Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

Η διφορούμενη εικόνα των λιγνιτικών για την βιομηχανία, οι απώλειες πλεονεκτημάτων και τα σενάρια με τους ξένους

Αποτέλεσμα εικόνας για Η διφορούμενη εικόνα των λιγνιτικών για την βιομηχανία, οι απώλειες πλεονεκτημάτων και τα σενάρια με τους ξένους 
Η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων από ιδιοκτήτη πέραν της ΔΕΗ που δεν διαθέτει χαρτοφυλάκιο για να μειώσει το περιβαλλοντικό του αποτύπωμα οδηγεί σε επιβάρυνση του ενεργειακού κόστους για την ενεργοβόρο βιομηχανία.
Η ανάδειξη επενδυτή και για τις τρεις προς πώληση μονάδες (Μελίτη 1 και Μεγαλόπολη 3 και 4) έναντι ικανοποιητικού τιμήματος είναι το καλό σενάριο για τη ΔΕΗ και αυτό αποτελεί βασική επιδίωξη του κ. Παναγιωτάκη από την στιγμή που
πείστηκε και ο ίδιος προσωπικά ότι η επιβεβλημένη από το μνημόνιο αποεπένδυση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για τη ΔΕΗ. 
Ο ίδιος ο κ. Παναγιωτάκης γνωρίζει πολύ καλά ότι η εκδήλωση κατ’ αρχήν ενδιαφέροντος από έξι επενδυτικά σχήματα δεν προεξοφλεί κατ ανάγκη μια επιτυχή έκβαση του διαγωνισμού που θα μπορούσε να ήταν και απλώς η πώληση ενός από τα δύο προς πώληση λιγνιτικά χαρτοφυλάκια πόσο μάλλον το καλό σενάριο που επιδιώκει. 
Έχει πλήρη επίγνωση της γενικότερης επενδυτικής αποστροφής στο λιγνίτη την οποία κατανοεί πλήρως γι’ αυτό και έχει δημοσίως συνδέσει την βιωσιμότητα των μονάδων με τη συμμετοχή του λιγνίτη στον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας και την ένταξη των λιγνιτικών μονάδων στον Μόνιμο Μηχανισμό Επάρκειας Ισχύος (ΑΔΙ) ως παράγοντες που μπορούν να αντισταθμίσουν το κόστος των CO2 και το υψηλό ρίσκο που καλούνται να πάρουν οι επενδυτές.  
Παράλληλα επιδίωξε την συμμετοχή της βιομηχανίας στον διαγωνισμό με το επιχείρημα ότι η αντιστάθμιση σε ποσοστό 80% των CO2 περιορίζει το αντίστοιχο κόστος, καθιστά τις μονάδες πιο ελκυστικές για επενδυτές που μπορεί να συμπράξουν με κάποια βιομηχανία στη βάση ενός μακροχρόνιου διμερούς συμβολαίου και δημιουργεί μάλιστα και προϋποθέσεις ακόμη και για διασφάλιση φθηνού ρεύματος για την ενεργοβόρο βιομηχανία. 
Στο κάλεσμα του κ Παναγιωτάκη προς την ενεργοβόρο βιομηχανία να συμμετάσχει στον διαγωνισμό για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων ανταποκρίθηκε η ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ (ΒΙΟΧΑΛΚΟ), η οποία διερευνά δυνατότητες για σύμπραξη με άλλους υποψηφίους επενδυτές στην δεύτερη φάση του διαγωνισμού. 
Εμμέσως δε στον διαγωνισμό συμμετέχει και η Αλουμίνιον της Ελλάδος αφού ενδιαφέρον έχει εκδηλώσει η μητρική εταιρία Μυτιληναίος ΑΕ. 
Τα πλεονεκτήματα που διατηρούν οι μονάδες όσο ανήκουν στην ΔΕΗ και τι χάνουν στην συνέχεια 
Ωστόσο, ο διαγωνισμός όπως έχει στηθεί δεν παρέχει ουσιαστικά κίνητρο για την ενεργοβόρο βιομηχανία. 
Αντιθέτως μάλιστα η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων από ιδιοκτήτη πέραν της ΔΕΗ που δεν διαθέτει χαρτοφυλάκιο για να μειώσει το περιβαλλοντικό του αποτύπωμα οδηγεί σε επιβάρυνση του ενεργειακού κόστους για την ενεργοβόρο βιομηχανία. 
H βιομηχανική αντιστάθμιση ρύπων κατά 80% υπολογίζεται επί το εθνικού αποτυπώματος και όχι επί του συγκεκριμένου σταθμού που κάποιος αγοράζει το οποίο είναι πολύ χαμηλότερο και συγκεκριμένα 0,50 τόνοι ανά μεγαβατώρα όταν για παράδειγμα το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της Μεγαλόπολης 3 είναι 2 τόνοι ανά μεγαβατώρα και το συνολικό αποτύπωμα της ΔΕΗ 1 τόνος ανά παραγόμενη μεγαβατώρα κι αυτό γιατί έχει ένα μείγμα καυσίμου που περιλαμβάνει και φυσικό αέριο με χαμηλότερο αποτύπωμα από το λιγνίτη όπως και υδροηλεκτρικά με μηδενικό αποτύπωμα.
Με τιμή CO2 στα 15, 70 ευρώ ο τόνος, το κόστος ρύπων για την Μεγαλόπολη 3 είναι (15,70 επί 2 τόνοι/Mwh) 31,4 ευρώ ανά παραγόμενη μεγαβατώρα. 
Η αντιστάθμιση επ’ αυτού (80%) υπολογίζεται σε 25,12 ευρώ ανά μεγαβατώρα και το τελικό κόστος εάν αφαιρεθεί αυτό το ποσό που γλιτώνει η βιομηχανία (31,40-25,12) σε 6,28 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Στην περίπτωση που κάποια βιομηχανία αγοράσει την Μεγαλόπολη 3 , η αντιστάθμιση θα υπολογισθεί με βάση το εθνικό αποτύπωμα (0,50 επί 15,70) που διαμορφώνεται στα 7,85 ευρώ η μεγαβατώρα. 
Έτσι το τελικό κόστος για τη βιομηχανία της Μεγαλόπολης 3 διαμορφώνεται στα (31,40-7,85) 23,55 ευρώ η μεγαβατώρα, δηλαδή 17,27 ευρώ η μεγαβατώρα υψηλότερα. Για να αγοράσει δηλαδή η βιομηχανία την Μεγαλόπολη 3 θα πρέπει να πληρώσει CO2 ακριβότερα κατά 17,27 ευρώ την μεγαβατώρα, αφού ο διαγωνισμός δεν της επιτρέπει να αντισταθμίσει το 80% του κόστους των ρύπων όπως σε όλη την Ευρώπη. 
Αρκεί να σημειωθεί ότι οι 2 μεγαλύτεροι καταναλωτές, Αλουμίνιον και ΒΙΟΧΑΛΚΟ με σύνολο κατανάλωσης 4,5 εκατ. μεγαβατώρες ετησίως θα επιβαρυνθούν με 89,28 εκατ. ευρώ ετησίως από αυτή την «παράβλεψη» του διαγωνισμού. 
Αυτό σημαίνει ότι για την βιομηχανία η προμήθεια ρεύματος από τη ΔΕΗ παραμένει μονόδρομος. 
Το ακόμη πιο ανησυχητικό συμπέρασμα από το παράδειγμα της Μεγαλόπολης 3 είναι ότι το κόστος CO2 για οποιονδήποτε εκτός ΔΕΗ τη λειτουργήσει θα διπλασιαστεί αφού σήμερα υπολογίζεται βάσει του συνολικού αποτυπώματος της ΔΕΗ που περιορίζεται στο ήμισυ σε σχέση με αυτό της Μεγαλόπολης 3. 
Αυτό δεν οδηγεί σε μείωση του κόστους ρεύματος για τη βιομηχανία αλλά αντίθετα σε αύξηση, εξέλιξη απολύτως εύλογη όταν επιχειρείται χάραξη βιομηχανικής πολιτικής με εργαλεία της προηγούμενης δεκαετίας. 
Η βιομηχανία θα εξακολουθήσει να προμηθεύεται ρεύμα αποκλειστικά από τη ΔΕΗ (η οποία μπορεί να αντισταθμίζει το κόστος των ρύπων της), ενώ ο διαγωνισμός των λιγνιτικών μονάδων ευνοεί μεταπράτες και εμπόρους εντός και εκτός της χώρας.

Δεν αποκελίεται να ευνοήσει τους Κινέζους είτε και τους Τσέχους υποψηφίους οι οποίοι ενδέχεται να έχουν την δυνατότητα χρήσης πολλαπλών μειγμάτων στα χαρτοφυλάκια παραγωγής. 
Οι αισιόδοξες προοπτικές και τα ερωτήματα που χρήζουν απαντήσεων στο σχέδιο της McKinsey για τη ΔΕΗ
Η επιχείρηση, βάσει του σχεδίου - πυξίδα, θα πρέπει να στραφεί στις ΑΠΕ, σε επενδύσεις στα δίκτυα διανομής, αλλά και στις αγορές του εξωτερικού
Αισιόδοξο για το μέλλον της ΔΕΗ το «project compass» που εκπονήθηκε από την εταιρία McKinsey, παρουσιάστηκε χθες (10/7) από τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο Μανόλη Παναγιωτάκη στο διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης και οι βασικές αρχές του δόθηκαν στη δημοσιότητα μέσω χρηματιστηριακής ανακοίνωσης. 
Ωστόσο μάλλον δημιουργεί περισσότερα ερωτηματικά από τις απαντήσεις που δίνει.  
Στόχος του «σχεδίου πυξίδα» - επί το ελληνικότερον - είναι το 2022 η λειτουργική κερδοφορία της ΔΕΗ να φθάνει το 1 - 1,1 δις ευρώ έναντι των 804,7 εκατ. ευρώ που ήταν το 2017 και ο λόγος καθαρού χρέους προς EBITDA να είναι 2,5 - 3x έναντι του 5x που είναι σήμερα και θεωρείται ως μη βιώσιμος. 
Σημειώνεται ότι με βάση τον ισολογισμό της ΔΕΗ το καθαρό χρέος στο τέλος του 2017 ανερχόταν σε 3,957 δις ευρώ. 
Επίσης το σχέδιο προβλέπει ότι ο κύκλος εργασιών της ΔΕΗ θα φθάνει στα 3,9 δις ευρώ το 2022, έναντι 4,9 δις ευρώ το 2017. 
Στο σημείο αυτό εντοπίζεται και ένα από τα κρισιμότερα ερωτήματα που προκύπτουν και το οποίο σχετίζεται με την μνημονιακή πρόβλεψη η ΔΕΗ έως το τέλος του 2019 να έχει χάσει το 50% των πελατών της στη λιανική και το 50% του μεριδίου της στη χονδρική αγορά ρεύματος. 
Πως είναι δυνατόν λοιπόν η ΔΕΗ να χάσει μόνο 1 δις ευρώ από τον τζίρο της όταν θα έχει χάσει το 50% του μεριδίου της στην αγορά;
Ο ρόλος των έργων ΑΠΕ 
Σύμφωνα με το «project compass» η επιχείρηση θα στραφεί στις ΑΠΕ, σε επενδύσεις στα δίκτυα διανομής, αλλά και στις αγορές του εξωτερικού. 
Δεδομένου όμως ότι το σχέδιο αφορά την περίοδο 2018 - 2022 και μέχρι στιγμής δεν έχει υλοποιηθεί καμία ουσιαστική κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση, ο σχεδιασμός αυτός χαρακτηρίζεται ως μάλλον αίολος. 
Ειδικά δε για τις ΑΠΕ, το σχέδιο προβλέπει την εγκατάσταση περίπου 600 MW αιολικών και φωτοβολταϊκών έως το 2022 μέσω της πραγματοποίησης επενδύσεων της τάξης των 800 εκατ. ευρώ και η συμμετοχή τους στην συνολική ισχύ της ΔΕΗ να φθάσει στο 20% - 25% το 2030 - 2035.
Ωστόσο κατά τον πρόσφατο διαγωνισμό για την εγκατάσταση νέων ΑΠΕ η ΔΕΗ δεν κατάφερε να «περάσει» τα έργα που σχεδίαζε, λόγω του ισχυρού ανταγωνισμού και των χαμηλών τιμών που διαμορφώθηκαν στη δημοπρασία. 
Το ερώτημα που προκύπτει λοιπόν, είναι εάν η ΔΕΗ θα έχει μεγαλύτερη «τύχη» στους επόμενους διαγωνισμούς ώστε να επιτύχει τους στόχους της, αλλά και κατά πόσο η μείωση των εγγυημένων τιμών της ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ, δικαιολογεί τη στροφή της επιχείρησης σε μια νέα γι’ αυτή δραστηριότητα. 
Μια δραστηριότητα που θα πρέπει να αποτελέσει πράγματι αντιστάθμιση των απωλειών που υφίσταται λόγω της πώλησης και του «σβησίματος» των λιγνιτικών μονάδων της.
Πώληση και απόσυρση λιγνιτικών μονάδων 
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι στο «σχέδιο πυξίδα» περιλαμβάνεται η πώληση λιγνιτικής ισχύος 930 MW (μονάδες Μεγαλόπολης και Φλώρινας) και η απόσυρση επιπλέον 1.212 MW μέχρι το 2021. 
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, καθώς σχετικές απαντήσεις δεν δόθηκαν κατά τη διάρκεια του διοικητικού συμβουλίου, η απόσυρση αφορά τις τέσσερις μονάδες της Καρδιάς συνολικής ονομαστικής ισχύος 1200 MW. 
Από αυτές, η 1 και 2 θα έχουν εξαντλήσει τις ώρες λειτουργίας τους έως το τέλος του 2018 ενώ η 3 και η 4 θα παραμείνουν σε λειτουργία έως την έναρξη της Πτολεμαΐδας 5 που είναι υπό κατασκευή και αναμένεται να προσθέσει στη λιγνιτική ισχύ της ΔΕΗ 660 MW. 
Μάλιστα στο σχέδιο προβλέπεται ότι θα απορροφήσει το 23%  του συνολικού επενδυτικού προγράμματος της ΔΕΗ έως το 2022 ύψους 3,9 δις. ευρώ. 
Το σχέδιο αναφέρεται επίσης σε διεκδίκηση αποζημιώσεων ισχύος (ΑΔΙ) για την υποστήριξη των θερμικών μονάδων, οι οποίες είναι απαραίτητες για την ασφάλεια εφοδιασμού και όπως λέει αντιμετωπίζουν προκλήσεις όσον αφορά την κερδοφορία τους.
Ωστόσο, και παρά τη μείωση της λιγνιτικής παραγωγής της ΔΕΗ, πουθενά δεν γίνεται αναφορά στην υιοθέτηση μέτρων μείωσης των λειτουργικών δαπανών της επιχείρησης και μείωσης του προσωπικού της, μέσω για παράδειγμα, εθελουσίας εξόδου. 
Βεβαίως με την πώληση των μονάδων της Μεγαλόπολης και της Φλώρινας το προσωπικό της ΔΕΗ θα μειωθεί αυτομάτως κατά περίπου 1500 άτομα, ενώ οι κανονικές συνταξιοδοτήσεις θα μειώσουν περαιτέρω το προσωπικό. 
Ωστόσο η απουσία οποιασδήποτε σχετικής αναφοράς δημιουργεί ερωτηματικά δεδομένου ότι το συνολικό μισθολογικό κόστος της ΔΕΗ το 2017 ήταν υψηλότερο από τα  EBIDTA και συγκεκριμένα ανήλθε σε 891,7 εκατ. ευρώ, ενώ τα EBIDTA ήταν 804,7 εκατ. ευρώ. 
Ούτε κουβέντα για τα τιμολόγια και τις εκπτώσεις 
Επίσης καμία αναφορά δεν γίνεται σε αναθεώρηση των τιμολογίων του ρεύματος ή της πολιτικής της ΔΕΗ σε ότι αφορά την παροχή έκπτωσης 15% στους συνεπείς καταναλωτές. 
Οι σχετικές προβλέψεις υπήρχαν σε προηγούμενα προσχέδια της McKinsey και όπως φαίνεται εξαλείφθηκαν στην τελική version, αφήνοντας ωστόσο ερωτηματικά για τα έσοδα της ΔΕΗ με δεδομένο και το δυσθεώρητο ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών.         
Σύμφωνα με εκτιμήσεις η αύξηση των τιμολογίων είναι αναπόφευκτη, ενώ συνεχίζεται η συζήτηση για την κατάργηση της έκπτωσης 15% προς τους συνεπείς πελάτες. 
Όμως εάν η ΔΕΗ επιλέξει να αλλάξει την εκπτωτική της πολιτική τότε κινδυνεύει με διαρροή συνεπών πελατών προς τον ανταγωνισμό με σοβαρές επιπτώσεις στη ρευστότητα της. 
Σε ότι αφορά τη στρατηγική της ΔΕΗ στη λιανική αγορά το σχέδιο μιλάει για επανατοποθέτηση αναφορικά με τον τρόπο προσέγγισης των πελατών της, εστιάζοντας στην διατήρηση των υψηλής προτεραιότητας τμημάτων πελατών, στην αναθεώρηση του branding της, στην τιμολόγηση και την επέκταση των βασικών δραστηριοτήτων της εταιρείας προσφέροντας μία ευρύτερη γκάμα ενεργειακών υπηρεσιών και προϊόντων (π.χ.  double play στον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο, υπηρεσίες ενεργειακής απόδοσης).
Τέλος αναφέρεται σε εντατικοποίηση των προσπαθειών για εισπράξεις και διακανονισμούς προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συσσωρευμένες οφειλές από απλήρωτους λογαριασμούς και να αποτραπεί η δημιουργία νέων, μέσω τόσο μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής όσο και με μία σειρά από «quick wins».

 bankingnews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου