Ο ευρύς δημόσιος διάλογος για τις νέες τεχνολογίες μείωσης
της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, ένας διάλογος που ακουμπά ιδιαίτερα
τη χώρα μας, η οποία αναζητά το οικονομικό μέλλον για τις περιοχές,
όπου σε λίγα χρόνια θα σβήσουν οι μονάδες λιγνίτη, ή για δραστηριότητες,
όπως πχ τα διυλιστήρια, που απειλούνται από τη μετάβαση στην κλιματική
ουδετερότητα φέρνει στο προσκήνιο, πέραν των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και μία σειρά από νέες λύσεις, από το υδρογόνο και τη διακράτηση διοξειδίου του άνθρακα ως τα συνθετικά καύσιμα.
Ο οίκος McKinsey σε πρόσφατη μελέτη του ασχολείται με το σύστημα Δέσμευσης, Χρήσης και Αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα ((CCUS), μία τεχνολογία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για τη μείωση των εκπομπών ρύπων σε τομείς, όπως το τσιμέντο κλπ. Πρόκειται για μια ομάδα τεχνολογιών και τεχνικών που αιχμαλωτίζουν το παραγόμενο CO2 και το χρησιμοποιούν ή το αποθηκεύουν για να αποτρέψουν την απελευθέρωσή του στην ατμόσφαιρα.
Μέσω της άμεσης δέσμευσης αέρα (DAC) ή της βιοενέργειας με δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (BECCS), το CCUS μπορεί στην πραγματικότητα να μειώσει τις συγκεντρώσεις CO2 στην ατμόσφαιρα, οδηγώντας στις λεγόμενες «αρνητικές εκπομπές». Σε ορισμένες περιπτώσεις, το CO2, που διακρατείται μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία άλλων προϊόντων, από τσιμέντο και σκυρόδεμα ως τα συνθετικά καύσιμα.
Μείωση των εκπομπών σε «δύσκολους» τομείς
Το CCUS δεν μειώνει την ανάγκη για συνέχιση της μείωσης των εκπομπών CO2 με άλλους τρόπους, όπως η χρήση των ΑΠΕ κλπ. Προσφέρει όμως σημαντικές δυνατότητες για τη μείωση των εκπομπών σε ιδιαίτερα «δύσκολους» τομείς, όπως η παραγωγή τσιμέντου και χάλυβα.
Επιπλέον, το CCUS, μαζί με τον τρόπο που δίνει ή ίδια η φύση για τη δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα, μέσω της αναδάσωσης, θα ήταν ένα απαραίτητο βήμα στο οδικό χάρτη για τον περιορισμό της αύξησης της θέρμανσης του πλανήτη κατά 1,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προ βιομηχανικά επίπεδα, όπως προβλέπει η Συμφωνία του Παρισιού
Ωστόσο, για να πετύχει η τεχνολογία των CCUS, όπως αναφέρει η μελέτη, θα πρέπει να υπάρξουν έργα εμπορικής κλίμακας οικονομικά βιώσιμα. Αυτό προϋποθέτει μείωση του κόστους, ρυθμιστικά πλαίσια που να παρέχουν κίνητρα για εφαρμογές CCUS και τεχνολογική καινοτομία που θα καταστήσει το διοξείδιο του άνθρακα πρώτη ύλη για την παραγωγή μίας σειράς υφιστάμενων ή νέων προϊόντων.
Μια σειρά τεχνολογιών - μερικές χρησιμοποιούν μεμβράνες, άλλες χρησιμοποιούν διαλύτες - μπορούν να διακρατήσουν CO 2 στην πηγή. . Αφού συλληφθεί, το συμπυκνωμένο CO2 μπορεί να μεταφερθεί (πιο οικονομικά μέσω αγωγού) σε εγκαταστάσεις, όπου μπορεί είτε να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη για βιομηχανικές εφαρμογές όπως πχ η σκλήρυνση σε σκυρόδεμα ή ως πρώτη ύλη για την παραγωγή συνθετικών αεροπορικών καυσίμων, είτε απλώς να αποθηκευτεί υπόγεια.
Άφθονο γεωλογικό δυναμικό για αποθήκευση
Όλες αυτές οι επιλογές συμβάλλουν στη σταθεροποίηση των επιπέδων CO2 στην ατμόσφαιρα. ‘Όμως η μεγάλη πρόκληση είναι η οικονομία. Η αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα σήμερα φαίνεται ως η πιο προφανής επιλογή, λόγω του άφθονου γεωλογικού δυναμικού που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποθηκευτικός χώρος και της ωριμότητας της σχετικής τεχνολογίας.
Ωστόσο, η αποθήκευση CO2 σε εμπορική κλίμακα συνεπάγεται ένα καθαρό κόστος για τις εταιρίες, δεδομένης της έλλειψης ρυθμιστικών και άλλων κινήτρων για τη χρήση της, και για τα δύσκολα νομικά ζητήματα που μπορούν να ανακύψουν, όπως η ευθύνη για πιθανές διαρροές ή την περίπλοκη γραφειοκρατία σχετικά με τη χρήση υπόγειων ιδιοκτησιών.
Από σήμερα έως το 2030, σύμφωνα με την έρευνα και τα μαθηματικά μοντέλα της McKinsey, το CCUS θα μπορούσε να αυξηθεί από 50 εκατομμύρια τόνους CO2 ετησίως (Mtpa) σήμερα, ποσότητα που χρησιμοποιείται κυρίως για τη βελτιωμένη ανάκτηση πετρελαίου και τα ανθρακούχα ποτά, ως τουλάχιστον 500 Mtpa (0,5 gigatons ετησίως, ή Gtpa) – δηλαδή λίγο πάνω από το 1% των σημερινών ετήσιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (41 Gtpa).
Αυτό θα μπορούσε να αποκτήσει οικονομικό ενδιαφέρον για τις εταιρίες μέσα από τη διεύρυνση των βιομηχανικών εφαρμογών για το CO2.
ουδετερότητα φέρνει στο προσκήνιο, πέραν των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και μία σειρά από νέες λύσεις, από το υδρογόνο και τη διακράτηση διοξειδίου του άνθρακα ως τα συνθετικά καύσιμα.
Ο οίκος McKinsey σε πρόσφατη μελέτη του ασχολείται με το σύστημα Δέσμευσης, Χρήσης και Αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα ((CCUS), μία τεχνολογία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για τη μείωση των εκπομπών ρύπων σε τομείς, όπως το τσιμέντο κλπ. Πρόκειται για μια ομάδα τεχνολογιών και τεχνικών που αιχμαλωτίζουν το παραγόμενο CO2 και το χρησιμοποιούν ή το αποθηκεύουν για να αποτρέψουν την απελευθέρωσή του στην ατμόσφαιρα.
Μέσω της άμεσης δέσμευσης αέρα (DAC) ή της βιοενέργειας με δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (BECCS), το CCUS μπορεί στην πραγματικότητα να μειώσει τις συγκεντρώσεις CO2 στην ατμόσφαιρα, οδηγώντας στις λεγόμενες «αρνητικές εκπομπές». Σε ορισμένες περιπτώσεις, το CO2, που διακρατείται μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία άλλων προϊόντων, από τσιμέντο και σκυρόδεμα ως τα συνθετικά καύσιμα.
Μείωση των εκπομπών σε «δύσκολους» τομείς
Το CCUS δεν μειώνει την ανάγκη για συνέχιση της μείωσης των εκπομπών CO2 με άλλους τρόπους, όπως η χρήση των ΑΠΕ κλπ. Προσφέρει όμως σημαντικές δυνατότητες για τη μείωση των εκπομπών σε ιδιαίτερα «δύσκολους» τομείς, όπως η παραγωγή τσιμέντου και χάλυβα.
Επιπλέον, το CCUS, μαζί με τον τρόπο που δίνει ή ίδια η φύση για τη δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα, μέσω της αναδάσωσης, θα ήταν ένα απαραίτητο βήμα στο οδικό χάρτη για τον περιορισμό της αύξησης της θέρμανσης του πλανήτη κατά 1,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προ βιομηχανικά επίπεδα, όπως προβλέπει η Συμφωνία του Παρισιού
Ωστόσο, για να πετύχει η τεχνολογία των CCUS, όπως αναφέρει η μελέτη, θα πρέπει να υπάρξουν έργα εμπορικής κλίμακας οικονομικά βιώσιμα. Αυτό προϋποθέτει μείωση του κόστους, ρυθμιστικά πλαίσια που να παρέχουν κίνητρα για εφαρμογές CCUS και τεχνολογική καινοτομία που θα καταστήσει το διοξείδιο του άνθρακα πρώτη ύλη για την παραγωγή μίας σειράς υφιστάμενων ή νέων προϊόντων.
Μια σειρά τεχνολογιών - μερικές χρησιμοποιούν μεμβράνες, άλλες χρησιμοποιούν διαλύτες - μπορούν να διακρατήσουν CO 2 στην πηγή. . Αφού συλληφθεί, το συμπυκνωμένο CO2 μπορεί να μεταφερθεί (πιο οικονομικά μέσω αγωγού) σε εγκαταστάσεις, όπου μπορεί είτε να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη για βιομηχανικές εφαρμογές όπως πχ η σκλήρυνση σε σκυρόδεμα ή ως πρώτη ύλη για την παραγωγή συνθετικών αεροπορικών καυσίμων, είτε απλώς να αποθηκευτεί υπόγεια.
Άφθονο γεωλογικό δυναμικό για αποθήκευση
Όλες αυτές οι επιλογές συμβάλλουν στη σταθεροποίηση των επιπέδων CO2 στην ατμόσφαιρα. ‘Όμως η μεγάλη πρόκληση είναι η οικονομία. Η αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα σήμερα φαίνεται ως η πιο προφανής επιλογή, λόγω του άφθονου γεωλογικού δυναμικού που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποθηκευτικός χώρος και της ωριμότητας της σχετικής τεχνολογίας.
Ωστόσο, η αποθήκευση CO2 σε εμπορική κλίμακα συνεπάγεται ένα καθαρό κόστος για τις εταιρίες, δεδομένης της έλλειψης ρυθμιστικών και άλλων κινήτρων για τη χρήση της, και για τα δύσκολα νομικά ζητήματα που μπορούν να ανακύψουν, όπως η ευθύνη για πιθανές διαρροές ή την περίπλοκη γραφειοκρατία σχετικά με τη χρήση υπόγειων ιδιοκτησιών.
Από σήμερα έως το 2030, σύμφωνα με την έρευνα και τα μαθηματικά μοντέλα της McKinsey, το CCUS θα μπορούσε να αυξηθεί από 50 εκατομμύρια τόνους CO2 ετησίως (Mtpa) σήμερα, ποσότητα που χρησιμοποιείται κυρίως για τη βελτιωμένη ανάκτηση πετρελαίου και τα ανθρακούχα ποτά, ως τουλάχιστον 500 Mtpa (0,5 gigatons ετησίως, ή Gtpa) – δηλαδή λίγο πάνω από το 1% των σημερινών ετήσιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (41 Gtpa).
Αυτό θα μπορούσε να αποκτήσει οικονομικό ενδιαφέρον για τις εταιρίες μέσα από τη διεύρυνση των βιομηχανικών εφαρμογών για το CO2.
www.worldenergynews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου