Οταν τον Αύγουστο του 1950 αποφασίστηκε η ίδρυση της
ΔΕΗ, ο χώρος της ηλεκτρικής ενέργειας ήταν πλήρως ιδιωτικοποιημένος. Τα
προβλήματα πολλά, κυρίως λόγω αδυναμίας σύνδεσης των δικτύων μεταξύ
τους, αξιοποίησης των κοιτασμάτων του λιγνίτη και του υδάτινου πλούτου
της χώρας. Αυτήν τη χαοτική κατάσταση, που αδυνατούσε να αντιμετωπίσει ο
ιδιωτικός τομέας, ήρθε να διαχειριστεί το Δημόσιο προς όφελος της
κοινωνίας αλλά
και για την οικονομική ανάπτυξη της πατρίδας μας.
Με
έμφαση στους εγχώριους ενεργειακούς πόρους, η δημιουργία της ΔΕΗ ήταν
μια εξέλιξη καταλυτική για τον εξηλεκτρισμό. Η συμβολή της κοινωνίας της
Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας, των εργαζομένων, των τεχνικών και
των επιστημόνων ήταν καθοριστική. Απουσίαζε, ωστόσο, ο ενεργειακός
στρατηγικός σχεδιασμός, ένα μεγάλο κενό του πολιτικού συστήματος. Ενα
κενό που ήρθε να καλύψει με επιτυχία για πρώτη φορά η κυβέρνηση του
ΣΥΡΙΖΑ.
Ο στρατηγικός σχεδιασμός, που
εγκρίθηκε και από την Ευρωπαϊκή Ενωση, ήταν αποτέλεσμα ουσιαστικού
διαλόγου, με ευρύτατη συμμετοχή των ενδιαφερομένων, και επιστημονικής
μελέτης για την αντιμετώπιση προβλημάτων και στρεβλώσεων δεκαετιών, με
αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία.
Αυτή
η ξεκάθαρη άποψη για το ενεργειακό μείγμα σε μια μεταλιγνιτική περίοδο
θα μπορούσε, μετά το τέλος των μνημονίων, να είναι ουσιαστική
παράμετρος-πρόκληση για το πολιτικό σύστημα. Να συμβάλει στην
κινητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας για το ξεπέρασμα της κρίσης στο
πλαίσιο μιας Εθνικής Αναπτυξιακής Παραγωγικής Ανασυγκρότησης.
Ομως
δεν εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα. Η προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ,
δηλαδή το ξεπούλημά της σε ιδιωτικά και ξένα συμφέροντα, αποκαλύφθηκε
με την εντελώς ξαφνική ανακοίνωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη,
από το βήμα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Είναι τουλάχιστον απαράδεκτες οι
δηλώσεις του για την πρόωρη και βίαιη παύση λειτουργίας των λιγνιτικών
ατμοηλεκτρικών σταθμών της ΔΕΗ έως το 2028.
Με
ποια μελέτη και ανάλυση, με ποιο πολιτικό διάλογο και σχεδιασμό, με
ποιο προγραμματισμό πάρθηκε μια τόσο σημαντική πολιτική απόφαση; Το
ξαφνικό ξεπούλημα –ο θάνατος της ΔΕΗ– δεν θα έπρεπε να συζητηθεί στο
Υπουργικό Συμβούλιο ή στο Κοινοβούλιο; Δεν θα έπρεπε να ενημερωθεί
ουσιαστικά ο ελληνικός λαός, οι τοπικές κοινωνίες και οι επιστημονικές
αρχές της Δυτ. Μακεδονίας και της Αρκαδίας, οι εργαζόμενοι στην
Επιχείρηση; Στην κρίσιμη περίοδο της χώρας είναι ή δεν είναι εθνικό
ζήτημα το ενεργειακό; Ποιος σχεδίασε και επέβαλε τη σημερινή πολιτική
που ξάφνιασε ακόμη και στελέχη της Ν.Δ.; Τελικά, υπάρχουν πολλές ένοχες
σιωπές!
Η απαξίωση της ΔΕΗ άρχισε να
διαφαίνεται με την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική της Ν.Δ. και
ουσιαστικά ξεκίνησε από τα φιλικά της μέσα ενημέρωσης. Με πυκνά
δημοσιεύματα και αρθρογραφίες μεγιστοποιούσαν τα συγκυριακά οικονομικά
προβλήματα της επιχείρησης. Αποκορύφωμα της προσπάθειας αυτής ήταν η
προκλητική τοποθέτησή του αρχηγού της Ν.Δ. στην προεκλογική διακαναλική
συνέντευξή του, όταν επιτέθηκε με πρωτοφανή σκληρότητα στη ΔΕΗ,
τονίζοντας ότι βρίσκεται στα όριά της. Ηταν μια βόμβα στα ενεργειακά της
χώρας, για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις πλήρους παράδοσης της ΔΕΗ
και των «ασημικών» της στους ιδιώτες. Ηταν «το νέο όραμά του».
Ο
νεοφιλελευθερισμός και μάλιστα στην πιο ακραία μορφή του έπρεπε να
προχωρήσει, με μοναδικό σκόπιμο επιχείρημα τη χρεοκοπία της ΔΕΗ.
Στο
κενό έπεσαν οι «στημένες» επικοινωνιακές πρακτικές. Ο υπουργός
Ενέργειας Κ. Χατζηδάκης –που ξεπούλησε την Ολυμπιακή– δεν κατόρθωσε να
αμαυρώσει το έργο της προηγούμενης διοίκησης της επιχείρησης, υπό τον
Μανώλη Παναγιωτάκη, η οποία –σύμφωνα με στοιχεία επικυρωμένα από ορκωτό
λογιστή– αποπλήρωσε το ομόλογο των 500 εκατ. του 2013, ανέπτυξε
πετυχημένες επενδυτικές πρωτοβουλίες ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, και γενικά
απέδειξε τη σκόπιμη κινδυνολογία.
Πάρα την
καταστροφολογία οι πολίτες στη συντριπτική πλειονότητά τους παρέμειναν
πιστοί στη ΔΕΗ. Δεν εγκλωβίστηκαν από διάφορες αλχημείες ιδιωτικών
οικονομικών και πολιτικών παραγόντων. Το ηλεκτρικό ρεύμα είναι δημόσιο
αγαθό και ως τέτοιο δεν πουλιέται.
Η
επιχειρούμενη βίαιη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή είναι πλήρως
απρογραμμάτιστη και χωρίς σχέδιο, με κίνδυνο η Δυτ. Μακεδονία να
γνωρίσει την κοινωνική και οικονομική καταστροφή. Η κυνική, προσβλητική
δήλωση του πρωθυπουργού στη γερμανική εφημερίδα Bild, «οι κάτοικοι της
περιφέρειας θα πρέπει να βρουν κάτι άλλο να κάνουν», είναι η
προαναγγελία του «θανάτου» μιας περιοχής που επί 50 χρόνια ήταν το
στήριγμα στην αναπτυξιακή πολιτική της χώρας.
Η
απόφαση για τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή -ουσιαστικά
αποβιομηχάνιση, την οποία άλλωστε βίωσε η Δυτ. Μακεδονία και με το
κλείσιμο της ΑΕΒΑΛ και άλλων επιχειρήσεων τη δεκαετία του 1990, με
κυβέρνηση πατρός Μητσοτάκη!– ακόμη και τώρα, την τελευταία στιγμή,
πρέπει να παρθεί μέσα από σοβαρή διαβούλευση, με βασικό στόχο και μέλημα
τη συναίνεση της κοινωνίας.
Στην προοπτική
αυτήν είναι ιδιαίτερα σημαντική η πρωτοβουλία της Περιφερειακής Ενωσης
Δήμων Δυτικής Μακεδονίας, που ομόφωνα αποφάσισε από τις 21.2.2020 θέσεις
και προτάσεις για τη δρομολόγηση ενός ουσιαστικού ευρέος διαλόγου,
λέγοντας όχι «σε έναν σχεδιασμό που θα γίνει για μας χωρίς
εμάς».Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν υπήρξε απάντηση από την κυβέρνηση. Οπως
δεν υπήρξε θετική απάντηση και στις προτάσεις του Αλ. Τσίπρα για
συζήτηση στη Βουλή.
Η κυβέρνηση πρέπει να
συνειδητοποιήσει ότι έχει μεγάλη ευθύνη για το μέλλον της Δυτ.
Μακεδονίας και της χώρας γενικότερα. Δυστυχώς οι χθεσινές αποφάσεις των
Βρυξελλών δεν προβλέπουν γενναία χρηματοδότηση της δίκαιας μετάβασης για
την μεταλιγνιτική εποχή. Σίγουρα υπάρχουν ευθύνες. Επιβάλλεται άμεση
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ για την αποτυχία!
*Επίτιμο μέλος της ΕΣΗΕΑ, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, μέλος της Κ.Ε. Ανασυγκρότησης ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία
Ρούλης Κοκελίδης*
www.efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου