Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

H απόσυρση του λιγνίτη από το ενεργειακό μείγμα της χώρας θα έχει ως άμεση επίπτωση τη σημαντική μείωση της απασχόλησης στις περιοχές που θα πληγούν, χωρίς η επιδιωκόμενη νέα επιχειρηματική δραστηριότητα να μπορεί σχετικά σύντομα να τις αντικαταστήσει

 

Τον περασμένο Σεπτέμβριο, από το βήμα του ΟΗΕ, ο πρωθυπουργός, στο πλαίσιο ομιλίας του για την περιβαλλοντική πολιτική της χώρας, ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα μέχρι το 2028 θα έχει προχωρήσει στην πλήρη απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής της. Υπήρξαν ποικίλες αντιδράσεις και κυρίως από τους εργαζομένους και τις τοπικές κοινωνίες ενόψει της
απώλειας χιλιάδων θέσεων εργασίας στις λιγνιτοπαραγωγούς περιοχές.
Αρκετοί άλλοι αναρωτήθηκαν εάν υπάρχει ένα βαθύτερο σχέδιο πίσω από την απόφαση αυτή του πρωθυπουργού, που σήμαινε την εγκατάλειψη μιας στρατηγικής ενεργειακής πηγής, που ναι μεν είναι ρυπογόνος αλλά είναι εγχώρια, με μεγάλα αποθέματα, ενώ για σειρά ετών υπήρξε πυλώνας ενεργειακής ασφάλειας και οικονομικής ανάπτυξης
Από την άλλη πλευρά, οι περιβαλλοντολόγοι και οι λοιποί ανησυχούντες για την κλιματική αλλαγή πανηγύρισαν με την απόφαση αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη, του οποίου είναι γνωστά το ενδιαφέρον και η ευαισθησία για το περιβάλλον, θεωρώντας την προπομπό μιας γενικότερης στροφής της ενεργειακής πολιτικής της χώρας. Δεν διαψεύστηκαν καθότι πολύ σύντομα με την ολοκλήρωση του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ, τον Δεκέμβριο του 2019, προαναγγέλθηκε η μεγάλη στροφή προς τα καθαρά καύσιμα με στόχο όπως μέχρι το 2030 το 35% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης της χώρας και έως το 65% της ηλεκτροπαραγωγής να καλύπτεται από τις ΑΠΕ. Παράλληλοι στόχοι αφορούν τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, την προώθηση της ηλεκτροκίνησης και την περαιτέρω χρήση φυσικού αερίου ως το καύσιμο-γέφυρα κατά την ενεργειακή μετάβαση. Απώτερος σκοπός, συνεπής προς το New Green Deal της Ε.Ε., η πλήρης απεξάρτησή μας από τα ορυκτά καύσιμα.
Και ενώ η μεγάλη στροφή προς τις ΑΠΕ και τα καθαρά καύσιμα γενικότερα εμφανίζεται μονόδρομος στην πορεία προς ένα περιβάλλον μηδενικών ρύπων, τίθεται το πολύ εύλογο ερώτημα εάν η απόφαση για την πλήρη εγκατάλειψη του λιγνίτη, και μάλιστα με δική μας πρωτοβουλία, και πολύ νωρίτερα από άλλες χώρες, δεν ήταν πρόωρη (λ.χ. η Γερμανία έχει μεταθέσει τον τερματισμό της χρήσης για το 2038). Η αλήθεια είναι ότι εδώ και αρκετό καιρό η χρήση λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή έχει καταστεί απολύτως ζημιογόνος για τη ΔΕΗ, για αυτό και τους τελευταίους μήνες έχει αυτοβούλως μειώσει τη χρήση του στο ελάχιστο, με αποτέλεσμα αυτός πλέον να αντιστοιχεί σχεδόν στο 6% του μείγματος ηλεκτροπαραγωγής σε σύγκριση με 30% και 40% που ήταν παλαιότερα. Οι λόγοι για την αντιοικονομική χρήση του λιγνίτη εστιάζονται κυρίως στο υψηλό κόστος των ρύπων (με αυτό να έχει ανατιμηθεί σχεδόν 400% τα τελευταία δύο χρόνια), αλλά και το πολύ υψηλό λειτουργικό κόστος της ΔΕΗ τόσο για την εξόρυξη λιγνίτη όσο και για τη συντήρηση και λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων.
Σε πρακτικό επίπεδο, η εγκατάλειψη του λιγνίτη θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στην απασχόληση στη Δυτική Μακεδονία (Κοζάνη, Πτολεμαΐδα, Αμύνταιο, Φλώρινα) και στην Αρκαδία (Μεγαλόπολη), όπου η ίδια η ΔΕΗ απασχολεί άμεσα 4.500 άτομα ενώ οι εργαζόμενοι στα ορυχεία μέσω εργολαβιών ανέρχονται σε 2500. Αρα, με το που θα κλείσουν τα περισσότερα ορυχεία και σταθμοί μέχρι το τέλος του 2023, βάσει του χρονοδιαγράμματος της ΔΕΗ, θα απολυθούν 3.700, ενώ υπολογίζονται ότι επιπλέον 2.300 ακόμα από τους εργολαβικά απασχολούμενους θα χάσουν την εργασία τους. Ενας μικρός αριθμός εργαζομένων της ΔΕΗ θα απασχοληθεί στη μονάδα Πτολεμαΐδα 5, που τώρα κατασκευάζεται και θα λειτουργήσει το 2022 καθώς και στην τηλεθέρμανση. Με δεδομένο ότι μια θέση πλήρους απασχόλησης στη ΔΕΗ συντηρεί τουλάχιστον άλλη 1,5 θέση εργασίας στην ευρύτερη περιφέρεια, το οικονομικό πλήγμα στις λιγνιτοπαραγωγούς περιοχές με 15.000 ανέργους θα είναι ιδιαίτερα υψηλό, αφού αναμένεται ότι θα κλείσουν και πολλές μικροεπιχειρήσεις.
Οι νέες θέσεις εργασίας που υπόσχεται να δημιουργήσει η κυβέρνηση στις ανωτέρω περιοχές, βάσει του master plan που τώρα επεξεργάζεται και πρόκειται να ανακοινωθεί τον Σεπτέμβριο, δεν θα μπορέσουν μέσα στα επόμενα 5 χρόνια να αντικαταστήσουν τις υπάρχουσες ούτε κατά 25% στην καλύτερη περίπτωση. Με τις νέες θέσεις εργασίας να προέρχονται κυρίως από τον κλάδο των ΑΠΕ (φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα, βιομάζα, ενεργειακές καλλιέργειες κ.ά.) και τη δημιουργία νέων βιομηχανιών (π.χ. κατασκευή μπαταριών και φορτιστών, μονάδα παραγωγής υδρογόνου κ.ά.), οι οποίες ωστόσο για να λειτουργήσουν δεν απαιτούν στρατιές εργαζομένων. Τα δε 4.0 GW λιγνιτικών μονάδων που θα αποσυρθούν δεν πρόκειται να αντικατασταθούν πλήρως από αντίστοιχο δυναμικό ΑΠΕ, καθώς θα χρειασθεί η δημιουργία εκτενούς αποθηκευτικής ικανότητας.
Συμπερασματικά, η απόσυρση του λιγνίτη από το ενεργειακό μείγμα της χώρας θα έχει ως άμεση επίπτωση τη σημαντική μείωση της απασχόλησης στις περιοχές που θα πληγούν, χωρίς η επιδιωκόμενη νέα επιχειρηματική δραστηριότητα να μπορεί σχετικά σύντομα να τις αντικαταστήσει παρά σ’ ένα μικρό ποσοστό. Ομως, σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα, η στροφή προς τα καθαρά καύσιμα θα οδηγήσει σύντομα σε ανάκαμψη της επιχειρηματικής δράσης και της οικονομίας γενικότερα, έτσι που σε λίγα χρόνια θα δημιουργηθούν πολλές νέες θέσεις εργασίας που θα υπερκεράσουν την απώλεια των χιλιάδων θέσεων που σχετίζονται με τη λιγνιτοπαραγωγή. Αυτό ασφαλώς μένει να αποδειχθεί, και άρα προκειμένου ο σχεδιασμός της κυβέρνησής να μην αποτελέσει μαγική εικόνα, θα πρέπει να υπάρξει πολύ σύντομα επιτελικό σχέδιο και συντονισμένη δράση προκειμένου να προσελκυσθούν κατάλληλες επενδύσεις.
Με τον φιλόδοξο στόχο για εγκατάσταση περίπου 10-12 GW νέων αιολικών, φωτοβολταϊκών, υδροηλεκτρικών κ.ά. μονάδων μέχρι το 2030 και λαμβάνοντας υπόψη ότι σήμερα εισάγονται κατά 90% όλα τα εξαρτήματα, η επιχειρούμενη τώρα αλλαγή του ενεργειακού μείγματος αποτελεί μια τεράστια πρόκληση για ενδυνάμωση της εγχώριας παραγωγικής δραστηριότητας ΑΠΕ, που σήμερα περιορίζονται σε έργα πολιτικού μηχανικού και περιορισμένες μεταλλικές κατασκευές. Καθώς όμως ταυτόχρονα θα επιχειρείται η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, με έμφαση στη μεταποίηση και στην πληροφορική, η μεγάλης κλίμακας αξιοποίηση των εγχώριων ΑΠΕ αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ανάπτυξη σχετικής βιομηχανικής παραγωγής. Μία ακόμη ευκαιρία που δεν πρέπει να την αφήσουμε να πάει χαμένη.

Κ. Ν. Σταμπολής, πρόεδρος και εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ) και μέλος του ΕΣΕΚ.

kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου