από τη μεταβολή των διεθνών τιμών φυσικού αερίου και διοξειδίου του άνθρακα, και σαφώς βρίσκονται εκτός του δικού τους ελέγχου, εισήγαγαν, ήδη από την αρχή της δραστηριοποίησής τους το εργαλείο της ρήτρας αναπροσαρμογής.
Η λογική επί της ρήτρας είναι ότι το βασικό τιμολόγιο καταρτίζεται στη βάση των ιστορικά χαμηλών τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς, με σκοπό ο καταναλωτής να απολαμβάνει χαμηλές τιμές όταν και σε χονδρεμπορικό επίπεδο οι τιμές είναι χαμηλές, αλλά αναλαμβάνει τον κίνδυνο ανατιμήσεων όταν οι τιμές αυξάνονται.
Ο μηχανισμός αυτός είναι επί της ουσίας ο μόνος τρόπος για τους εναλλακτικούς προμηθευτές να ανταγωνιστούν τον καθετοποιημένο πάροχο, ο οποίος συνέχιζε να παρέχει σταθερά τιμολόγια, τα οποία βεβαίως μπορούσαν να επιλέξουν οποιαδήποτε στιγμή οι καταναλωτές.
Η προσέγγιση αυτή, βοηθούμενη από τη διεθνή συγκυρία χαμηλών τιμών επέτρεψε στους προμηθευτές να προσφέρουν ιδιαιτέρως ελκυστικά τιμολόγια, σε σύγκριση με τον ιστορικό πάροχο, ο οποίος διαθέτοντας διευρυμένο και διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο παραγωγικής ισχύος, είχε σαφώς χαμηλότερη έκθεση στις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς, και μπορούσε να εσωτερικοποιήσει, και συνεπώς να ελέγχει το κόστος παραγωγής του. Αυτό βέβαια, είχε ως κατάληξη να προσφέρει τελικά υψηλότερες τιμές από ότι οι ανταγωνιστές του, όταν το εσωτερικό του κόστος έφτασε να είναι μεγαλύτερο των διεθνών τιμών.
Ειδικότερα, τα τελευταία χρόνια, και μέχρι τις αρχές του 2021, τα πλεονεκτήματα που προσέδιδε η λιγνιτική παραγωγή, άρχισαν να δημιουργούν αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα λόγω της μη αποδοτικής λειτουργίας των λιγνιτικών πεδίων και σταθμών αλλά και λόγω της αύξησης του κόστους CO2, θέτοντας σταδιακά εκτός αγοράς τις λιγνιτικές μονάδες. Ο ιστορικός πάροχος έχασε το πλεονέκτημα να εσωτερικοποιεί το κόστος χονδρεμπορικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, μιας που οι λιγνιτικοί σταθμοί ήταν πλέον ακριβότεροι από τον ανταγωνισμό. Αναγκάστηκε έτσι, λόγω των συνθηκών, να προσαρμόσει την τιμολογιακή πολιτική του, και από σταθερά τιμολόγια, που αντανακλούσαν το εσωτερικό κόστος παραγωγής, να προσφέρει και αυτός, πρακτικά στο σύνολο των πελατών του, κυμαινόμενα τιμολόγια, για να εξισορροπήσει τον κίνδυνο από εξωγενείς παράγοντες, εκτός του ελέγχου του.
Η ρήτρα αναπροσαρμογής είναι η εμπορική πρακτική που ακολουθείται από όλους του πάροχους στην Ελλάδα, και είναι κοινή εμπορική πρακτική και μεταξύ των παρόχων σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ρήτρα αναπροσαρμογής εφαρμόζεται ως εμπορικός όρος των κυμαινόμενων συμβάσεων προμήθειας, που συνάπτονται ελευθέρως μεταξύ των ενδιαφερομένων καταναλωτών και εταιρειών προμήθειας ως εναλλακτική επιλογή σε σχέση με σταθερά τιμολόγια.
Είναι σαφές ότι απαιτείται πλήρης ενημέρωση των καταναλωτών κατά τη σύναψη της σύμβασης ως προς την εφαρμογή της ρήτρας, αλλά η ενεργοποίηση αυτής σχετίζεται με τη διακύμανση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, και όχι από κάποια άλλη, μονομερή απόφαση των προμηθευτών, και θεωρητικά έχει προ-συμφωνηθεί. Σαφώς, είναι υποχρέωση του προμηθευτή να ενημερώνει τον πελάτη του για τις εξελίξεις που αφορούν στο λογαριασμό του.
Η ρήτρα αναπροσαρμογής και τα κυβερνητικά μέτρα
Η Κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να λάβει μέτρα που μειώνουν τις αρνητικές επιπτώσεις των τιμών φυσικού αερίου στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος.
Επί της ουσίας, και ως προς τη λειτουργία της χονδρεμπορικής αγοράς, τα μέτρα που ανακοινώθηκαν αφορούν βασικά την τιμή εκκαθάρισης, δηλαδή την τιμή που θα πληρώνεται κάθε μονάδα παραγωγής, ανεξαρτήτως της προσφοράς που υποβάλει στη χονδρεμπορική αγορά και της τιμής που θα σχηματίζεται στην προ-ημερήσια αγορά.
Την ίδια στιγμή οι προμηθευτές θα πληρώνουν τον σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών που θα πληρωθούν οι μονάδες παραγωγής. Επί της ουσίας, η μέθοδος αυτή δεν επιτρέπει την είσπραξη οποιουδήποτε ενδο-οριακού κέρδους και μηδενίζει οποιοδήποτε ευκαιριακό κόστος (αξία σπανιότητας) που θα μπορούσε να σχηματιστεί όταν η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την προσφορά. Οι εισαγωγές και οι εξαγωγές θα πληρώνονται στην οριακή τιμή του συστήματος όπως αυτή υπολογίζεται μέχρι σήμερα.
Ο μηχανισμός αυτός αναφέρεται ως επαρκής για να εξαφανίσει την ανάγκη εφαρμογής της ρήτρας αναπροσαρμογής.
Είναι όμως αρκετός;
Όπως ήδη παρουσιάστηκε παραπάνω, το πραγματικό επιπλέον κόστος είναι περί τα 4,5δισ€, το οποίο από μόνο του προκαλεί τον τριπλασιασμό των τελικών τιμολογίων, ενεργοποιώντας την εφαρμογή της ρήτρας αναπροσαρμογής.
Το γεγονός ότι ο προμηθευτές πληρώνουν τα ενδο-οριακά κέρδη των μονάδων παραγωγής, αυξάνει ακόμα περισσότερο την τελική τιμολόγηση στο λογαριασμό ρεύματος. Συνεπώς, ακόμα και εάν αφαιρεθούν τα ενδο-οριακά κέρδη, σύμφωνα με το σχέδιο της Κυβέρνησης, τα οποία μέχρι σήμερα η προμήθεια τα «βλέπει» ως κόστος, το πραγματικό κόστος παραμένει υψηλό.
Εάν οι τιμές φυσικού αερίου αυξηθούν περαιτέρω (ευτυχώς οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι σταδιακά η διαθεσιμότητα LNG θα αυξηθεί και οι τιμές θα μειώνονται), τότε ο σταθμισμένος μέσος όρος με τον οποίο θα αγοράζουν οι προμηθευτές θα αυξηθεί και συνεπώς απαιτείται πάλι μια αναπροσαρμογή του τιμολογίου, εν είδει ρήτρας αναπροσαρμογής.
Οι πραγματικές συνθήκες σε διεθνές επίπεδο δεν επιτρέπουν αισιοδοξία ότι η ενεργειακή κρίση, ως αποτέλεσμα του υβριδικού οικονομικού πολέμου, δεν θα αφήσει τραύματα στις οικονομίες των Ευρωπαϊκών, ιδίως, κρατών.
Ο καταναλωτής θα κληθεί να αντιμετωπίσει με τελείως διαφορετική αντίληψη την πραγματικά δυσβάσταχτη οικονομική επιβάρυνση, στερούμενος μηχανισμών και καινοτομιών για να μειώσει τη ζημία του.
Η ενεργειακή αγορά θα πρέπει άμεσα να αρχίσει να προσφέρει καινοτόμα προϊόντα και νέες προσεγγίσεις ως προς την ικανοποίηση των ενεργειακών αναγκών, και η Πολιτεία θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη του νέου θεσμικού πλαισίου που θα επιτρέψει όλον αυτόν τον καινούργιο κόσμο να υλοποιηθεί με αποτελεσματικό τρόπο.
Οι τεχνολογικές λύσεις, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η αποθήκευση και η εξοικονόμηση υπάρχουν, απομένει η αποτελεσματική ενσωμάτωσή τους στις εμπορικές πρακτικές, επιτρέποντας στον καταναλωτή να δημιουργεί μεγαλύτερη αξία στα χρήματα που πληρώνει για τις ενεργειακές ανάγκες του.
του Μίλτου Ασλάνογλου
------------------------
Ο κ. Μίλτος Ασλάνογλου είναι Γενικός Διευθυντής του Ελληνικού Συνδέσμου Προμηθευτών Ενέργειας (ΕΣΠΕΝ)
(Το άρθρο περιλαμβάνεται στον υπό έκδοση τόμο Greek Energy 2022 του energypress)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου