Τις τελευταίες εβδομάδες η νέα φάση αναπόλησης επεκτάθηκε στον λιγνίτη
Είναι γνωστό ότι είμαστε ένας λαός που μας αρέσει να εξυμνούμε το παρελθόν μας. Ασχετο αν ήταν καλό ή κακό. Μας αρέσει να το εξωραΐζουμε και να αναπολούμε
περασμένες εποχές, ακόμα και αν αυτές ήταν «μαύρες και άραχνες».Φτάσαμε στο σημείο πριν από μερικά χρόνια ορισμένοι να φλερτάρουν με την ιδέα επιστροφής στη δραχμή. Ασχετο αν ακόμα και στα καλύτερά της ήταν ένα αδύναμο νόμισμα, που πρόσφερε διψήφια ποσοστά πληθωρισμού και επιτοκίων δανεισμού. Ηταν παλιό, ήταν καλό, πίστευαν κάποιοι που ευτυχώς δεν ήταν η πλειοψηφία.
Τις τελευταίες εβδομάδες η νέα φάση αναπόλησης επεκτάθηκε στον λιγνίτη. Οσο απίστευτο και αν φαίνεται, στους πολλούς, βρέθηκαν άνθρωποι δυστυχώς, οι περισσότεροι προερχόμενοι από την Αριστερά, οι οποίοι εξυμνούν την καύση λιγνίτη.
Βάζουν στην ίδια ζυγαριά και συγκρίνουν τη χρήση κάρβουνου, με άλλα καύσιμα. Στο μυαλό τους η ανάγκη συγκράτησης των τιμών του ρεύματος υπερισχύει της προστασίας του περιβάλλοντος. Αλλο αν και αυτός ο συλλογισμός είναι λάθος. Γιατί τα στοιχεία δείχνουν ότι ο λιγνίτης, που δεν θα έπρεπε να μπαίνει καν στη συζήτηση για το ενεργειακό κόστος, εκτός των άλλων είναι και το ακριβότερο καύσιμο.
Κάτι που δεν μπαίνει στη ζυγαριά είναι αυτό που έλεγε το 2017 η Greenpeace, η οποία εκτιμούσε ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση των λιγνιτικών εργοστασίων ευθύνονταν για περισσότερους από 1.000 πρόωρους θανάτους ετησίως. Αυτά τα καμπανάκια χτυπούσαν από τη δεκαετία του 1990, αλλά ουδείς ασχολούνταν.
Χωριά ολόκληρα έσβηναν, ζωές απειλούνταν, οι υδροφόροι ορίζοντες μολύνονταν. Τον Ιούλιο του 2019, η ΕΕ χαρακτήριζε ακατάλληλα για λόγους προστασίας της υγείας από τους ρύπους δύο λιγνιτικά εργοστάσια της ΔΕΗ, του Αμυνταίου και της Καρδιάς, ενώ κίνησε προδικαστική διαδικασία εναντίον της χώρας μας, θεωρώντας ότι η Ελλάδα δεν προστατεύει τους πολίτες της από την επιβλαβή ατμοσφαιρική ρύπανση που προκαλούν.
Η απόφαση να κλείνουν σταδιακά όσα ολοκληρώνουν τις ώρες λειτουργίας τους, που πήρε ο σημερινός Πρωθυπουργός ήταν μοιραία εξέλιξη.
Επιπλέον είχε οικονομική λογική, όχι μόνο για την εταιρεία, αλλά κυρίως για τους καταναλωτές. Στην ΕΕ η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη επιβαρύνεται με βαρύτατα πρόστιμα, ως αντικίνητρο προκειμένου αυτά να κλείσουν.
Φέτος τα πρόστιμα τριπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2019, επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο την τιμή του και κάνοντας τον λιγνίτη κατά πολύ ακριβότερο ακόμα και από τις φετινές υπέρογκες τιμές του φυσικού αερίου.
Το επιχείρημα πολλών ότι άλλες χώρες δεν κλείνουν τις μονάδες άνθρακα είναι επίσης στρεβλή. Η Γερμανία, την οποία πολύ συχνά επικαλούνται οι υπερασπιστές του λιγνίτη, έχει ήδη κλείσει πάρα πολλές τέτοιες μονάδες, ωστόσο έδωσε προτεραιότητα στο να αποσύρει πρώτα τα πυρηνικά. Και, βέβαια, η Γερμανία παράγει ήδη περίπου το 60% της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ.
Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι οι χώρες που έχουν χαμηλότερη χονδρική τιμή ρεύματος από την Ελλάδα είναι χώρες με σημαντικό μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή. Οπως οι σκανδιναβικές χώρες και η Γερμανία. Εκεί οι τιμές χονδρικής είναι από τις πιο χαμηλές στην Ευρώπη.
Αρα ακόμα και αν παραβλέψουμε, όπως κάναμε τόσα χρόνια, τις συνέπειες στο περιβάλλον και τις ανθρώπινες ζωές και πάλι ο λιγνίτης θα είναι πανάκριβος, εφόσον η Ελλάδα παραμένει στην ΕΕ. Εκτός και η φαντασίωση εξόδου από την ΕΕ αναβιώσει μαζί με την επανάκαμψη του λιγνίτη.
Αλλά και πάλι σε έναν πλανήτη όπου τα εργοστάσια άνθρακα κλείνουν το ένα μετά το άλλο, ως ελάχιστη συμβολή στην προστασία του περιβάλλοντος, εμείς μόνοι θα παραμείνουμε αέναοι εραστές του λιγνίτη;
Νίκος Φιλιππίδης
www.in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου